Jeremiás könyve 13
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Így szólt hozzám az Úr: »Menj, vásárolj magadnak egy lenövet, és tedd a derekadra, de vízbe ne rakd!« | 1 ταδε λεγει κυριος βαδισον και κτησαι σεαυτω περιζωμα λινουν και περιθου περι την οσφυν σου και εν υδατι ου διελευσεται |
2 Megvásároltam az övet az Úr igéje szerint, és a derekamra tettem. | 2 και εκτησαμην το περιζωμα κατα τον λογον κυριου και περιεθηκα περι την οσφυν μου |
3 Akkor másodszor is hangzott az Úr igéje hozzám: | 3 και εγενηθη λογος κυριου προς με λεγων |
4 »Vedd az övet, melyet vásároltál, és a derekadon van! Kelj fel, menj az Eufráteszhez, és rejtsd el ott a sziklahasadékban!« | 4 λαβε το περιζωμα το περι την οσφυν σου και αναστηθι και βαδισον επι τον ευφρατην και κατακρυψον αυτο εκει εν τη τρυμαλια της πετρας |
5 Erre elmentem, és elrejtettem az Eufrátesznél, amint az Úr megparancsolta nekem. | 5 και επορευθην και εκρυψα αυτο εν τω ευφρατη καθως ενετειλατο μοι κυριος |
6 Történt pedig sok nap múltán, hogy az Úr ezt mondta nekem: »Kelj fel, menj az Eufráteszhez, és vedd el onnan az övet, melyről megparancsoltam neked, hogy rejtsd el ott!« | 6 και εγενετο μεθ' ημερας πολλας και ειπεν κυριος προς με αναστηθι βαδισον επι τον ευφρατην και λαβε εκειθεν το περιζωμα ο ενετειλαμην σοι του κατακρυψαι εκει |
7 Erre elmentem az Eufráteszhez, kiástam és elvettem az övet arról a helyről, ahova elrejtettem; de íme, az öv tönkrement, és semmire sem volt használható. | 7 και επορευθην επι τον ευφρατην ποταμον και ωρυξα και ελαβον το περιζωμα εκ του τοπου ου κατωρυξα αυτο εκει και ιδου διεφθαρμενον ην ο ου μη χρησθη εις ουθεν |
8 Akkor hangzott az Úr igéje hozzám: | 8 και εγενηθη λογος κυριου προς με λεγων |
9 »Így szól az Úr: Így fogom tönkretenni Júda büszkeségét és Jeruzsálem nagy büszkeségét. | 9 ταδε λεγει κυριος ουτω φθερω την υβριν ιουδα και την υβριν ιερουσαλημ |
10 Ez a gonosz nép, amely vonakodik meghallgatni igéimet, szíve megátalkodottsága szerint jár, és más istenek után megy, hogy azoknak szolgáljon, és előttük boruljon le, olyan lesz, mint ez az öv, mely semmire sem használható. | 10 την πολλην ταυτην υβριν τους μη βουλομενους υπακουειν των λογων μου και πορευθεντας οπισω θεων αλλοτριων του δουλευειν αυτοις και του προσκυνειν αυτοις και εσονται ωσπερ το περιζωμα τουτο ο ου χρησθησεται εις ουθεν |
11 Mert ahogy az öv az ember derekához tapad, úgy tapasztottam magamhoz Izrael egész házát és Júda egész házát – mondja az Úr –, hogy az én népem legyenek, hírnevem, dicsőségem és ékességem; – de nem hallgattak rám. | 11 οτι καθαπερ κολλαται το περιζωμα περι την οσφυν του ανθρωπου ουτως εκολλησα προς εμαυτον τον οικον του ισραηλ και παν οικον ιουδα του γενεσθαι μοι εις λαον ονομαστον και εις καυχημα και εις δοξαν και ουκ εισηκουσαν μου |
12 Mondd azért nekik ezt az igét: Így szól az Úr, Izrael Istene: Minden korsó megtelik borral. Erre majd azt mondják neked: ‘Vajon nem tudjuk-e jól, hogy minden korsó megtelik borral?’ | 12 και ερεις προς τον λαον τουτον πας ασκος πληρωθησεται οινου και εσται εαν ειπωσιν προς σε μη γνοντες ου γνωσομεθα οτι πας ασκος πληρωθησεται οινου |
13 Akkor mondd nekik: Így szól az Úr: Íme, én megtöltöm ennek az országnak minden lakóját, a Dávid trónján ülő királyokat, a papokat, a prófétákat és Jeruzsálem minden lakóját részegséggel. | 13 και ερεις προς αυτους ταδε λεγει κυριος ιδου εγω πληρω τους κατοικουντας την γην ταυτην και τους βασιλεις αυτων τους καθημενους υιους δαυιδ επι θρονου αυτου και τους ιερεις και τους προφητας και τον ιουδαν και παντας τους κατοικουντας ιερουσαλημ μεθυσματι |
