Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 1


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Miután Saul meghalt, Dávid pedig az amalekiták megverése után visszatért, és már két napot Szikelegben töltött, történt, hogy1 Μετα δε τον θανατον του Σαουλ, αφου επεστρεψεν ο Δαβιδ απο της σφαγης των Αμαληκιτων, εκαθησεν ο Δαβιδ εν Σικλαγ δυο ημερας?
2 a harmadik napon megszaggatott ruhában és porral behintett fővel megjelent egy ember, aki Saul táborából jött. Amikor Dávidhoz ért, meghajtotta magát, és arcra borult.2 την δε τριτην ημεραν, ιδου, ηλθεν ανθρωπος εκ του στρατοπεδου απο πλησιον του Σαουλ, εχων διεσχισμενα τα ιματια αυτου και χωμα επι της κεφαλης αυτου? και καθως εισηλθε προς τον Δαβιδ, επεσεν εις την γην και προσεκυνησε.
3 Dávid megkérdezte tőle: »Honnan jössz?« Az ember azt felelte: »Izrael táborából menekültem.«3 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Ποθεν ερχεσαι; Ο δε ειπε προς αυτον, Εγω εκ του στρατοπεδου του Ισραηλ διεσωθην.
4 Dávid tovább kérdezte: »Mi történt hát? Mondd el nekem!« Az ember azt válaszolta: »Megfutamodott a nép a harcban, és sokan elestek és meghaltak a népből, sőt maga Saul és Jonatán, a fia is meghalt!«4 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Τι συνεβη; ειπε μοι, παρακαλω. Και απεκριθη, Οτι εφυγεν ο λαος εκ της μαχης, και πολλοι μαλιστα εκ του λαου επεσον και απεθανον? απεθανον δε και Σαουλ και Ιωναθαν ο υιος αυτου.
5 Dávid erre ismét megkérdezte az ifjút, aki ezt a hírt hozta neki: »Honnan tudod, hogy meghalt Saul és Jonatán, a fia?«5 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον νεον τον απαγγελλοντα προς αυτον, Πως εξευρεις οτι απεθανεν ο Σαουλ, και Ιωναθαν ο υιος αυτου;
6 Az ifjú, aki a hírt hozta neki, azt felelte: »Gilboa hegyére tévedtem, amikor Saul a dárdájára támaszkodva állt, s a harci szekerek és a lovasok már közeledtek hozzá.6 Και ειπεν ο νεος ο απαγγελλων προς αυτον, Ευρεθην κατα τυχην εν τω ορει Γελβουε, και ιδου, ο Σαουλ ητο κεκλιμενος επι του δορατος αυτου, και ιδου, αι αμαξαι και οι ιππεις κατεφθανον αυτον.
7 Ekkor hátrafordult, meglátott és odahívott. Amikor azt feleltem neki: Itt vagyok,7 και οτε εβλεψεν εις τα οπισω αυτου, με ειδε και με εκαλεσε? και απεκριθην, Ιδου, εγω.
8 megkérdezte tőlem: ‘Ki vagy te?’ Azt mondtam neki: Amalekita vagyok.8 Και ειπε προς εμε, Ποιος εισαι; Και απεκριθην προς αυτον, Ειμαι Αμαληκιτης.
9 Erre ő így szólt hozzám: ‘Állj fölém, és ölj meg, mert nagyon szenvedek, de életerőm még teljesen bennem van.’9 Παλιν ειπε προς εμε, Στηθι επανω μου, παρακαλω, και θανατωσον με? διοτι σκοτοδινιασις με κατελαβεν, επειδη η ζωη μου ειναι ετι ολη εν εμοι.
10 Föléje is álltam és megöltem, mert tudtam, hogy nem éli túl a bukását. Aztán levettem a koronát a fejéről, az aranykarikát a karjáról, és elhoztam ide, hozzád, uramhoz.«10 Εσταθην λοιπον επ' αυτον και εθανατωσα αυτον? επειδη ημην βεβαιος οτι δεν ηδυνατο να ζηση αφου επεσε? και ελαβον το διαδημα το επι της κεφαλης αυτου και το βραχιολιον το εν τω βραχιονι αυτου, και εφερα αυτα ενταυθα προς τον κυριον μου.
11 Erre Dávid, és mindazok az emberek, akik vele voltak, megragadták és megszaggatták ruháikat.11 Τοτε πιασας ο Δαβιδ τα ιματια αυτου, διεσχισεν αυτα? και παντες ομοιως οι ανδρες οι μετ' αυτου.
12 Napestig jajveszékeltek, sírtak és böjtöltek Saul és a fia, Jonatán, valamint az Úr népe és Izrael háza miatt, hogy a kard által elestek.12 Και επενθησαν και εκλαυσαν και ενηστευσαν εως εσπερας δια τον Σαουλ και δια Ιωναθαν τον υιον αυτου και δια τον λαον του Κυριου και δια τον οικον του Ισραηλ, διοτι επεσον δια ρομφαιας.
13 Dávid ezután megkérdezte az ifjútól, aki a hírt hozta neki: »Honnan való vagy?« Az ezt felelte: »Egy jövevény amalekita embernek vagyok a fia.«13 Ειπε δε ο Δαβιδ προς τον νεον, τον απαγγελλοντα προς αυτον, Ποθεν εισαι; Και απεκριθη, Ειμαι υιος παροικου τινος Αμαληκιτου.
