Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 43


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Közben az éhínség egyre súlyosabb lett az egész vidéken.1 Η δε πεινα επεβαρυνεν επι την γην.
2 Amikor tehát elfogyasztották az élelmet, amelyet Egyiptomból hoztak, Jákob így szólt a fiaihoz: »Menjetek el ismét, vegyetek nekünk egy kis eleséget!«2 Και αφου ετελειωσαν τρωγοντες τον σιτον, τον οποιον εφεραν εξ Αιγυπτου, ειπε προς αυτους ο πατηρ αυτων, Υπαγετε παλιν, αγορασατε εις ημας ολιγας τροφας.
3 Júda azt felelte: »Meghagyta nékünk az az ember, és esküvel is megerősítette, hogy ‘ne kerüljetek a színem elé, ha el nem hozzátok magatokkal legkisebb öcséteket!’3 Και ειπε προς αυτον ο Ιουδας λεγων, Εντονως διεμαρτυρηθη προς ημας ο ανθρωπος λεγων, Δεν θελετε ιδει το προσωπον μου, εαν δεν ηναι μεθ' υμων ο αδελφος υμων.
4 Ha tehát el akarod őt engedni velünk, akkor elmegyünk ismét, és megvesszük neked, amire szükség van.4 Εαν λοιπον αποστειλης τον αδελφον ημων μεθ' ημων, θελομεν καταβη και θελομεν σοι αγορασει τροφας?
5 Ha azonban nem akarod, nem megyünk, mert az az ember, mint ahogy már sokszor mondtuk, meghagyta nekünk: ‘Ne kerüljetek a színem elé legkisebb öcsétek nélkül!’«5 αλλ' εαν δεν αποστειλης αυτον, δεν θελομεν καταβη? διοτι ο ανθρωπος ειπε προς ημας, Δεν θελετε ιδει το προσωπον μου, εαν ο αδελφος υμων δεν ηναι μεθ' υμων.
6 Izrael azt felelte nekik: »Hogy bajt szerezzetek vele nekem, azért mondtátok el neki, hogy van még egy öcsétek.«6 Ειπε δε ο Ισραηλ, Δια τι με εκακοποιησατε, φανερονοντες προς τον ανθρωπον οτι εχετε αλλον αδελφον;
7 Ám azok azt felelték: »Az az ember kérdezett ki sorban nemzetségünkről: hogy él-e az apánk, hogy van-e még testvérünk. Ezért feleltünk mi neki annak megfelelően, amit kérdezett. Tudhattuk-e, hogy azt fogja mondani: ‘Hozzátok el magatokkal öcséteket?’«7 Οι δε ειπον, Ο ανθρωπος ηρωτησεν ημας ακριβως περι ημων και περι της συγγενειας ημων λεγων, Ο πατηρ σας ετι ζη; εχετε αλλον αδελφον; Και απεκριθημεν προς αυτον κατα την ερωτησιν ταυτην? ηδυναμεθα να εξευρωμεν οτι ηθελεν ειπει, Φερετε τον αδελφον σας;
8 Júda ekkor így szólt az apjához, Izraelhez: »Engedd el velem a gyermeket, hadd menjünk, hogy életben maradhassunk, és meg ne haljunk, mi és a gyermekeink!8 Και ειπεν ο Ιουδας προς Ισραηλ τον πατερα αυτου, Αποστειλον το παιδαριον μετ' εμου, και σηκωθεντες ας υπαγωμεν, δια να ζησωμεν και να μη αποθανωμεν και ημεις και συ και αι οικογενειαι ημων?
9 Felelek én a gyermekért: az én kezemből kérd őt számon! Ha vissza nem hozom és vissza nem adom neked, bűnös legyek előtted minden időre!9 εγω εγγυωμαι περι αυτου? εκ της χειρος μου ζητησον αυτον? εαν δεν φερω αυτον προς σε και στησω αυτον εμπροσθεν σου, τοτε ας ημαι διαπαντος υπευθυνος προς σε?
10 Ha ez a huzavona közbe nem jön, már kétszer is visszajöttünk volna!«10 επειδη, εαν δεν εβραδυνομεν, βεβαια εως τωρα δευτεραν ταυτην φοραν ηθελομεν επιστρεψει.
11 Izrael, az apjuk azt mondta erre nekik: »Ha így kell lennie, tegyétek hát meg, amit akartok! Tegyetek edényeitekbe e föld legkiválóbb gyümölcseiből, s vigyétek el ajándékul annak az embernek: egy kis gyantát és mézet, szóraxot, mirhazsengét, terebintdiót és mandulát!11 Και ειπε προς αυτους Ισραηλ ο πατηρ αυτων, Εαν ουτω πρεπη να γεινη, καμετε λοιπον τουτο? λαβετε εις τα αγγεια σας εκ των καλητερων καρπων της γης και φερετε δωρα προς τον ανθρωπον, ολιγον βαλσαμον και ολιγον μελι, αρωματα και μυρον, πιστακια και αμυγδαλα?
