Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 12


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Elküldte tehát az Úr Nátánt Dávidhoz. Amikor odaért hozzá, azt mondta neki: »Két ember volt egy városban: az egyik gazdag, a másik szegény.1 Και απεστειλεν ο Κυριος τον Ναθαν προς τον Δαβιδ. Και ηλθε προς αυτον και ειπε προς αυτον, Ησαν δυο ανδρες εν πολει τινι, ο εις πλουσιος, ο δε αλλος πτωχος.
2 A gazdagnak igen sok juha és marhája volt,2 Ο πλουσιος ειχε ποιμνια και βουκολια πολλα σφοδρα?
3 a szegénynek azonban nem volt semmije sem, csak egy kis nőstény báránykája, amelyet ő vásárolt és táplált, s amely nála, fiaival együtt nőtt fel, a kenyeréből evett, a poharából ivott, az ölében aludt, s olyan volt neki, mintha a lánya lett volna.3 ο δε πτωχος δεν ειχεν αλλο, ειμη μιαν μικραν αμναδα, την οποιαν ηγορασε και εθρεψε? και εμεγαλωσε μετ' αυτου και μετα των τεκνων αυτου ομου? απο του αρτου αυτου ετρωγε, και απο του ποτηριου αυτου επινε, και εν τω κολπω αυτου εκοιματο, και ητο εις αυτον ως θυγατηρ.
4 Amikor aztán egyszer vendég érkezett a gazdaghoz, az nem akart a maga juhaiból s marháiból venni, hogy lakomát szerezzen a hozzá érkezett utasnak, hanem fogta a szegény ember bárányát, s azt készítette el eledelül a hozzá érkezett embernek.«4 Ηλθε δε τις διαβατης προς τον πλουσιον και εφειδωλευθη να λαβη εκ των ποιμνιων αυτου και εκ των αγελων αυτου, δια να ετοιμαση εις τον οδοιπορον τον ελθοντα προς αυτον, και ελαβε την αμναδα του πτωχου και ητοιμασεν αυτην δια τον ανθρωπον τον ελθοντα προς αυτον.
5 Igen nagy haragra gerjedt erre Dávid az ellen az ember ellen, s azt mondta Nátánnak: »Az Úr életére mondom, hogy halál fia az az ember, aki ezt cselekedte.5 Και εξηφθη η οργη του Δαβιδ κατα του ανθρωπου σφοδρα? και ειπε προς τον Ναθαν, Ζη Κυριος, αξιος θανατου ειναι ο ανθρωπος, οστις επραξε τουτο?
6 Négyszeresen térítse vissza a bárányt, mivelhogy ezt cselekedte és könyörtelenül járt el.«6 και θελει πληρωσει την αμναδα τετραπλασιον, επειδη επραξε το πραγμα τουτο και επειδη δεν εσπλαγχνισθη.
7 Azt mondta erre Nátán Dávidnak: »Te vagy az az ember! Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Én felkentelek Izrael királyává, megszabadítottalak Saul kezéből,7 Και ειπεν ο Ναθαν προς τον Δαβιδ, Συ εισαι ο ανθρωπος? ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Εγω σε εχρισα βασιλεα επι τον Ισραηλ, και εγω σε ηλευθερωσα εκ χειρος του Σαουλ?
8 neked adtam urad házát, öledbe adtam urad feleségeit, neked adtam Izrael és Júda házát, s ha ez még kevés volt, sokkal többet is adtam volna neked.8 και εδωκα εις σε τον οικον του κυριου σου και τας γυναικας του κυριου σου εις τον κολπον σου, και εδωκα εις σε τον οικον του Ισραηλ και του Ιουδα? και εαν τουτο ητο ολιγον, ηθελον προσθεσει εις σε τοιαυτα και τοιαυτα?
9 Miért vetted hát semmibe az Úr szavát, olyasmit cselekedve, ami gonosz az én színem előtt?! A hetita Uriást megöletted karddal, feleségét feleségül vetted, Ammon fiainak kardja által ölted meg őt!9 δια τι κατεφρονησας τον λογον του Κυριου, ωστε να πραξης το κακον εις τους οφθαλμους αυτου; Ουριαν τον Χετταιον επαταξας εν ρομφαια, και την γυναικα αυτου ελαβες εις σεαυτον γυναικα, και αυτον εθανατωσας εν τη ρομφαια των υιων Αμμων?
10 Ne távozzék tehát a kard sohasem házadtól, mivel semmibe sem vettél engem, s elvetted a hetita Uriás feleségét, hogy a te feleséged legyen.10 τωρα λοιπον δεν θελει αποσυρθη ποτε ρομφαια εκ του οικου σου? επειδη με κατεφρονησας και ελαβες την γυναικα Ουριου του Χετταιου, δια να ηναι γυνη σου.
