Jeremiás könyve 5
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Járjátok be Jeruzsálem utcáit, nézzetek szét és tudakozódjatok, kutassatok a terein! Vajon találtok-e olyan embert, van-e olyan, aki jog szerint cselekszik, és hűségre törekszik? Akkor megbocsátok neki. | 1 Περιελθετε εν ταις οδοις της Ιερουσαλημ και ιδετε τωρα και μαθετε και ζητησατε εν ταις πλατειαις αυτης, εαν δυνασθε να ευρητε ανθρωπον, εαν υπαρχη ο ποιων κρισιν, ο ζητων αληθειαν? και θελω συγχωρησει εις αυτην. |
2 Ha így szólnak is: »Él az Úr!«, mégis hamisan esküsznek. | 2 Και αν λεγωσι, Ζη ο Κυριος, ψευδως τωοντι ομνυουσι. |
3 Uram, nemde szemed a hűséget nézi? Megverted őket, de nem fájlalták, végeztél velük, de vonakodtak megfogadni az intelmet; keményebbé tették arcukat a kősziklánál, vonakodtak megtérni. | 3 Κυριε, δεν επιβλεπουσιν οι οφθαλμοι σου επι την αληθειαν; εμαστιγωσας αυτους και δεν επονεσαν? κατηναλωσας αυτους και δεν ηθελησαν να δεχθωσι διορθωσιν εσκληρυναν τα προσωπα αυτων υπερ τον βραχον? δεν ηθελησαν να επιστρεψωσι. |
4 Én pedig így szóltam: »Csak a szegények oktalanok, mert nem ismerik az Úr útját, Istenük törvényét. | 4 Τοτε εγω ειπα, Ουτοι βεβαιως ειναι πτωχοι? ειναι αφρονες? διοτι δεν γνωριζουσι την οδον του Κυριου, την κρισιν του Θεου αυτων? |
5 Elmegyek hát a hatalmasokhoz, és beszélek velük, mert ők ismerik az Úr útját, Istenük törvényét.« De ők éppúgy összetörték az igát, széttépték a kötelékeket. | 5 θελω υπαγει προς τους μεγαλους και θελω λαλησει προς αυτους? διοτι αυτοι εγνωρισαν την οδον του Κυριου, την κρισιν του Θεου αυτων? αλλα και ουτοι παντες ομου συνετριψαν τον ζυγον, εκοψαν τους δεσμους. |
6 Ezért megöli őket az oroszlán az erdőből, a pusztai farkas elpusztítja őket; párduc leselkedik városaik előtt, széttép mindenkit, aki kijön onnan; mert megsokasodtak vétkeik, elhatalmasodtak elpártolásaik. | 6 Δια τουτο λεων εκ του δασους θελει φονευσει αυτους, λυκος της ερημου θελει εξολοθρευσει αυτους, παρδαλις θελει κατασκοπευσει επι τας πολεις αυτων? πας οστις εξελθη εκειθεν, θελει κατασπαραχθη? διοτι επληθυνθησαν αι παραβασεις αυτων, ηυξηνθησαν αι αποστασιαι αυτων. |
7 »Miért bocsássak meg neked? Fiaid elhagytak engem, és azokra esküdtek, akik nem istenek. Jóllakattam őket, mégis házasságot törtek, és parázna nő házába sereglenek. | 7 Πως θελω συγχωρησει εις σε δια τουτο; οι υιοι σου με εγκατελιπον και ωμνυον εις τους μη θεους? αφου εχορτασα αυτους, τοτε εμοιχευον και συνεσωρευοντο εις οικον πορνης. |
8 Jól táplált, viháncoló lovakká lettek, mindegyik a másik feleségére nyerít. | 8 Ησαν ως οι κεχορτασμενοι ιπποι το πρωι? εκαστος εχρεμετιζε κατοπιν της γυναικος του πλησιον αυτου. |
9 Vajon ezeket ne kérjem számon? – mondja az Úr. – Vagy ilyen nemzeten ne bosszuljam meg magam? | 9 Δεν θελω καμει δια ταυτα επισκεψιν; λεγει Κυριος? και η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους τοιουτου; |
