Zakariás jövendölése 11
1234567891011121314
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Nyisd meg kapuidat, Libanon, hadd eméssze tűz cédrusaidat! | 1 Ανοιξον, Λιβανε, τας θυρας σου και ας καταφαγη πυρ τας κεδρους σου. |
2 Jajgass Ciprus, mert elesett a cédrus, mert elvesztek a hatalmasok; jajgassatok Básán tölgyei, mert kivágták a várerdőt. | 2 Ολολυξον, ελατη, διοτι επεσεν κεδρος? διοτι οι μεγιστανες ηφανισθησαν? ολολυξατε, δρυς της Βασαν, διοτι το δασος το απροσιτον κατεκοπη. |
3 Pásztorok jajgatása hallatszik, mert elpusztult a büszkeségük; oroszlánok ordítása hallatszik, mert elpusztult a Jordán dicsősége! | 3 Φωνη ακουεται ποιμενων θρηνουντων, διοτι η δοξα αυτων ηφανισθη? φωνη βρυχωμενων σκυμνων, διοτι το φρυαγμα του Ιορδανου εταπεινωθη. |
4 Ezt mondja az Úr, az én Istenem: »Legeltesd csak a leölésre szánt juhokat! | 4 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος μου? Ποιμαινε το ποιμνιον της σφαγης, |
5 Megvásárlóik szánakozás nélkül öldösik őket, eladóik csak azt mondják: ‘Áldott legyen az Úr, meggazdagodtam!’ És pásztoraik sem kímélik őket. | 5 το οποιον οι αγορασαντες αυτο σφαζουσιν ατιμωρητως? οι δε πωλουντες αυτο λεγουσιν, Ευλογητος ο Κυριος, διοτι επλουτησα, και αυτοι οι ποιμενες αυτου δεν φειδονται αυτου. |
6 Én sem kegyelmezek többé a föld lakóinak – mondja az Úr. – Íme, kiszolgáltatok én minden embert társa kezébe, s királya kezébe; és ők feldúlják a földet, és én senkit sem mentek ki kezükből.« | 6 Δια τουτο δεν θελω φεισθη πλεον των κατοικων του τοπου, λεγει Κυριος, αλλ' ιδου, εγω θελω παραδωσει τους ανθρωπους εκαστον εις την χειρα του πλησιον αυτου και εις την χειρα του βασιλεως αυτου, και θελουσι κατακοψει την γην και δεν θελω ελευθερωσει αυτους εκ της χειρος αυτων. |
7 Én tehát legeltettem a leölésre szánt juhokat, a juhkereskedők számára. Két botot vettem magamhoz; az egyiket elneveztem ‘Jóakarat’-nak, a másikat elneveztem ‘Kötelék’-nek; és legeltettem a nyájat, | 7 Και εποιμανα το ποιμνιον της σφαγης, το οντως τεταλαιπωρημενον ποιμνιον. Και ελαβον εις εμαυτον δυο ραβδους, την μιαν εκαλεσα Καλλος και την αλλην εκαλεσα Δεσμους, και εποιμανα το ποιμνιον. |
8 és egy hónap alatt elűztem három pásztort. De keserűség fogta el lelkemet miattuk, és nekik is elegük volt belőlem. | 8 Και εξωλοθρευσα τρεις ποιμενας εν ενι μηνι? και η ψυχη μου εβαρυνθη αυτους και η ψυχη δε αυτων απεστραφη εμε. |
9 Ekkor azt mondtam: »Nem legeltetlek titeket! Ami halálra való, haljon meg, ami kiirtani való, irtassék ki, a többiek pedig ám falják fel egymás húsát!« | 9 Τοτε ειπα, Δεν θελω σας ποιμαινει? το αποθνησκον ας αποθνησκη και το απολωλος ας απολλυται και τα εναπολειπομενα ας τρωγωσιν εκαστον την σαρκα του πλησιον αυτου. |
10 Majd elővettem azt a botomat, amelynek Jóakarat volt a neve, és széttörtem, hogy megsemmisítsem szövetségemet, amelyet minden néppel kötöttem. | 10 Και ελαβον την ραβδον μου, το Καλλος, και κατεκοψα αυτην, δια να ακυρωσω την διαθηκην μου, την οποιαν εκαμον προς παντας τους λαους τουτους, |
11 Meg is semmisült azon a napon; és így felismerhették a juhkereskedők, akik figyeltek engem, hogy ez az Úr szava. | 11 και ηκυρωθη εν τη ημερα εκεινη? και ουτω το ποιμνιον το τεταλαιπωρημενον, το οποιον απεβλεπεν εις εμε, εγνωρισεν οτι ουτος ητο ο λογος του Κυριου. |
12 Majd azt mondtam nekik: »Ha jónak látjátok, adjátok ki béremet; ha nem, hagyjátok!« Erre ők harminc ezüstöt mértek ki béremül. | 12 Και ειπα προς αυτους, Εαν σας φαινηται καλον, δοτε μοι τον μισθον μου? ει δε μη, αρνηθητε αυτον. Και εστησαν τον μισθον μου τριακοντα αργυρια. |
13 Ám az Úr azt mondta nekem: »Vesd az olvasztóba, a dicső bért, amelyre engem becsültek!« Erre vettem a harminc ezüstöt és bedobtam az Úr házának kincstárába. | 13 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ριψον αυτα εις τον κεραμεα, την εντιμον τιμην, με την οποιαν ετιμηθην υπ' αυτων. Και ελαβον τα τριακοντα αργυρια και ερριψα αυτα εν τω οικω του Κυριου εις τον κεραμεα. |
14 Aztán széttörtem a másik botomat, amelyiknek a neve Kötelék volt, hogy felbontsam a testvéri köteléket Júda és Izrael között. | 14 Και κατεκοψα την αλλην μου ραβδον, τους Δεσμους, δια να ακυρωσω την αδελφοτητα μεταξυ Ιουδα και Ισραηλ. |
15 Mondta aztán az Úr nekem: »Végy magadhoz olyan felszerelést, mint az oktalan pásztor. | 15 Και ειπε Κυριος προς εμε, Λαβε εις σεαυτον ετι τα εργαλεια ποιμενος ασυνετου. |
16 Mert íme, én olyan pásztort támasztok a földön, aki nem néz az elveszettek után, az elszéledteket meg nem keresi, a megtörtet meg nem gyógyítja, a fáradtnak nem viseli gondját, hanem a kövérek húsát megeszi és körmeiket összetöri. | 16 Διοτι ιδου, εγω θελω αναστησει ποιμενα επι την γην, οστις δεν θελει επισκεπτεσθαι τα απολωλοτα, δεν θελει ζητει το διεσκορπισμενον και δεν θελει ιατρευει το συντετριμμενον ουδε θελει ποιμαινει το υγιες? αλλα θελει τρωγει την σαρκα του παχεος και κατακοπτει τους ονυχας αυτων. |
17 Jaj a semmirekellő pásztornak, aki elhagyja a nyájat! Kard érje a karját és a jobb szemét; karja szárazra aszalódjon, jobb szemét érje homály és sötétség!« | 17 Ουαι εις τον ματαιον ποιμενα, τον εγκαταλειποντα το ποιμνιον? ρομφαια θελει ελθει επι τον βραχιονα αυτου και επι τον δεξιον οφθαλμον αυτου? ο βραχιων αυτου θελει ολοτελως ξηρανθη και ο δεξιος οφθαλμος αυτου ολοκληρως αμαυρωθη. |