12 Pénzt meg kétannyit vigyetek magatokkal! Azt is vigyétek vissza, amit a zsákotokban találtatok, hátha tévedés történt!12 και λαβετε διπλασιον αργυριον εις τας χειρας σας? και το αργυριον το επιστραφεν εν τω στοματι των σακκιων σας φερετε παλιν εις τας χειρας σας? ισως εγεινε κατα λαθος?
13 Aztán vigyétek öcséteket is, és menjetek el ahhoz az emberhez!13 και τον αδελφον σας λαβετε και σηκωθεντες επιστρεψατε προς τον ανθρωπον?
14 Az én mindenható Istenem pedig tegye őt könyörületessé hozzátok, hogy visszabocsássa veletek fogságban levő testvéreteket, és ezt a Benjamint is. Én magam meg így maradok, elárvultan, gyermek nélkül!«14 και ο Θεος ο Παντοδυναμος να σας δωση χαριν εμπροσθεν του ανθρωπου, δια να αποστειλη με σας τον αλλον σας αδελφον και τον Βενιαμιν? και εγω, αν ηναι να ατεκνωθω, ας ατεκνωθω.
15 Fogták erre a férfiak az ajándékot, a kétszerannyi pénzt és Benjamint, lementek Egyiptomba, és József elé álltak.15 Λαβοντες δε οι ανθρωποι τα δωρα ταυτα, ελαβον και αργυριον διπλασιον εις τας χειρας αυτων και τον Βενιαμιν? και σηκωθεντες κατεβησαν εις Αιγυπτον και παρεσταθησαν εμπροσθεν του Ιωσηφ.
16 Amikor József meglátta őket és velük Benjamint, megparancsolta háza felügyelőjének: »Vezesd be ezeket az embereket a házba, aztán vágj állatot, és készíts lakomát, mert velem fognak enni délben!«16 Και οτε ειδεν ο Ιωσηφ τον Βενιαμιν μετ' αυτων, ειπε προς τον επιστατην της οικιας αυτου, Φερε τους ανθρωπους εις την οικιαν και σφαξον σφακτον και ετοιμασον, διοτι μετ' εμου θελουσι φαγει οι ανθρωποι το μεσημεριον.
17 Az teljesítette a parancsot, és bevezette a férfiakat József házába.17 Και επραξεν ο ανθρωπος καθως ελαλησεν ο Ιωσηφ? και ο ανθρωπος εισηγαγε τους ανθρωπους εις την οικιαν του Ιωσηφ.
18 Azok pedig megrettentek ott, és azt mondták egymásnak: »Bizonyosan a pénz miatt hoztak be minket ide, amelyet a múltkor visszavittünk zsákjainkban, hogy hamis vád alapja legyen, és erőszakos módon rabszolgaságra vessenek minket is, szamarainkat is.«18 Και εφοβηθησαν οι ανθρωποι, διοτι εισηχθησαν εις την οικιαν του Ιωσηφ? και ειπον, δια το αργυριον το επιστραφεν εις τα σακκια ημων την πρωτην φοραν ημεις εισαγομεθα, δια να ευρη αφορμην εναντιον ημων και να επιπεση εφ' ημας και να λαβη ημας δουλους και τους ονους ημων.
19 Azért még az ajtóban a ház felügyelője elé járultak,19 Και προσελθοντες προς τον ανθρωπον τον επιστατην της οικιας του Ιωσηφ, ελαλησαν προς αυτον εν τη πυλη της οικιας?
20 és azt mondták: »Kérünk, uram, hallgass meg minket! A múltkor egyszer itt voltunk már eleséget venni.20 και ειπον, Δεομεθα, κυριε? κατεβημεν την πρωτην φοραν δια να αγορασωμεν τροφας?
21 A vásárlás után, amikor a szállásra értünk, kinyitottuk zsákjainkat, és a pénzt a zsákok szájában találtuk. Most súlyban visszahoztuk azt,21 και οτε ηλθομεν εις το καταλυμα, ηνοιξαμεν τα σακκια ημων και ιδου, εκαστου το αργυριον ητο εν τω στοματι του σακκιου αυτου, το αργυριον ημων σωστον? οθεν εφεραμεν αυτο οπισω εις τας χειρας ημων?
