Dániel jövendölése 10
1234567891011121314
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Círusznak, a perzsák királyának harmadik esztendejében Dániel, akit Baltazárnak neveztek el, kinyilatkoztatásban részesült, amely igaz dolgot és nagy háborúságot közölt; ő figyelt a dologra, és megértette a látomást. | 1 εν τω ενιαυτω τω πρωτω κυρου του βασιλεως περσων προσταγμα εδειχθη τω δανιηλ ος επεκληθη το ονομα βαλτασαρ και αληθες το οραμα και το προσταγμα και το πληθος το ισχυρον διανοηθησεται το προσταγμα και διενοηθην αυτο εν οραματι |
2 Azokban a napokban én, Dániel, teljes három hétig gyászoltam; | 2 εν ταις ημεραις εκειναις εγω δανιηλ ημην πενθων τρεις εβδομαδας |
3 jóízű kenyeret nem ettem, hús és bor nem ment be számba, és olajjal nem kentem meg magamat, amíg a teljes három hét el nem telt. | 3 αρτον επιθυμιων ουκ εφαγον και κρεας και οινος ουκ εισηλθεν εις το στομα μου ελαιον ουκ ηλειψαμην εως του συντελεσαι με τας τρεις εβδομαδας των ημερων |
4 Az első hónap huszonnegyedik napján, amikor a nagy folyam, a Tigris mellett voltam, | 4 και εγενετο τη ημερα τη τεταρτη και εικαδι του μηνος του πρωτου και εγω ημην επι του χειλους του ποταμου του μεγαλου ος εστι τιγρης |
5 felemeltem szememet, és íme, egy gyolcsruhába öltözött férfit láttam. A derekát színarany övezte, | 5 και ηρα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου ανθρωπος εις ενδεδυμενος βυσσινα και την οσφυν περιεζωσμενος βυσσινω και εκ μεσου αυτου φως |
6 teste olyan volt, mint a krizolit, az arca mint a villám fénye, a szeme mint az égő tűz, a karja és a lábszára, mint a ragyogó érc, s a szavának hangja olyan, mint a sokaság hangja. | 6 και το σωμα αυτου ωσει θαρσις και το προσωπον αυτου ωσει ορασις αστραπης και οι οφθαλμοι αυτου ωσει λαμπαδες πυρος και οι βραχιονες αυτου και οι ποδες ωσει χαλκος εξαστραπτων και φωνη λαλιας αυτου ωσει φωνη θορυβου |
7 Egyedül én, Dániel, láttam ezt a látomást; azok a férfiak, akik velem voltak, semmit sem láttak, de olyan nagy félelem fogta el őket, hogy elfutottak és elrejtőztek. | 7 και ειδον εγω δανιηλ την ορασιν την μεγαλην ταυτην και οι ανθρωποι οι οντες μετ' εμου ουκ ειδοσαν την ορασιν ταυτην και φοβος ισχυρος επεπεσεν επ' αυτους και απεδρασαν εν σπουδη |
8 Amikor magamra maradtam és ezt a nagy látomást láttam, erő nem maradt bennem, az arcom elváltozott, elbágyadtam, és minden erőm odalett. | 8 και εγω κατελειφθην μονος και ειδον την ορασιν την μεγαλην ταυτην και ουκ εγκατελειφθη εν εμοι ισχυς και ιδου πνευμα επεστραφη επ' εμε εις φθοραν και ου κατισχυσα |
9 Mikor pedig szavának hangját hallottam, ennek hallatán rémülten arcra estem, és arcom a földhöz tapadt. | 9 και ουκ ηκουσα την φωνην λαλιας αυτου εγω ημην πεπτωκως επι προσωπον μου επι την γην |
10 Akkor íme, egy kéz megérintett, a térdemre és a tenyeremre állított, | 10 και ιδου χειρα προσηγαγε μοι και ηγειρε με επι των γονατων επι τα ιχνη των ποδων μου |
11 és azt mondta nekem: »Dániel, te kedvelt férfi, értsd meg az igéket, amelyeket hozzád intézek, és állj talpra, mert éppen most küldött Ő engem hozzád.« Mikor ezeket a szavakat mondta nekem, én remegve felálltam. | 11 και ειπεν μοι δανιηλ ανθρωπος ελεεινος ει διανοηθητι τοις προσταγμασιν οις εγω λαλω επι σε και στηθι επι του τοπου σου αρτι γαρ απεσταλην επι σε και εν τω λαλησαι αυτον μετ' εμου το προσταγμα τουτο εστην τρεμων |
