Jeremiás könyve 4
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 »Ha megtérsz, Izrael, – mondja az Úr –, ha hozzám megtérsz, ha eltávolítod utálatosságaidat színem elől, és nem tévelyegsz, | 1 εαν επιστραφη ισραηλ λεγει κυριος προς με επιστραφησεται εαν περιελη τα βδελυγματα αυτου εκ στοματος αυτου και απο του προσωπου μου ευλαβηθη |
2 ha így esküszöl: ‘Él az Úr!’, hűséggel, törvénnyel és igazsággal, akkor áldást nyernek benne a nemzetek, és benne fognak dicsekedni. | 2 και ομοση ζη κυριος μετα αληθειας και εν κρισει και εν δικαιοσυνη και ευλογησουσιν εν αυτη εθνη και εν αυτω αινεσουσιν τω θεω εν ιερουσαλημ |
3 Mert így szól az Úr Júda férfiaihoz és Jeruzsálemhez: Szántsatok fel magatoknak ugart, és ne vessetek tövisek közé! | 3 οτι ταδε λεγει κυριος τοις ανδρασιν ιουδα και τοις κατοικουσιν ιερουσαλημ νεωσατε εαυτοις νεωματα και μη σπειρητε επ' ακανθαις |
4 Metélkedjetek körül az Úrnak, és távolítsátok el szívetek előbőrét, Júda férfiai és Jeruzsálem lakói! Nehogy előtörjön haragom, mint a tűz, és fellángoljon, mert nincs, aki eloltsa, tetteitek gonoszsága miatt! | 4 περιτμηθητε τω θεω υμων και περιτεμεσθε την σκληροκαρδιαν υμων ανδρες ιουδα και οι κατοικουντες ιερουσαλημ μη εξελθη ως πυρ ο θυμος μου και εκκαυθησεται και ουκ εσται ο σβεσων απο προσωπου πονηριας επιτηδευματων υμων |
5 Hirdessétek Júdában, adjátok tudtul Jeruzsálemben, és mondjátok, fújjátok meg a harsonát az országban, kiáltsatok teli torokból, és mondjátok: ‘Gyülekezzetek, és menjünk a megerősített városokba!’ | 5 αναγγειλατε εν τω ιουδα και ακουσθητω εν ιερουσαλημ ειπατε σημανατε επι της γης σαλπιγγι και κεκραξατε μεγα ειπατε συναχθητε και εισελθωμεν εις τας πολεις τας τειχηρεις |
6 Emeljetek jelzőpóznát Sion irányában, meneküljetek, meg ne álljatok, mert veszedelmet hozok észak felől, és nagy pusztulást! | 6 αναλαβοντες φευγετε εις σιων σπευσατε μη στητε οτι κακα εγω επαγω απο βορρα και συντριβην μεγαλην |
7 Előjött az oroszlán a bozótjából, és a nemzetek pusztítója elindult, kijött helyéről, hogy pusztasággá tegye országodat. Városaid romba dőlnek, lakó nélkül maradnak. | 7 ανεβη λεων εκ της μανδρας αυτου εξολεθρευων εθνη εξηρεν και εξηλθεν εκ του τοπου αυτου του θειναι την γην εις ερημωσιν και πολεις καθαιρεθησονται παρα το μη κατοικεισθαι αυτας |
8 Ezért öltsetek zsákruhát, sírjatok és jajgassatok, mert nem fordult el tőlünk az Úr izzó haragja! | 8 επι τουτοις περιζωσασθε σακκους και κοπτεσθε και αλαλαξατε διοτι ουκ απεστραφη ο θυμος κυριου αφ' υμων |
9 Ez történik majd azon a napon – mondja az Úr –: odalesz a király szíve és a fejedelmek szíve; elborzadnak a papok, és a próféták megdöbbennek.« | 9 και εσται εν εκεινη τη ημερα λεγει κυριος απολειται η καρδια του βασιλεως και η καρδια των αρχοντων και οι ιερεις εκστησονται και οι προφηται θαυμασονται |
