Scrutatio

Domenica, 4 maggio 2025 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Jób könyve 2


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Történt pedig, amikor egyik napon eljöttek az Isten fiai és jelentkeztek az Úr előtt, a sátán is eljött közöttük és a színe elé állt;1 Ημεραν δε τινα ηλθον οι υιοι του Θεου δια να παρασταθωσιν ενωπιον του Κυριου? και μεταξυ αυτων ηλθε και ο Σατανας, δια να παρασταθη ενωπιον του Κυριου.
2 az Úr pedig megkérdezte a sátánt: »Honnan jössz?« Az ezt válaszolta: »Szerte bolyongtam a földön és bejártam azt.«2 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ποθεν ερχεσαι; Και ο Σατανας απεκριθη προς τον Κυριον και ειπε, Περιελθων την γην και εμπεριπατησας εν αυτη παρειμι.
3 És mondta az Úr a sátánnak: »Észrevetted-e szolgámat, Jóbot? Nincs a földön hozzá hasonló férfi: feddhetetlen és igaz, istenfélő és a gonosztól tartózkodó! Mindezideig ragaszkodik a jámborsághoz, holott ellene ingereltél, hogy ok nélkül sújtsam!«3 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Εβαλες τον νουν σου επι τον δουλον μου Ιωβ, οτι δεν υπαρχει ομοιος αυτου εν τη γη, ανθρωπος αμεμπτος και ευθυς, φοβουμενος τον Θεον και απεχομενος απο κακου; και ετι κρατει την ακεραιοτητα αυτου, αν και με παρωξυνας κατ' αυτου, δια να εξολοθρευσω αυτον ανευ αιτιας.
4 A sátán pedig ezt válaszolta neki: »Bőrért csak bőrt, életéért azonban mindent odaad az ember, amije csak van;4 Και απεκριθη ο Σατανας προς τον Κυριον και ειπε, Δερμα υπερ δερματος, και παντα οσα εχει ο ανθρωπος θελει δωσει υπερ της ζωης αυτου?
5 bocsásd csak rá kezedet és verd meg a csontját és a húsát, akkor majd meglátod, hogy szemtől-szembe áld ő téged.«5 πλην τωρα εκτεινον την χειρα σου και εγγισον τα οστα αυτου και την σαρκα αυτου, δια να ιδης εαν δεν σε βλασφημηση κατα προσωπον.
6 Az Úr erre azt mondta a sátánnak: »Nos, kezedbe adom őt, de kíméld az életét!«6 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ιδου, αυτος εις την χειρα σου? μονον την ζωην αυτου φυλαξον.
7 Eltávozott tehát a sátán az Úr színe elől és Jóbot undok keléssel sújtotta tetőtől talpig.7 Τοτε εξηλθεν ο Σατανας απ' εμπροσθεν του Κυριου και επαταξε τον Ιωβ με ελκος κακον απο του ιχνους των ποδων αυτου εως της κορυφης αυτου.
8 Jób a szemétdombon ülve, cseréppel kapargatta sebeit.8 Και ελαβεν εις εαυτον οστρακον, δια να ξυηται με αυτο? και εκαθητο εν μεσω της σποδου.
9 A felesége megkérdezte: »Mégis megmaradsz jámborságodban? Áldd az Istent és halj meg!«9 Τοτε ειπε προς αυτον γυνη αυτου, Ετι κρατεις την ακεραιοτητα σου; Βλασφημησον τον Θεον και αποθανε.
10 Ő erre azt felelte neki: »Balga nő módjára beszélsz! Ha a jót elvesszük Isten kezéből, a rosszat miért ne vennénk?« Mindezekben sem vétkezett Jób az ajkával.10 Ο δε ειπε προς αυτην, Ελαλησας ως λαλει μια εκ των αφρονων γυναικων? τα αγαθα μονον θελομεν δεχθη εκ του Θεου, και τα κακα δεν θελομεν δεχθη; Εν πασι τουτοις δεν ημαρτησεν ο Ιωβ με τα χειλη αυτου.
11 Jób három barátja pedig értesült mindarról a szerencsétlenségről, amely őt érte, s eljöttek hozzá, mindegyik a maga lakóhelyéről: a temáni Elifáz, a súhi Bildád és a naámai Szófár; megegyeztek ugyanis, hogy együtt elmennek, felkeresik és megvigasztalják.11 Ακουσαντες δε οι τρεις φιλοι του Ιωβ παντα ταυτα τα κακα τα επελθοντα επ' αυτον, ηλθον εκαστος εκ του τοπου αυτου? Ελιφας ο Θαιμανιτης και Βιλδαδ ο Σαυχιτης και Σωφαρ ο Νααμαθιτης? διοτι ειχον συμφωνησει να ελθωσιν ομου, δια να συλλυπηθωσιν αυτον και να παρηγορησωσιν αυτον.
12 Amikor pedig még távolról felemelték szemüket, meg sem ismerték, mire fennhangon sírni kezdtek, megszaggatták ruhájukat és port hintettek fejük fölött az ég felé.12 Και οτε εσηκωσαν τους οφθαλμους αυτων μακροθεν και δεν εγνωρισαν αυτον, υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν? και διεσχισαν εκαστος το ιματιον αυτου και ερριψαν χωμα επι τας κεφαλας αυτων προς τον ουρανον.
13 Azután hét napon és hét éjjelen át a földön ültek vele és egyikük sem szólt hozzá egy szót sem, mert látták, hogy igen nagy a fájdalma.13 Και εκαθησαν μετ' αυτου κατα γης επτα ημερας και επτα νυκτας, και ουδεις ελαλησε λογον προς αυτον, διοτι εβλεπον οτι ο πονος αυτου ητο μεγας σφοδρα.