10 Menjetek fel szőlősteraszaira, és pusztítsátok, de véget ne vessetek neki! Távolítsátok el indáit, mert nem az Úréi azok! | 10 Αναβητε επι τα τειχη αυτης και κρημνιζετε, πλην μη καμητε συντελειαν? αφαιρεσατε τας επαλξεις αυτης, διοτι δεν ειναι του Κυριου? |
11 Mert teljesen hűtlen lett hozzám Izrael háza és Júda háza« – mondja az Úr. | 11 διοτι ο οικος Ισραηλ και ο οικος Ιουδα εφερθησαν πολλα απιστως προς εμε, λεγει Κυριος. |
12 Megtagadták az Urat, és így szóltak: »Nincs ő! Nem is jön ránk baj, kardot és éhínséget nem fogunk látni! | 12 Ηρνηθησαν τον Κυριον και ειπον, Δεν ειναι αυτος, και δεν θελει ελθει κακον εφ' ημας, ουδε θελομεν ιδει μαχαιραν η πειναν? |
13 A próféták széllé lesznek, és az ige nincsen bennük. Így fog történni velük.« | 13 και οι προφηται ειναι ανεμος και ο λογος δεν υπαρχει εν αυτοις? εις αυτους θελει γεινει ουτω. |
14 Ezért így szól az Úr, a Seregek Istene: »Mivel ezt az igét mondtátok, íme, én tűzzé teszem igéimet a szádban, ezt a népet pedig fává, és meg fogja emészteni őket. | 14 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων? Επειδη λαλειτε τον λογον τουτον, ιδου, εγω θελω καμει τους λογους μου εν τω στοματι σου πυρ και τον λαον τουτον ξυλα και θελει καταφαγει αυτους. |
15 Íme, én elhozok rátok egy nemzetet a távolból, Izrael háza – mondja az Úr. – Erős nemzet az, ősidőből való nemzet, olyan nemzet, melynek nem ismered nyelvét, és nem érted, mit beszél. | 15 Ιδου, εγω θελω φερει εφ' υμας εθνος μακροθεν, οικος Ισραηλ, λεγει Κυριος? ειναι εθνος ισχυρον, ειναι εθνος αρχαιον, εθνος του οποιου δεν γνωριζεις την γλωσσαν ουδε καταλαμβανεις τι λεγουσιν. |
16 Tegze olyan, mint a nyitott sír, mindnyájan hősök. | 16 Η φαρετρα αυτων ειναι ως ταφος ανεωγμενος? ειναι παντες ισχυροι. |
17 Elemészti aratásodat és kenyeredet, elemészti fiaidat és leányaidat, elemészti juhaidat és marháidat, elemészti szőlődet és fügefádat; karddal lerombolja megerősített városaidat, amelyekben bizakodsz. | 17 Και θελουσι κατατρωγει τον θερισμον σου και τον αρτον σου, τον οποιον οι υιοι σου και αι θυγατερες σου ηθελον τρωγει? θελουσι κατατρωγει τα ποιμνια σου και τας αγελας σου? θελουσι κατατρωγει τους αμπελωνας σου και τας συκεας σου? θελουσιν εξολοθρευσει δια της ρομφαιας τας οχυρας πολεις σου, επι τας οποιας συ ηλπιζες. |
18 De azokban a napokban sem vetek véget nektek« – mondja az Úr. | 18 Και ομως, εν ταις ημεραις εκειναις, λεγει Κυριος, δεν θελω καμει συντελειαν εις εσας. |
19 Ha majd azt mondjátok: »Miért tette velünk mindezt az Úr, a mi Istenünk?«, akkor mondd nekik: »Amint elhagytatok engem, és idegen isteneknek szolgáltatok országotokban, úgy fogtok majd idegeneknek szolgálni olyan országban, amely nem a tiétek.« | 19 Και οταν ειπητε, Δια τι εκαμε Κυριος ο Θεος ημων παντα ταυτα εις ημας; τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Καθως με εγκατελιπετε και εδουλευσατε θεους ξενους εν τη γη υμων, ουτω θελετε δουλευσει ξενους εν γη ουχι υμων. |
20 Hirdessétek ezt Jákob házában, és adjátok tudtul Júdában: | 20 Αναγγειλατε τουτο προς τον οικον Ιακωβ και κηρυξατε αυτο εν Ιουδα, λεγοντες; |