10 Így szóltam: »Jaj, Uram, Isten! Bizony nagyon rászedted ezt a népet és Jeruzsálemet, amikor azt mondtad: ‘Békességetek lesz’, holott lelkünkig hatolt a kard!« | 10 και ειπα ω δεσποτα κυριε αρα γε απατων ηπατησας τον λαον τουτον και την ιερουσαλημ λεγων ειρηνη εσται υμιν και ιδου ηψατο η μαχαιρα εως της ψυχης αυτων |
11 Abban az időben ezt mondják majd ennek a népnek és Jeruzsálemnek: »Kopár halmok forró szele a pusztában, népem leányának útján, nem szelelésre és nem tisztításra! | 11 εν τω καιρω εκεινω ερουσιν τω λαω τουτω και τη ιερουσαλημ πνευμα πλανησεως εν τη ερημω οδος της θυγατρος του λαου μου ουκ εις καθαρον ουδ' εις αγιον |
12 Ennél erősebb szél jön felém! Most én is ítéletet mondok fölöttük.« | 12 πνευμα πληρωσεως ηξει μοι νυν δε εγω λαλω κριματα προς αυτους |
13 Íme, mint a felhők, úgy vonul fel, és mint a szélvész, olyanok a szekerei; gyorsabbak a sasoknál lovai. Jaj nekünk, mert elvesztünk! | 13 ιδου ως νεφελη αναβησεται και ως καταιγις τα αρματα αυτου κουφοτεροι αετων οι ιπποι αυτου ουαι ημιν οτι ταλαιπωρουμεν |
14 Tisztítsd meg a rossztól szívedet, Jeruzsálem, hogy megszabadulj! Meddig tartózkodnak még bensődben gonosz gondolataid? | 14 αποπλυνε απο κακιας την καρδιαν σου ιερουσαλημ ινα σωθης εως ποτε υπαρξουσιν εν σοι διαλογισμοι πονων σου |
15 Mert hírmondó hangja hallatszik Dánból, és veszedelmet hirdetőé Efraim hegyéről. | 15 διοτι φωνη αναγγελλοντος εκ δαν ηξει και ακουσθησεται πονος εξ ορους εφραιμ |
16 Figyelmeztessétek a nemzeteket: Íme, itt vannak! Hirdessétek Jeruzsálemnek: »Ostromlók jönnek a messzi földről, és kieresztik hangjukat Júda városai ellen. | 16 αναμνησατε εθνη ιδου ηκασιν αναγγειλατε εν ιερουσαλημ συστροφαι ερχονται εκ γης μακροθεν και εδωκαν επι τας πολεις ιουδα φωνην αυτων |
17 Mint mezőőrök, olyanok vele szemben körös-körül, mert nekem ellenszegült« – mondja az Úr. | 17 ως φυλασσοντες αγρον εγενοντο επ' αυτην κυκλω οτι εμου ημελησας λεγει κυριος |
18 Utad és tetteid okozták ezeket neked; ez a te gonoszságod bizony keserű, bizony a szívedig hatolt! | 18 αι οδοι σου και τα επιτηδευματα σου εποιησαν ταυτα σοι αυτη η κακια σου οτι πικρα οτι ηψατο εως της καρδιας σου |
19 A bensőm, a bensőm! Gyötrődöm! A szívem falai! Háborog bennem a szívem, nem hallgathatok, mert kürtszót hall a lelkem, harci riadót. | 19 την κοιλιαν μου την κοιλιαν μου αλγω και τα αισθητηρια της καρδιας μου μαιμασσει η ψυχη μου σπαρασσεται η καρδια μου ου σιωπησομαι οτι φωνην σαλπιγγος ηκουσεν η ψυχη μου κραυγην πολεμου |
20 Csapás csapást ért, bizony elpusztult az egész ország; hirtelen pusztultak el sátraim, egy szempillantás alatt sátorkárpitjaim. | 20 και ταλαιπωριαν συντριμμον επικαλειται οτι τεταλαιπωρηκεν πασα η γη αφνω τεταλαιπωρηκεν η σκηνη διεσπασθησαν αι δερρεις μου |
