Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Királyok első könyve 19


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Ácháb azonban elbeszélte Jezabelnek mindazt, amit Illés cselekedett, s hogy mi módon ölte meg az összes prófétát a kard által.1 και ανηγγειλεν αχααβ τη ιεζαβελ γυναικι αυτου παντα α εποιησεν ηλιου και ως απεκτεινεν τους προφητας εν ρομφαια
2 Erre Jezabel követet küldött Illéshez ezzel az üzenettel: »Sújtsanak engem az istenek, most és mindenkor, ha holnap ilyenkorra olyanná nem teszem életedet, mint amilyen azok bármelyikének élete.«2 και απεστειλεν ιεζαβελ προς ηλιου και ειπεν ει συ ει ηλιου και εγω ιεζαβελ ταδε ποιησαι μοι ο θεος και ταδε προσθειη οτι ταυτην την ωραν αυριον θησομαι την ψυχην σου καθως ψυχην ενος εξ αυτων
3 Megijedt erre Illés és felkelt, s elment, amerre éppen akarata vitte. A júdai Beersebába érve, otthagyta legényét,3 και εφοβηθη ηλιου και ανεστη και απηλθεν κατα την ψυχην εαυτου και ερχεται εις βηρσαβεε την ιουδα και αφηκεν το παιδαριον αυτου εκει
4 maga pedig egy napi járásnyira bement a pusztába. Miután beért, s egy borókafenyő alá leült, azt kívánta magának, hogy haljon meg. Így szólt: »Elég volt, Uram, vedd el életemet, mert én sem vagyok jobb, mint atyáim.«4 και αυτος επορευθη εν τη ερημω οδον ημερας και ηλθεν και εκαθισεν υπο ραθμ εν και ητησατο την ψυχην αυτου αποθανειν και ειπεν ικανουσθω νυν λαβε δη την ψυχην μου απ' εμου κυριε οτι ου κρεισσων εγω ειμι υπερ τους πατερας μου
5 Majd lefeküdt és elaludt a borókafenyő árnyában. Ekkor, íme, az Úr angyala megérintette és azt mondta neki: »Kelj fel, s egyél.«5 και εκοιμηθη και υπνωσεν εκει υπο φυτον και ιδου τις ηψατο αυτου και ειπεν αυτω αναστηθι και φαγε
6 Odatekintett, s íme, egy hamuban sült lepény és egy edény víz volt a fejénél; evett tehát és ivott, s ismét elaludt.6 και επεβλεψεν ηλιου και ιδου προς κεφαλης αυτου εγκρυφιας ολυριτης και καψακης υδατος και ανεστη και εφαγεν και επιεν και επιστρεψας εκοιμηθη
7 Ekkor másodszor is eljött az Úr angyala, s megérintette és azt mondta neki: »Kelj fel, egyél, mert nagy út vár rád.«7 και επεστρεψεν ο αγγελος κυριου εκ δευτερου και ηψατο αυτου και ειπεν αυτω αναστα φαγε οτι πολλη απο σου η οδος
8 Ő felkelt, evett és ivott, s ennek az ételnek az erejével negyven nap és negyven éjjel ment, egészen az Isten hegyéig, a Hórebig.8 και ανεστη και εφαγεν και επιεν και επορευθη εν τη ισχυι της βρωσεως εκεινης τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας εως ορους χωρηβ
9 Amikor odaért, megszállt a barlangban. Ekkor íme, az Úr szózatot intézett hozzá, e szavakkal: »Mit művelsz itt, Illés?«9 και εισηλθεν εκει εις το σπηλαιον και κατελυσεν εκει και ιδου ρημα κυριου προς αυτον και ειπεν τι συ ενταυθα ηλιου
10 Ő azt felelte rá: »Nagyon buzgólkodtam az Úrért, a Seregek Istenéért, mert Izrael fiai elhagyták szövetségedet, lerontották oltáraidat, megölték prófétáidat karddal, egyedül én maradtam meg, s most nekem is életemre törnek, hogy elvegyék.«10 και ειπεν ηλιου ζηλων εζηλωκα τω κυριω παντοκρατορι οτι εγκατελιπον σε οι υιοι ισραηλ τα θυσιαστηρια σου κατεσκαψαν και τους προφητας σου απεκτειναν εν ρομφαια και υπολελειμμαι εγω μονωτατος και ζητουσι την ψυχην μου λαβειν αυτην
11 Azt mondta erre neki: »Jöjj ki, s állj a hegyre az Úr elé,« s íme, ott elvonul az Úr, s az Úr előtt nagy és erős szélvész, amely hegyeket forgat fel és sziklákat zúz össze, s a szélvészben nincs az Úr – s a szélvész után földrengés, s a földrengésben nincs az Úr –11 και ειπεν εξελευση αυριον και στηση ενωπιον κυριου εν τω ορει ιδου παρελευσεται κυριος και πνευμα μεγα κραταιον διαλυον ορη και συντριβον πετρας ενωπιον κυριου ουκ εν τω πνευματι κυριος και μετα το πνευμα συσσεισμος ουκ εν τω συσσεισμω κυριος