14 Dávid erre így szólt: »Hát nem féltél kinyújtani kezedet, hogy megöld az Úr felkentjét?«14 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Πως δεν εφοβηθης να επιβαλης την χειρα σου δια να θανατωσης τον κεχρισμενον του Κυριου;
15 Azzal Dávid odahívta egyik legényét, és azt mondta: »Gyere, támadj rá!« Az halálra is sújtotta.15 Και εκαλεσεν ο Δαβιδ ενα εκ των νεων και ειπε, Πλησιασον, πεσον επ' αυτον. Και επαταξεν αυτον, και απεθανε.
16 Azután így szólt Dávid: »A te fejedet terhelje a véred, hiszen saját szád vallott ellened, amikor azt mondtad: ‘Én öltem meg az Úr felkentjét.’«16 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Το αιμα σου επι της κεφαλης σου? διοτι το στομα σου εμαρτυρησεν εναντιον σου, λεγων, Εγω εθανατωσα τον κεχρισμενον του Κυριου.
17 Akkor Dávid rázendített Saul és Jonatán, a fia miatt erre a gyászdalra,17 Και εθρηνησεν ο Δαβιδ τον θρηνον τουτον επι τον Σαουλ και επι Ιωναθαν τον υιον αυτου?
18 és meghagyta, hogy tanítsák meg Júda fiait erre az Íjászdalra, amint meg van írva az Igazak könyvében. Így szólt: »Emlékezzél meg Izrael azokról, akik meghaltak halmaidon sebükben.18 και παρηγγειλε να διδαξωσι τους υιους Ιουδα τουτο το ασμα του τοξου? ιδου, ειναι γεγραμμενον εν τω βιβλιω του Ιασηρ.
19 Izrael, megölték a dicsőket hegyeiden! Miként estek el a hősök!19 Ω δοξα του Ισραηλ, επι τους υψηλους τοπους σου κατηκοντισμενη. Πως επεσον οι δυνατοι.
20 Ne hirdessétek Gátban, ne hirdessétek Askalon utcáin, hogy ne örüljenek a filiszteusok lányai, ne ujjongjanak a körülmetéletlenek lányai.20 Μη αναγγειλητε εις την Γαθ, μη διακηρυξητε εις τας πλατειας της Ασκαλωνος, μηποτε χαρωσιν αι θυγατερες των Φιλισταιων, μηποτε αγαλλιασωνται αι θυγατερες των απεριτμητων?
21 Gilboa hegyei! Se harmat, se eső ne hulljon rátok, ne hozzanak rajtatok zsengéket a földek, mert ott érte gyalázat a hősök pajzsát, Saul pajzsát, mintha fel sem kenték volna olajjal.21 Ορη τα εν Γελβουε, Ας μη ηναι δροσος μηδε βροχη εφ' υμας, μηδε αγροι διδοντες απαρχας? διοτι εκει απερριφθη η ασπις των ισχυρων, Η ασπις του Σαουλ, ως να μη εχρισθη δι' ελαιου.
22 Megöltek vére nélkül, hősök zsírja nélkül, Jonatán íja sohasem tért vissza, Saul kardja sem jött vissza eredménytelenül.22 Απο του αιματος των πεφονευμενων, απο του στεατος των ισχυρων, το τοξον του Ιωναθαν δεν εστρεφετο οπισω, και η ρομφαια του Σαουλ δεν επεστρεφε κενη.
23 Saul és Jonatán, akik életükben úgy szerették, becsülték egymást, holtukban sem váltak el egymástól. Sasoknál gyorsabbak, oroszlánoknál vitézebbek voltak!23 Σαουλ και Ιωναθαν ησαν οι ηγαπημενοι και ερασμιοι εν τη ζωη αυτων, και εν τω θανατω αυτων δεν εχωρισθησαν? ησαν ελαφροτεροι αετων, δυνατωτεροι λεοντων.
24 Izrael lányai, sirassátok Sault, aki bíborral titeket gyönyörűn ruházott és ruhátokra arany ékszereket rakott.24 Θυγατερες Ισραηλ, κλαυσατε επι τον Σαουλ τον ενδυοντα υμας κοκκινα μετα καλλωπισμων, τον επιβαλλοντα στολισμους χρυσους επι τα ενδυματα υμων.
25 Mint estek el a hősök a harcban! Jonatánt megölték halmaidon!25 Πως επεσον οι δυνατοι εν μεσω της μαχης? Ιωναθαν, επι τους υψηλους τοπους σου τετραυματισμενε.
26 Fájlallak, testvérem, Jonatán, oly kedves voltál nekem, szeretetem nagyobb volt irántad, mint szerelmem feleségeim iránt. Mint az anya szereti egyetlen fiát, úgy szerettelek én téged.26 Περιλυπος ειμαι δια σε, αδελφε μου Ιωναθαν? προσφιλεστατος εσταθης εις εμε? η προς εμε αγαπη σου ητο εξαισιος. Υπερεβαινε την αγαπην των γυναικων.
27 Mint estek el a hősök, és vesztek el a harci fegyverek!«27 Πως επεσον οι δυνατοι, και απωλεσθησαν τα οπλα του πολεμου.