11 Ezt üzeni ezért az Úr: Íme, saját házadból támasztok bajt ellened, szemed előtt veszem el feleségeidet, és adom oda vetélytársadnak. Az feleségeiddel fog hálni a nap színe alatt.11 Ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, θελω επεγειρει εναντιον σου κακα εκ του οικου σου, και θελω λαβει τας γυναικας σου εμπροσθεν των οφθαλμων σου και δωσει αυτας εις τον πλησιον σου, και θελει κοιμηθη μετα των γυναικων σου ενωπιον του ηλιου τουτου?
12 Te ugyanis titokban cselekedtél, én azonban egész Izrael színe előtt s a nap színe alatt váltom valóra ezt a dolgot.«12 διοτι συ επραξας κρυφιως? αλλ' εγω θελω καμει τουτο το πραγμα εμπροσθεν παντος του Ισραηλ και κατεναντι του ηλιου.
13 Azt mondta ekkor Dávid Nátánnak: »Vétkeztem az Úr ellen!« Azt mondta erre Nátán Dávidnak: »Az Úr meg is bocsátotta bűnödet: nem lakolsz halállal;13 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ναθαν, Ημαρτησα εις τον Κυριον. Ο δε Ναθαν ειπε προς τον Δαβιδ, Και ο Κυριος παρεβλεψε το αμαρτημα σου? δεν θελεις αποθανει?
14 mindazonáltal, mivel e dolog által alkalmat adtál az Úr ellenségeinek a káromlásra, fiad, aki született neked, meghal.«14 επειδη ομως δια ταυτης της πραξεως εδωκας μεγαλην αφορμην εις τους εχθρους του Κυριου να βλασφημωσι, δια τουτο το παιδιον το γεννηθεν εις σε εξαπαντος θελει αποθανει.
15 Nátán erre visszatért házába. Meg is verte az Úr azt a gyermeket, akit Uriás felesége szült Dávidnak, úgyhogy lemondtak róla.15 Και απηλθεν ο Ναθαν εις τον οικον αυτου. Ο δε Κυριος επαταξε το παιδιον, το οποιον εγεννησεν η γυνη του Ουριου εις τον Δαβιδ, και ηρρωστησε.
16 Erre Dávid könyörgött Istenhez a gyermekért, majd böjtöt tartott Dávid, félrevonult, és lefeküdt a földre.16 Και ικετευσεν ο Δαβιδ τον Θεον υπερ του παιδιου? και ενηστευσεν ο Δαβιδ και εισελθων διενυκτερευσε, κοιτομενος κατα γης.
17 Erre odamentek hozzá házának vénei, és unszolták, hogy keljen fel a földről. Ő azonban nem akart, s eledelt sem vett magához velük.17 Και εσηκωθησαν οι πρεσβυτεροι του οικου αυτου, και ηλθον προς αυτον δια να σηκωσωσιν αυτον απο της γης? πλην δεν ηθελησεν ουδε εφαγεν αρτον μετ' αυτων.
18 Hetednapon aztán az történt, hogy meghalt a gyermek. Dávid szolgái azonban nem merték jelenteni neki, hogy meghalt a gyermek, mert azt mondták: »Íme, amikor a gyermek még élt, szóltunk neki, s nem hallgatott szavunkra: mennyivel inkább fogja sanyargatni magát, ha azt mondjuk: Meghalt a gyermek.«18 Και την ημεραν την εβδομην απεθανε το παιδιον. Και εφοβηθησαν οι δουλοι του Δαβιδ να αναγγειλωσι προς αυτον οτι το παιδιον απεθανε? διοτι ελεγον, Ιδου, ενω εζη ετι το παιδιον, ελαλουμεν προς αυτον, και δεν εισηκουε της φωνης ημων? ποσον λοιπον κακον θελει καμει, εαν ειπωμεν προς αυτον οτι το παιδιον απεθανεν;
19 Ám amikor Dávid látta, hogy szolgái sugdolóznak, megértette, hogy meghalt a gyermek, s azt mondta szolgáinak: »Ugye meghalt a gyermek?« Ők azt felelték neki: »Meghalt.«19 Αλλ' ιδων ο Δαβιδ οτι οι δουλοι αυτου εψιθυριζον μετ' αλληλων, ενοησεν ο Δαβιδ οτι το παιδιον απεθανεν? οθεν ειπεν ο Δαβιδ προς τους δουλους αυτου, Απεθανε το παιδιον; οι δε ειπον, Απεθανε.
20 Erre Dávid felkelt a földről, megfürdött, megkente magát, ruhát váltott és bement az Úr házába és imádkozott, majd házába tért, s kérte, hogy tegyenek ennivalót eléje és evett.20 Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ απο της γης και ελουσθη και ηλειφθη και ηλλαξε τα ιματια αυτου, και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου, και προσεκυνησεν? επειτα εισηλθεν εις τον οικον αυτου? και εζητησε να φαγη και εβαλον εμπροσθεν αυτου αρτον, και εφαγεν.
