Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Nehemiás könyve 6


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor meghallotta Szanballát, Tóbiás, az arab Gósem meg a többi ellenségünk, hogy felépítettem a falat, és nincs többé rés rajta (akkoriban már csak a kapuszárnyakat nem szereltem még fel),1 Καθως δε ηκουσαν ο Σαναβαλλατ και ο Τωβιας και ο Γησεμ ο Αραψ και οι λοιποι εκ των εχθρων ημων, οτι εγω ωκοδομησα το τειχος και δεν εμεινε πλεον χαλασμα εις αυτο, αν και μεχρις εκεινου του καιρου θυρας δεν εστησα επι των πυλων,
2 elküldtek hozzám Szanballát és Gósem ezzel az üzenettel: »Jöjj, találkozzunk Kefirimben az Onó völgyében.« Ők azonban azt tervezték, hogy gonosz dolgot cselekszenek velem.2 ο Σαναβαλλατ και ο Γησεμ απεστειλαν προς εμε, λεγοντες, Ελθετε, και ας συναχθωμεν ομου εις τινα εκ των κωμων εν τη πεδιαδι Ωνω. Εβουλευοντο δε να καμωσιν εις εμε κακον.
3 Erre én követeket küldtem hozzájuk, ezzel az üzenettel: »Nagy munkán dolgozom. Nem mehetek le, mert az visszamaradna, ha elindulnék és lemennék hozzátok.«3 Και απεστειλα μηνυτας προς αυτους, λεγων, Εργον μεγα καμνω και δεν δυναμαι να καταβω? δια τι να παυση το εργον, οταν εγω αφησας αυτο καταβω προς εσας;
4 Négyszer küldtek ilyen módon hozzám, én azonban a fenti szavakkal válaszoltam nekik.4 Και απεστειλαν προς εμε τετρακις κατα τον τροπον τουτον? και εγω απεκριθην προς αυτους κατα τον αυτον τροπον.
5 Sőt Szanballát az előbb említett üzenettel ötödször is elküldte hozzám emberét, és ez nyílt levelet hozott kezében, amelyben ezt írta:5 Τοτε ο Σαναβαλλατ απεστειλε προς εμε τον δουλον αυτου κατα τον αυτον τροπον, πεμπτην φοραν, με ανοικτην επιστολην εις την χειρα αυτου?
6 »A népek között úgy hallatszik, Gesem is mondta, hogy te meg a zsidók lázadást szítotok, és azért építed a falat, mert királyuk akarsz lenni. Ennek okáért6 εν η ητο γεγραμμενον, Ηκουσθη μεταξυ των εθνων, και ο Γασμου λεγει, οτι συ και οι Ιουδαιοι βουλευεσθε να επαναστατησητε? δια τουτο συ οικοδομεις το τειχος, δια να γεινης βασιλευς αυτων, κατα τους λογους τουτους?
7 prófétákat is fogadtál, hogy hirdessék és mondják felőled Jeruzsálemben: ‘Király van Júdeában!’ Ez a dolog el fog jutni a király füléhez, azért jöjj, tanácskozzunk egymással!«7 ετι διωρισας προφητας, να κηρυττωσι περι σου εν Ιερουσαλημ, λεγοντες, Ειναι βασιλευς εν Ιουδα? και τωρα θελει απαγγελθη προς τον βασιλεα κατα τους λογους τουτους? ελθε λοιπον τωρα, και ας συμβουλευθωμεν ομου.
8 Én azonban elküldtem hozzájuk és ezt üzentem: »Nem úgy történt, mint ahogyan te előadod. Magad találtad azt ki.«8 Τοτε απεστειλα προς αυτον, λεγων, Δεν ειναι τοιαυτα πραγματα καθως συ λεγεις, αλλα συ πλαττεις αυτα εκ της καρδιας σου.
9 Így ijesztgettek minket mindnyájan abban a reményben, hogy »kezünk eláll majd a munkától és abbahagyjuk azt.« Kezem azonban éppen ezért még több erőre kapott.9 Διοτι παντες ουτοι εφοβεριζον ημας, λεγοντες, Θελουσιν εξασθενησει αι χειρες αυτων απο του εργου, και δεν θελει εκτελεσθη. Τωρα λοιπον, Θεε, κραταιωσον τας χειρας μου.