21 Meddig kell még zászlót látnom, kürtszót hallanom? | 21 εως ποτε οψομαι φευγοντας ακουων φωνην σαλπιγγων |
22 »Bizony, oktalan az én népem, nem ismernek engem; esztelen fiak ők, és nem értelmesek. Értenek ahhoz, hogy rosszat tegyenek, de jót tenni nem tudnak.« | 22 διοτι οι ηγουμενοι του λαου μου εμε ουκ ηδεισαν υιοι αφρονες εισιν και ου συνετοι σοφοι εισιν του κακοποιησαι το δε καλως ποιησαι ουκ επεγνωσαν |
23 Láttam a földet: íme, puszta és kietlen; és az eget: nincs világossága. | 23 επεβλεψα επι την γην και ιδου ουθεν και εις τον ουρανον και ουκ ην τα φωτα αυτου |
24 Láttam a hegyeket: íme, rengenek, és a halmok is mind megrendültek. | 24 ειδον τα ορη και ην τρεμοντα και παντας τους βουνους ταρασσομενους |
25 Láttam, hogy íme, nincs ember, s az ég madarai is mind elmenekültek. | 25 επεβλεψα και ιδου ουκ ην ανθρωπος και παντα τα πετεινα του ουρανου επτοειτο |
26 Láttam, hogy íme, a gyümölcsöskert puszta lett, és minden városa romba dőlt az Úr színe előtt, izzó haragja előtt. | 26 ειδον και ιδου ο καρμηλος ερημος και πασαι αι πολεις εμπεπυρισμεναι πυρι απο προσωπου κυριου και απο προσωπου οργης θυμου αυτου ηφανισθησαν |
27 Mert így szól az Úr: »Pusztasággá lesz az egész föld, bár véget nem vetek neki. | 27 ταδε λεγει κυριος ερημος εσται πασα η γη συντελειαν δε ου μη ποιησω |
28 Ezért gyászol a föld, és elsötétednek az egek odafenn; mert megmondtam, elterveztem, nem bánom meg, és nem térek el tőle.« | 28 επι τουτοις πενθειτω η γη και συσκοτασατω ο ουρανος ανωθεν διοτι ελαλησα και ου μετανοησω ωρμησα και ουκ αποστρεψω απ' αυτης |
29 Lovasok és íjászok hangja elől menekül az egész város; bemennek a sűrűségekbe, és a sziklákra másznak; minden város elhagyatott, és nem lakik bennük senki. | 29 απο φωνης ιππεως και εντεταμενου τοξου ανεχωρησεν πασα χωρα εισεδυσαν εις τα σπηλαια και εις τα αλση εκρυβησαν και επι τας πετρας ανεβησαν πασα πολις εγκατελειφθη ου κατοικει εν αυταις ανθρωπος |
30 És te, elpusztítva mit teszel majd? Öltözz bár bíborba, ékesítsd bár magad aranyékszerekkel, fesd ki bár festékkel szemedet: hiába szépíted magadat! Megvetettek téged szeretőid, életedre törnek. | 30 και συ τι ποιησεις εαν περιβαλη κοκκινον και κοσμηση κοσμω χρυσω και εαν εγχριση στιβι τους οφθαλμους σου εις ματην ο ωραισμος σου απωσαντο σε οι ερασται σου την ψυχην σου ζητουσιν |
31 Mert hangot hallok, mint vajúdó asszonyét, mint annak szorongását, aki először szül; Sion leányának hangját, aki sóhajt, és kitárja kezét: »Jaj nekem, mert kimerült a lelkem a gyilkosok miatt!« | 31 οτι φωνην ως ωδινουσης ηκουσα του στεναγμου σου ως πρωτοτοκουσης φωνη θυγατρος σιων εκλυθησεται και παρησει τας χειρας αυτης οιμμοι εγω οτι εκλειπει η ψυχη μου επι τοις ανηρημενοις |