14 És odacsapom őket, egyiket a másikhoz, apákat és fiakat együtt – mondja az Úr. – Nem szánakozom, nem könyörülök és nem irgalmazok: elpusztítom őket.« | 14 και διασκορπιω αυτους ανδρα και τον αδελφον αυτου και τους πατερας αυτων και τους υιους αυτων εν τω αυτω ουκ επιποθησω λεγει κυριος και ου φεισομαι και ουκ οικτιρησω απο διαφθορας αυτων |
15 Halljátok és fogjátok fel fületekkel: ne legyetek kevélyek, mert az Úr szólt! | 15 ακουσατε και ενωτισασθε και μη επαιρεσθε οτι κυριος ελαλησεν |
16 Adjatok az Úrnak, a ti Istenetek dicsőséget, mielőtt besötétedne, és mielőtt megbotlana lábatok a homályos hegyeken! Világosságra vártok, de ő halál árnyékává teszi azt, sötét felhővé változtatja. | 16 δοτε τω κυριω θεω υμων δοξαν προ του συσκοτασαι και προς του προσκοψαι ποδας υμων επ' ορη σκοτεινα και αναμενειτε εις φως και εκει σκια θανατου και τεθησονται εις σκοτος |
17 Ha nem hallgatjátok meg ezt, titokban sírni fog a lelkem a gőg miatt; könnyezve könnyezik és könnyet hullat a szemem, mert fogságba került az Úr nyája. | 17 εαν δε μη ακουσητε κεκρυμμενως κλαυσεται η ψυχη υμων απο προσωπου υβρεως και καταξουσιν οι οφθαλμοι υμων δακρυα οτι συνετριβη το ποιμνιον κυριου |
18 »Mondd a királynak és az anyakirálynénak: Alacsonyra üljetek, mert leesett fejetekről ékes koronátok! | 18 ειπατε τω βασιλει και τοις δυναστευουσιν ταπεινωθητε και καθισατε οτι καθηρεθη απο κεφαλης υμων στεφανος δοξης υμων |
19 A délvidék városai el vannak zárva, és nincs, aki megnyissa őket. Fogságba került egész Júda, fogságba került teljesen. | 19 πολεις αι προς νοτον συνεκλεισθησαν και ουκ ην ο ανοιγων απωκισθη ιουδας συνετελεσεν αποικιαν τελειαν |
20 Emeld fel szemedet, és nézd az észak felől érkezőket! Hol van a neked adott nyáj, pompás juhaid? | 20 αναλαβε οφθαλμους σου ιερουσαλημ και ιδε τους ερχομενους απο βορρα που εστιν το ποιμνιον ο εδοθη σοι προβατα δοξης σου |
21 Mit mondasz majd, amikor föléd rendeli, akiket te szoktattál oda magadhoz: bizalmas barátaidat, a fejed fölé? Vajon nem fognak el fájdalmak téged, mint a szülő asszonyt? | 21 τι ερεις οταν επισκεπτωνται σε και συ εδιδαξας αυτους επι σε μαθηματα εις αρχην ουκ ωδινες καθεξουσιν σε καθως γυναικα τικτουσαν |
22 Talán azt mondod szívedben: ‘Miért értek engem ezek?’ Sok bűnöd miatt hajtották fel ruhádat, és követtek el erőszakot rajtad. | 22 και εαν ειπης εν τη καρδια σου δια τι απηντησεν μοι ταυτα δια το πληθος της αδικιας σου ανεκαλυφθη τα οπισθια σου παραδειγματισθηναι τας πτερνας σου |
23 Vajon megváltoztathatja-e bőrét az etióp, vagy tarka csíkjait a párduc? Akkor tudtok majd ti is jót tenni, akik hozzászoktatok a gonosztevéshez. | 23 ει αλλαξεται αιθιοψ το δερμα αυτου και παρδαλις τα ποικιλματα αυτης και υμεις δυνησεσθε ευ ποιησαι μεμαθηκοτες τα κακα |
24 Szétszórom őket mint a pelyvát, amely tovaszáll a pusztai szélben. | 24 και διεσπειρα αυτους ως φρυγανα φερομενα υπο ανεμου εις ερημον |
25 Ez a te sorsod és kimért részed tőlem – mondja az Úr –, mert megfeledkeztél rólam, és a hazugságban bíztál. | 25 ουτος ο κληρος σου και μερις του απειθειν υμας εμοι λεγει κυριος ως επελαθου μου και ηλπισας επι ψευδεσιν |
26 Ezért én is felhúzom ruhádat az arcodig, hogy láthatóvá legyen szégyened: | 26 καγω αποκαλυψω τα οπισω σου επι το προσωπον σου και οφθησεται η ατιμια σου |
27 házasságtöréseid és nyihogásaid, paráznaságod gaztette. A magaslatokon, a mezőn láttam undokságaidat. Jaj neked, Jeruzsálem, nem tudsz megtisztulni! Meddig tart ez még?« | 27 και η μοιχεια σου και ο χρεμετισμος σου και η απαλλοτριωσις της πορνειας σου επι των βουνων και εν τοις αγροις εωρακα τα βδελυγματα σου ουαι σοι ιερουσαλημ οτι ουκ εκαθαρισθης οπισω μου εως τινος ετι |