Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Királyok második könyve 7


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Azt mondta erre Elizeus: »Halljátok az Úr szavát: Ezt üzeni az Úr: Holnap ilyenkor egy mérő lisztláng egy sékel s két mérő árpa egy sékel lesz Szamaria kapujában.«1 και ειπεν ελισαιε ακουσον λογον κυριου ταδε λεγει κυριος ως η ωρα αυτη αυριον μετρον σεμιδαλεως σικλου και διμετρον κριθων σικλου εν ταις πυλαις σαμαρειας
2 Erre azt felelte az Isten emberének az egyik főtiszt, az, akinek a kezére a király támaszkodott: »Még ha az Úr zsilipeket csinálna is az égre, bekövetkezhetnék-e az, amit beszélsz?« Erre ő azt mondta: »Saját szemeddel fogod látni, de nem eszel belőle.«2 και απεκριθη ο τριστατης εφ' ον ο βασιλευς επανεπαυετο επι την χειρα αυτου τω ελισαιε και ειπεν ιδου ποιησει κυριος καταρρακτας εν ουρανω μη εσται το ρημα τουτο και ελισαιε ειπεν ιδου συ οψη τοις οφθαλμοις σου και εκειθεν ου φαγη
3 Volt mármost a kapu bejárata előtt négy poklos férfi. Ezek azt mondták egymásnak: »Mit maradjunk itt, amíg meg nem halunk?3 και τεσσαρες ανδρες ησαν λεπροι παρα την θυραν της πολεως και ειπεν ανηρ προς τον πλησιον αυτου τι ημεις καθημεθα ωδε εως αποθανωμεν
4 Ha bemegyünk a városba, akkor is éhen halunk, ha itt maradunk, akkor is meg kell halnunk. Gyertek tehát, szökjünk át Szíria táborába: ha megkegyelmeznek nekünk, életben maradunk, ha pedig meg akarnak ölni, hát akkor meghalunk.«4 εαν ειπωμεν εισελθωμεν εις την πολιν και ο λιμος εν τη πολει και αποθανουμεθα εκει και εαν καθισωμεν ωδε και αποθανουμεθα και νυν δευτε και εμπεσωμεν εις την παρεμβολην συριας εαν ζωογονησωσιν ημας και ζησομεθα και εαν θανατωσωσιν ημας και αποθανουμεθα
5 Estefelé fel is kerekedtek, hogy Szíria táborába menjenek. Amikor azonban Szíria táborának széléhez jutottak, nem találtak ott senkit sem.5 και ανεστησαν εν τω σκοτει εισελθειν εις την παρεμβολην συριας και ηλθον εις μερος της παρεμβολης συριας και ιδου ουκ εστιν ανηρ εκει
6 Az Úr ugyanis harci szekereknek, lovaknak s nagy hadseregnek lármáját hallatta a szíriaiak táborában, mire azok azt mondták egymásnak: »Íme, Izrael királya felbérelte ellenünk a hetiták s az egyiptomiak királyait s azok jönnek ránk.«6 και κυριος ακουστην εποιησεν την παρεμβολην συριας φωνην αρματος και φωνην ιππου και φωνην δυναμεως μεγαλης και ειπεν ανηρ προς τον αδελφον αυτου νυν εμισθωσατο εφ' ημας βασιλευς ισραηλ τους βασιλεας των χετταιων και τους βασιλεας αιγυπτου του ελθειν εφ' ημας
7 Erre felkerekedtek s a szürkületben elfutottak s ott hagyták sátraikat, lovaikat, szamaraikat a táborban, s megfutamodva csak arra törekedtek, hogy életüket megmentsék.7 και ανεστησαν και απεδρασαν εν τω σκοτει και εγκατελιπαν τας σκηνας αυτων και τους ιππους αυτων και τους ονους αυτων εν τη παρεμβολη ως εστιν και εφυγον προς την ψυχην εαυτων
8 Így tehát, amikor azok a poklosok a tábor széléhez jutottak, bementek az egyik sátorba, ettek és ittak, majd kivittek onnan ezüstöt, aranyat, ruhát és elmentek s elrejtették; aztán visszatértek egy másik sátorba s onnan szintén elhordták ezeket és elrejtették.8 και εισηλθον οι λεπροι ουτοι εως μερους της παρεμβολης και εισηλθον εις σκηνην μιαν και εφαγον και επιον και ηραν εκειθεν αργυριον και χρυσιον και ιματισμον και επορευθησαν και επεστρεψαν και εισηλθον εις σκηνην αλλην και ελαβον εκειθεν και επορευθησαν και κατεκρυψαν
9 Majd azt mondták egymásnak: »Nem cselekszünk helyesen! Ez a nap ugyanis jó hír napja. Ha hallgatunk s reggelig hírül nem visszük, bűnnel fognak vádolni minket. Gyertek, menjünk s jelentsük a király udvarában.«9 και ειπεν ανηρ προς τον πλησιον αυτου ουχ ουτως ημεις ποιουμεν η ημερα αυτη ημερα ευαγγελιας εστιν και ημεις σιωπωμεν και μενομεν εως φωτος του πρωι και ευρησομεν ανομιαν και νυν δευρο και εισελθωμεν και αναγγειλωμεν εις τον οικον του βασιλεως