12 s a földrengés után tűz, s a tűzben nincs az Úr – s a tűz után enyhe szellő susogása.12 και μετα τον συσσεισμον πυρ ουκ εν τω πυρι κυριος και μετα το πυρ φωνη αυρας λεπτης κακει κυριος
13 Amikor ezt Illés meghallotta, palástjával eltakarta arcát, s kiment, s kiállt a barlang ajtajába. Ekkor íme, egy hang szólt hozzá, s azt mondta: »Mit művelsz itt, Illés?«13 και εγενετο ως ηκουσεν ηλιου και επεκαλυψεν το προσωπον αυτου εν τη μηλωτη εαυτου και εξηλθεν και εστη υπο το σπηλαιον και ιδου προς αυτον φωνη και ειπεν τι συ ενταυθα ηλιου
14 Ő azt felelte rá: »Nagyon buzgólkodtam az Úrért, a seregek Istenéért, mert Izrael fiai elhagyták szövetségedet, lerontották oltáraidat, prófétáidat megölték karddal, egyedül én maradtam meg, s most nekem is életemre törnek, hogy elvegyék.«14 και ειπεν ηλιου ζηλων εζηλωκα τω κυριω παντοκρατορι οτι εγκατελιπον την διαθηκην σου οι υιοι ισραηλ τα θυσιαστηρια σου καθειλαν και τους προφητας σου απεκτειναν εν ρομφαια και υπολελειμμαι εγω μονωτατος και ζητουσι την ψυχην μου λαβειν αυτην
15 Azt mondta erre neki az Úr: »Eredj, s térj vissza utadon a pusztán át Damaszkuszba, s ha odaérsz, kend fel Házaélt Szíria királyává,15 και ειπεν κυριος προς αυτον πορευου αναστρεφε εις την οδον σου και ηξεις εις την οδον ερημου δαμασκου και χρισεις τον αζαηλ εις βασιλεα της συριας
16 Jéhut, Námsi fiát pedig kend fel Izrael királyává, Elizeust, az ábelmehulai Sáfát fiát pedig kend fel prófétává a te helyedbe.16 και τον ιου υιον ναμεσσι χρισεις εις βασιλεα επι ισραηλ και τον ελισαιε υιον σαφατ απο αβελμαουλα χρισεις εις προφητην αντι σου
17 Így az fog történni, hogy aki megmenekül Házaél kardjától, azt Jéhu öli meg, s aki megmenekül Jéhu kardjától, azt Elizeus öli meg.17 και εσται τον σωζομενον εκ ρομφαιας αζαηλ θανατωσει ιου και τον σωζομενον εκ ρομφαιας ιου θανατωσει ελισαιε
18 Csak hétezer embert hagyok meg magamnak Izraelben, azokat, akiknek térde nem hajolt meg Baál előtt, s akiknek ajka nem hódolt kézcsókkal neki.«18 και καταλειψεις εν ισραηλ επτα χιλιαδας ανδρων παντα γονατα α ουκ ωκλασαν γονυ τω βααλ και παν στομα ο ου προσεκυνησεν αυτω
19 Elindult tehát onnan Illés és ráakadt Elizeusra, Sáfát fiára, aki éppen szántatott tizenkét iga marhával, s maga is egyike volt azoknak, akik a tizenkét iga marhával szántottak. Erre Illés odament hozzá, s rávetette palástját.19 και απηλθεν εκειθεν και ευρισκει τον ελισαιε υιον σαφατ και αυτος ηροτρια εν βουσιν δωδεκα ζευγη βοων ενωπιον αυτου και αυτος εν τοις δωδεκα και επηλθεν επ' αυτον και επερριψε την μηλωτην αυτου επ' αυτον
20 Ő tüstént otthagyta a barmokat, s utána futott Illésnek, s azt mondta: »Hadd csókoljam meg, kérlek, apámat s anyámat, s aztán majd követlek.« Ő azt mondta neki: »Eredj csak és térj vissza, mert ami az én dolgom volt, megtettem veled.«20 και κατελιπεν ελισαιε τας βοας και κατεδραμεν οπισω ηλιου και ειπεν καταφιλησω τον πατερα μου και ακολουθησω οπισω σου και ειπεν ηλιου αναστρεφε οτι πεποιηκα σοι
21 Miután visszatért tőle, vett egy iga marhát, levágta, a marhák ekéjével megfőzte a húst, odaadta a népnek, hogy egyenek, aztán felkelt, elment, s követte Illést, s a szolgája lett.21 και ανεστρεψεν εξοπισθεν αυτου και ελαβεν τα ζευγη των βοων και εθυσεν και ηψησεν αυτα εν τοις σκευεσι των βοων και εδωκεν τω λαω και εφαγον και ανεστη και επορευθη οπισω ηλιου και ελειτουργει αυτω