21 »Halljátok hát ezt, ostoba nép, melynek nincs esze! Van szemük, de nem látnak, van fülük, de nem hallanak. | 21 Ακουσατε τωρα τουτο, λαε μωρε και ασυνετε? οιτινες οφθαλμους εχετε και δεν βλεπετε? ωτα εχετε και δεν ακουετε? |
22 Vajon nem féltek engem? – mondja az Úr. – Vagy színem előtt nem remegtek? Én tettem a fövenyt a tenger határává, örök korlátként, melyet nem léphet át. Háborognak, de nem bírnak vele hullámai, és zúgnak, de nem lépik át.« | 22 εμε δεν φοβεισθε; λεγει Κυριος? δεν θελετε τρεμει ενωπιον μου, οστις εθεσα την αμμον οριον της θαλασσης κατα προσταγμα αιωνιον, και δεν θελει υπερβη αυτο? και τα κυματα αυτης συνταρασσονται, ομως δεν θελουσιν υπερισχυσει? και ηχουσιν, ομως δεν θελουσιν υπερβη αυτο; |
23 Ennek a népnek azonban konok és dacos lett a szíve, eltávoztak és elmentek. | 23 Αλλ' ουτος ο λαος εχει καρδιαν στασιαστικην και απειθη? απεστατησαν και απηλθον. |
24 Nem mondták szívükben: »Féljük az Urat, a mi Istenünket, aki esőt ad, korai és kései esőt a maga idejében; az aratásra rendelt heteket megtartja nekünk!« | 24 Και δεν ειπον εν τη καρδια αυτων, Ας φοβηθωμεν τωρα Κυριον τον Θεον ημων, οστις διδει βροχην πρωιμον και οψιμον εν τω καιρω αυτης? φυλαττει δι' ημας τας διωρισμενας εβδομαδας του θερισμου. |
25 Bűneitek hiúsították meg ezeket, és vétkeitek tartották vissza tőletek a jót. | 25 Αι ανομιαι σας απεστρεψαν ταυτα και αι αμαρτιαι σας εμποδισαν το αγαθον απο σας. |
26 Mert népem között istentelenek találhatók: leselkednek, ahogy lehajolnak a madarászok, csapdát állítanak, embereket fognak meg. | 26 Διοτι ευρεθησαν εν τω λαω μου ασεβεις? εστησαν ενεδραν, καθως ο στηνων βροχια? θετουσι παγιδα, συλλαμβανουσιν ανθρωπους. |
27 Amint a kalitka tele van madárral, úgy vannak tele házaik csalárdsággal; ezért lettek nagyok és gazdagok. | 27 Καθως το κλωβιον ειναι πληρες πτηνων, ουτως οι οικοι αυτων ειναι πληρεις δολου? δια τουτο εμεγαλυνθησαν και επλουτησαν. |
28 Kövérek és hájasak lettek, és a gonoszságban sem ismernek határt. Nem hoznak ítéletet a perben, az árva perében, hogy sikerre vigyék; és a szegények jogát nem védik meg. | 28 Επαχυνθησαν, αποστιλβουσιν? υπερεβησαν μαλιστα τας πραξεις των ασεβων? δεν κρινουσι την κρισιν, την κρισιν του ορφανου, και ευημερουσι? και το δικαιον των πενητων δεν κρινουσι. |
29 Vajon ezeket ne kérjem számon? – mondja az Úr. – Vagy ilyen nemzeten ne bosszuljam meg magam? | 29 Δεν θελω καμει δια ταυτα επισκεψιν; λεγει Κυριος? η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους, τοιουτου; |
30 Borzalmas és rettenetes dolgok történnek az országban: | 30 Εκπληξις και φρικη εγειναν εν τη γη. |
31 a próféták hazugságot prófétálnak, és a papok mellettük hatalmaskodnak, népem pedig szereti ezt. De mit tesztek majd a végén? | 31 Οι προφηται προφητευουσι ψευδως και οι ιερεις δεσποζουσι δια μεσου αυτων? και ο λαος μου αγαπα ουτω? και τι θελετε καμει εις το μετα ταυτα; |