10 Amikor aztán eljutottak a város kapujához, elbeszélték a kapuőröknek: »Elmentünk Szíria táborába s nem találtunk ott egyetlen embert sem, csak kikötött lovakat és szamarakat s felütött sátrakat.«10 και εισηλθον και εβοησαν προς την πυλην της πολεως και ανηγγειλαν αυτοις λεγοντες εισηλθομεν εις την παρεμβολην συριας και ιδου ουκ εστιν εκει ανηρ και φωνη ανθρωπου οτι ει μη ιππος δεδεμενος και ονος και αι σκηναι αυτων ως εισιν
11 Elmentek erre a kapuőrök s jelentették benn a király palotájában.11 και εβοησαν οι θυρωροι και ανηγγειλαν εις τον οικον του βασιλεως εσω
12 Ő még éjjel felkelt, és azt mondta szolgáinak: »Megmondom nektek, mit akarnak velünk a szírek: tudják, hogy éhséget szenvedünk s azért kivonultak a táborból s elrejtőztek a mezőn, s ezt mondták: ‘Ha kijönnek a városból, megfogjuk őket elevenen s akkor bemehetünk a városba.’«12 και ανεστη ο βασιλευς νυκτος και ειπεν προς τους παιδας αυτου αναγγελω δη υμιν α εποιησεν ημιν συρια εγνωσαν οτι πεινωμεν ημεις και εξηλθαν εκ της παρεμβολης και εκρυβησαν εν τω αγρω λεγοντες οτι εξελευσονται εκ της πολεως και συλλημψομεθα αυτους ζωντας και εις την πολιν εισελευσομεθα
13 Egyik szolgája erre azt felelte: »Vegyük azt az öt lovat, amely még megmaradt a városban (ennyi van csak ugyanis Izrael egész sokaságánál, mert a többi elfogyott) s küldjünk ki s akkor kipuhatolhatjuk a dolgot.«13 και απεκριθη εις των παιδων αυτου και ειπεν λαβετωσαν δη πεντε των ιππων των υπολελειμμενων οι κατελειφθησαν ωδε ιδου εισιν προς παν το πληθος ισραηλ το εκλειπον και αποστελουμεν εκει και οψομεθα
14 Elő is hoztak két fogatot s a király kiküldött a szírek táborába, s ezt mondta: »Menjetek s nézzétek meg.«14 και ελαβον δυο επιβατας ιππων και απεστειλεν ο βασιλευς ισραηλ οπισω του βασιλεως συριας λεγων δευτε και ιδετε
15 Erre ők utánuk nyomultak egészen a Jordánig s íme, az egész út tele volt azokkal a ruhákkal és holmikkal, amelyeket a szírek ijedtükben eldobáltak. Amikor aztán a követek visszatértek, jelentették ezt a királynak.15 και επορευθησαν οπισω αυτων εως του ιορδανου και ιδου πασα η οδος πληρης ιματιων και σκευων ων ερριψεν συρια εν τω θαμβεισθαι αυτους και επεστρεψαν οι αγγελοι και ανηγγειλαν τω βασιλει
16 Erre a nép kivonult s kifosztotta a szír tábort s egy mérő lisztláng egy sékel s két mérő árpa egy sékel lett az Úr szava szerint.16 και εξηλθεν ο λαος και διηρπασεν την παρεμβολην συριας και εγενετο μετρον σεμιδαλεως σικλου και διμετρον κριθων σικλου κατα το ρημα κυριου
17 Közben a király azt a főtisztet rendelte a kapuhoz, akinek kezére támaszkodott. Ezt a néptömeg összetaposta a kapuban, úgyhogy meghalt, amint az Isten embere megmondta, amikor a király lement hozzá.17 και ο βασιλευς κατεστησεν τον τριστατην εφ' ον ο βασιλευς επανεπαυετο επι τη χειρι αυτου επι της πυλης και συνεπατησεν αυτον ο λαος εν τη πυλη και απεθανεν καθα ελαλησεν ο ανθρωπος του θεου ος ελαλησεν εν τω καταβηναι τον αγγελον προς αυτον
18 Beteljesedett tehát az Isten emberének az a szava, amelyet a királynak mondott, amikor azt mondta: »Két mérő árpa egy sékel és egy mérő lisztláng egy sékel lesz holnap ilyenkor Szamaria kapujában.«18 και εγενετο καθα ελαλησεν ελισαιε προς τον βασιλεα λεγων διμετρον κριθης σικλου και μετρον σεμιδαλεως σικλου και εσται ως η ωρα αυτη αυριον εν τη πυλη σαμαρειας
19 Ugyanakkor az a főtiszt azt felelte és azt mondta az Isten emberének: »Még ha zsilipeket csinálna is az Úr az égre, bekövetkezhetnék-e az, amit beszélsz«, s ő azt mondta neki: »Saját szemeddel fogod látni, de nem eszel belőle.«19 και απεκριθη ο τριστατης τω ελισαιε και ειπεν ιδου κυριος ποιει καταρρακτας εν τω ουρανω μη εσται το ρημα τουτο και ειπεν ελισαιε ιδου οψη τοις οφθαλμοις σου και εκειθεν ου φαγη
20 Úgy is történt tehát vele, amint ő megjövendölte: összetaposta a nép a kapuban, úgyhogy meghalt.20 και εγενετο ουτως και συνεπατησεν αυτον ο λαος εν τη πυλη και απεθανεν