12 Ekkor így szólt hozzám: »Ne félj, Dániel, mert az első naptól fogva, amikor szívedet arra adtad, hogy értelmet nyerj és magadat Istened színe előtt sanyargasd, szavaid meghallgatásra találtak, és én éppen a te szavaid miatt jöttem. | 12 και ειπεν προς με μη φοβου δανιηλ οτι απο της ημερας της πρωτης ης εδωκας το προσωπον σου διανοηθηναι και ταπεινωθηναι εναντιον κυριου του θεου σου εισηκουσθη το ρημα σου και εγω εισηλθον εν τω ρηματι σου |
13 A perzsák országának fejedelme azonban huszonegy napon át az utamba állt, de íme, Mihály, a legfőbb fejedelmek egyike segítségemre jött, és én őt hagytam ott a perzsák királyánál. | 13 και ο στρατηγος βασιλεως περσων ανθειστηκει εναντιον μου εικοσι και μιαν ημεραν και ιδου μιχαηλ εις των αρχοντων των πρωτων επηλθε βοηθησαι μοι και αυτον εκει κατελιπον μετα του στρατηγου του βασιλεως περσων |
14 Azért jöttem, hogy tudtodra adjam, mi fog történni népeddel a végső napokban, mert a látomás megint azokról a napokról szól.« | 14 και ειπεν μοι ηλθον υποδειξαι σοι τι υπαντησεται τω λαω σου επ' εσχατου των ημερων ετι γαρ ορασις εις ημερας |
15 Amikor ezeket a szavakat elmondta nekem, a földre szegeztem tekintetemet és hallgattam. | 15 και εν τω αυτον λαλησαι μετ' εμου τα προσταγματα ταυτα εδωκα το προσωπον μου επι την γην και εσιωπησα |
16 Ekkor íme, egy emberfiához hasonló alak megérintette ajkamat, én pedig megnyitottam számat, beszélni kezdtem, és így szóltam ahhoz, aki előttem állt: »Uram! Amikor téged láttalak, az inaim elernyedtek, és semmi erő sem maradt bennem. | 16 και ιδου ως ομοιωσις χειρος ανθρωπου ηψατο μου των χειλεων και ηνοιξα το στομα μου και ελαλησα και ειπα τω εστηκοτι απεναντι μου κυριε και ως ορασις απεστραφη επι το πλευρον μου επ' εμε και ουκ ην εν εμοι ισχυς |
17 Hogyan beszélhetnék tehát én, uram szolgája, veled, uram, mikor semmi erő sem maradt bennem, és még a lélegzetem is elállt?« | 17 και πως δυνησεται ο παις λαλησαι μετα του κυριου αυτου και εγω ησθενησα και ουκ εστιν εν εμοι ισχυς και πνευμα ου κατελειφθη εν εμοι |
18 Erre ismét megérintett engem az, aki emberhez hasonlónak látszott, megerősített, | 18 και προσεθηκε και ηψατο μου ως ορασις ανθρωπου και κατισχυσε με |
19 és így szólt: »Ne félj, te kedvelt férfi! Béke veled! Légy erős és légy bátor!« Amikor ezt mondta nekem, erőre kaptam, és így szóltam: »Beszélj, Uram, mert megerősítettél.« | 19 και ειπε μοι ανθρωπος ελεεινος ει μη φοβου υγιαινε ανδριζου και ισχυε και εν τω λαλησαι αυτον μετ' εμου ισχυσα και ειπα λαλησατω ο κυριος μου οτι ενισχυσε με |
20 Ekkor így szólt: »Vajon tudod-e, miért jöttem hozzád? Íme, most visszatérek, hogy megküzdjek a perzsák fejedelmével; aztán pedig kivonulok, s megjelenik és jön a görögök fejedelme – | 20 και ειπεν προς με γινωσκεις τι ηλθον προς σε και νυν επιστρεψω διαμαχεσθαι μετα του στρατηγου βασιλεως των περσων και εγω εξεπορευομην και ιδου στρατηγος ελληνων εισεπορευετο |
21 de tudtodra adom azt, ami fel van jegyezve az igazság könyvében –; és mindezekkel szemben nincs más segítőm, mint Mihály, a ti fejedelmetek. | 21 και μαλα υποδειξω σοι τα πρωτα εν απογραφη αληθειας και ουθεις ην ο βοηθων μετ' εμου υπερ τουτων αλλ' η μιχαηλ ο αγγελος |