21 Azt mondták erre neki szolgái: »Mi dolog ez, amit műveltél? Amikor még élt, böjtöltél és sírtál a gyermekért, amikor pedig meghalt a gyermek, felkeltél és étkeztél?«21 Οι δε δουλοι αυτου ειπον προς αυτον, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες; ενηστευες και εκλαιες περι του παιδιου, ενω εζη? αφου δε απεθανε το παιδιον, εσηκωθης και εφαγες αρτον.
22 Ő azt mondta: »Amikor még élt, böjtöltem és sírtam a gyermekért, mert azt mondtam: Ki tudja, hátha nekem ajándékozza őt az Úr, s életben marad a gyermek.22 Και ειπεν, Ενω ετι εζη το παιδιον, ενηστευσα και εκλαυσα, διοτι ειπα, Τις εξευρει; ισως ο Θεος με ελεηση, και ζηση το παιδιον?
23 Most azonban, hogy meghalt, miért böjtöljek? Visszahívhatom-e még? Sőt, én elmegyek majd hozzá, de ő nem tér vissza hozzám.«23 αλλα τωρα απεθανε? δια τι να νηστευω; μηπως δυναμαι να επιστρεψω αυτο παλιν; εγω θελω υπαγει προς αυτο, αυτο ομως δεν θελει αναστρεψει προς εμε.
24 Aztán Dávid megvigasztalta Batsebát, a feleségét, s bement hozzá és hált vele, s az fiút szült, s elnevezte Salamonnak. Az Úr szerette őt,24 Και παρηγορησεν ο Δαβιδ την Βηθ-σαβεε την γυναικα αυτου, και εισηλθε προς αυτην και εκοιμηθη μετ' αυτης, και εγεννησεν υιον, και εκαλεσε το ονομα αυτου Σολομων? και ο Κυριος ηγαπησεν αυτον.
25 és elküldte Nátán prófétát, hogy nevezze el az Úr miatt Jedidjának (azaz az Úr kedveltjének).25 Και εστειλε δια χειρος Ναθαν του προφητου, και εκαλεσε το ονομα αυτου Ιεδιδια, δια τον Κυριον.
26 Joáb ezalatt hadakozott Ammon fiainak Rabbátja ellen, s be is vette a királyi várost.26 Ο δε Ιωαβ επολεμησεν εναντιον της Ραββα των υιων Αμμων, και εκυριευσε την βασιλικην πολιν.
27 Követeket küldött erre Joáb Dávidhoz, s ezt üzente: »Hadakoztam Rabbát ellen, de a Vizivárost még be kell venni.27 Και απεστειλεν ο Ιωαβ μηνυτας προς τον Δαβιδ και ειπεν, Επολεμησα εναντιον της Ραββα, μαλιστα εκυριευσα την πολιν των υδατων?
28 Nos tehát gyűjtsd egybe a nép többi részét, s vedd ostrom alá a várost, s vedd be, hogy ne az én nevemnek tulajdonítsák a győzelmet, ha én dúlom fel a várost.«28 τωρα λοιπον συναξον το επιλοιπον του λαου, και στρατοπεδευσον εναντιον της πολεως και κυριευσον αυτην, δια να μη κυριευσω εγω την πολιν, και ονομασθη το ονομα μου επ' αυτην.
29 Erre Dávid egybegyűjtötte az egész népet, s elindult Rabbát ellen, s hadakozott ellene és bevette.29 Και συνηθροισεν ο Δαβιδ παντα τον λαον, και υπηγεν εις Ραββα και επολεμησεν εναντιον αυτης και εκυριευσεν αυτην?
30 A koronát is levette királyuk fejéről – egy talentum arany volt a súlya, s drágakövek voltak rajta –, s azt Dávid a maga fejére tétette. Nagyon sok zsákmányt is hozott a városból,30 και ελαβε τον στεφανον του βασιλεως αυτων απο της κεφαλης αυτου, το βαρος του οποιου ητο εν ταλαντον χρυσιου με λιθους πολυτιμους? και ετεθη επι της κεφαλης του Δαβιδ? και λαφυρα της πολεως εξεφερε πολλα σφοδρα?
31 s elhozta népét is, és a kőfűrészek, vasékek és fejszék mellé állította és a téglaégetőkben dolgoztatta őket. Így cselekedett Ammon fiainak valamennyi városával. Aztán Dávid visszatért egész seregével együtt Jeruzsálembe.31 και τον λαον τον εν αυτη εξηγαγε και εβαλεν υπο πριονας και υπο τριβολους σιδηρους και υπο πελεκεις σιδηρους, και επερασεν αυτους δια της καμινου των πλινθων. Και ουτως εκαμεν εις πασας τας πολεις των υιων Αμμων. Τοτε επεστρεψεν ο Δαβιδ και πας ο λαος εις Ιερουσαλημ.