10 Amikor pedig elmentem annak a Semajának a házába, aki Metabeél fiának, Dalájának volt a fia, ő így szólt hozzám: »Tárgyaljunk inkább az Isten házában egymással, a templom bensejében, és zárjuk be az épület kapuit, mert eljönnek majd, hogy megöljenek, éspedig éjjel fognak eljönni, hogy meggyilkoljanak téged.«10 Και εγω υπηγα εις την οικιαν του Σεμαια, υιου του Δαλαια, υιου του Μεεταβεηλ, οστις ητο κεκλεισμενος? και ειπεν, Ας συνελθωμεν ομου εις τον οικον του Θεου, εντος του ναου, και ας κλεισωμεν τας θυρας του ναου? διοτι αυτοι ερχονται να σε φονευσωσι? ναι, την νυκτα ερχονται να σε φονευσωσιν.
11 Én azonban így feleltem: »Hogyan menekülhetne olyan ember, mint én? Hogyan tehetné be magamfajta ember a lábát a templomba anélkül, hogy életét veszítené? Nem lépek be.«11 Αλλ' εγω απεκριθην, Ανθρωπος οποιος εγω ηθελον φυγει; και τις, οποιος εγω, ηθελεν εισελθει εις τον ναον δια να σωση την ζωην αυτου; δεν θελω εισελθει.
12 Megértettem ugyanis, hogy nem az Isten küldte őt, hanem azért mondta ezt a hamis jövendölést rólam, mert Tóbiás meg Szanballát felbérelték őt.12 Και ιδου, εγνωρισα οτι ο Θεος δεν απεστειλεν αυτον να προφερη την προφητειαν ταυτην εναντιον μου? αλλ' οτι ο Τωβιας και ο Σαναβαλλατ εμισθωσαν αυτον.
13 Pénzt kapott ugyanis, hogy én ijedtemben olyasmit tegyek, ami bűn, és így legyen valami rossz, amit terhemre róhatnak.13 Δια τουτο ητο μεμισθωμενος, δια να φοβηθω και να καμω ουτω και να αμαρτησω, και να εχωσιν αφορμην να κακολογησωσι, δια να με ονειδισωσι.
14 Tudd be, Uram, Tóbiásnak és Szanballátnak ilyesféle cselekedeteiket, de Noádja prófétának, meg a többi prófétának is, akik ijesztgettek engem.14 Μνησθητι, Θεε μου, του Τωβια και του Σαναβαλλατ κατα τα εργα αυτων ταυτα, και ετι της προφητισσης Νωαδιας και των λοιπων προφητων, οιτινες με εφοβεριζον.
15 Elkészült tehát a fal Elul hónap huszonötödik napján, ötvenkét nap alatt.15 Ουτω συνετελεσθη το τειχος κατα την εικοστην πεμπτην του μηνος Ελουλ, εν πεντηκοντα δυο ημεραις.
16 Amikor ellenségeink mindannyian meghallották, hogy félelem fogott el minden népet, amely körülöttünk volt, az ő büszkeségük is összeomlott, és megtudták, hogy Isten vitte véghez ezt a művet.16 Και οτε ηκουσαν παντες οι εχθροι ημων, τοτε εφοβηθησαν παντα τα εθνη τα περιξ ημων, και εταπεινωθησαν σφοδρα εις τους οφθαλμους εαυτων? διοτι εγνωρισαν οτι παρα του Θεου ημων εγεινε το εργον τουτο.
17 Abban az időben a zsidók sok előkelő emberétől ment levél Tóbiáshoz és Tóbiástól is jött őhozzájuk.17 Προσετι εν ταις ημεραις εκειναις οι προκριτοι του Ιουδα επεμπον συνεχως τας επιστολας αυτων προς τον Τωβιαν, και αι του Τωβια ηρχοντο προς αυτους.
18 Sokan voltak ugyanis Júdeában, akik esküvel kötelezték le magukat neki, hiszen ő Área fiának, Sekenjának veje volt, fia Johanán pedig Berekja fiának, Mesullámnak leányát vette el feleségül.18 Διοτι ησαν εν τω Ιουδα πολλοι ωρκισμενοι εις αυτον, επειδη ητο γαμβρος του Σεχανια, υιου του Αραχ? και Ιωαναν ο υιος αυτου ειχε λαβει την θυγατερα του Μεσουλλαμ, υιου του Βαραχιου.
19 Még magasztalták is előttem és szavaimat hírül vitték neki. Tóbiás pedig leveleket küldözgetett, hogy megfélemlítsen engem.19 Μαλιστα διηγουντο ενωπιον μου τας αγαθοεργιας αυτου, και ανεφερον προς αυτον τους λογους μου. Και ο Τωβιας εστελλεν επιστολας δια να με φοβεριζη.