22 sőt más pénzt is hoztunk, hogy vegyünk, amire szükségünk van. Nem tudjuk, ki tette azt a zsákjainkba!«22 εφεραμεν και αλλο αργυριον εις τας χειρας ημων, δια να αγορασωμεν τροφας? δεν εξευρομεν τις εβαλε το αργυριον ημων εις τα σακκια ημων.
23 Ám az így felelt: »Béke veletek, ne féljetek! Istenetek és atyátok Istene adta nektek azt a kincset zsákjaitokba. A pénzt ugyanis, amit nekem adtatok, én igazolom.« Aztán kivezette hozzájuk Simeont,23 Ο δε ειπεν, Ειρηνη εις εσας? μη φοβεισθε? ο Θεος σας και ο Θεος του πατρος σας, εδωκεν εις εσας θησαυρον εις τα σακκια σας? το αργυριον σας ηλθεν εις εμε. Και εξηγαγε προς αυτους τον Συμεων.
24 és bevitte őket a házba. Vizet hozott, hogy mossák meg a lábukat, és abrakot adott szamaraiknak.24 Και ο ανθρωπος εισηγαγε τους ανθρωπους εις την οικιαν του Ιωσηφ και εδωκεν υδωρ και ενιψαν τους ποδας αυτων? και εδωκε τροφην εις τους ονους αυτων.
25 Ők pedig előkészítették az ajándékot, mire József délben megjön; hallották ugyanis, hogy ott fognak enni.25 Οι δε ητοιμασαν τα δωρα, εωσου ελθη ο Ιωσηφ το μεσημεριον? διοτι ηκουσαν οτι εκει μελλουσι να φαγωσιν αρτον.
26 Amikor aztán József hazatért, elé rakták az ajándékot, amelyet a kezükben hoztak, és földre borultak előtte.26 Και οτε ηλθεν ο Ιωσηφ εις την οικιαν, προσεφεραν εις αυτον τα δωρα τα εις τας χειρας αυτων εν τη οικια και προσεκυνησαν αυτον εως εδαφους.
27 Erre ő kegyesen köszöntötte őket, és megkérdezte tőlük: »Egészséges-e a ti idős atyátok, akiről beszéltetek nekem? Él-e még?«27 Και ηρωτησεν αυτους περι της υγιειας αυτων? και ειπεν, Υγιαινει ο πατηρ σας, ο γερων περι του οποιου μοι ειπετε; ετι ζη;
28 Ők azt felelték: »Egészséges a szolgád, a mi atyánk: még életben van.« Azzal meghajtották magukat, és leborultak előtte.28 Οι δε ειπον, Υγιαινει ο δουλος σου ο πατηρ ημων? ετι ζη. Και κυψαντες προσεκυνησαν.
29 Amikor József felemelte szemét és meglátta Benjamint, az ő édes testvérét, így szólt: »Ez a ti legkisebb öcsétek, akiről beszéltetek nekem?« Aztán pedig azt mondta: »Fiam, legyen kegyes Isten irántad!«29 Υψωσας δε τους οφθαλμους αυτου ειδε τον Βενιαμιν τον αδελφον αυτου τον ομομητριον και ειπεν, Ουτος ειναι ο αδελφος σας ο νεωτερος, περι του οποιου μοι ειπετε; Και ειπεν, Ο Θεος να σε ελεηση, τεκνον μου.
30 Aztán elsietett, mert megindult a szíve az öccse miatt, és kicsordultak a könnyei. Bement tehát a belső szobába, és sírt.30 Και εσπευσε να αποσυρθη ο Ιωσηφ? διοτι συνεταραττοντο τα σπλαγχνα αυτου δια τον αδελφον αυτου? και εζητει τοπον να κλαυση? εισελθων δε εις το ταμειον, εκλαυσεν εκει.
31 Aztán megmosta az arcát, erőt vett magán, ismét kijött, és így szólt: »Adjátok fel az étkeket!«31 Επειτα νιψας το προσωπον αυτου εξηλθε, και συγκρατων εαυτον ειπε, Βαλετε αρτον.
32 Miután feltálaltak, külön Józsefnek, külön a testvéreinek, és külön az egyiptomiaknak, akik ott ettek – az egyiptomiaknak ugyanis nem szabad a héberekkel együtt enniük, ők az ilyen lakomát tisztátalannak tartják –,32 Και εβαλον χωριστα δι' αυτον και χωριστα δι' εκεινους και δια τους Αιγυπτιους, τους συντρωγοντας μετ' αυτου, χωριστα? διοτι οι Αιγυπτιοι δεν ηδυναντο να συμφαγωσιν αρτον μετα των Εβραιων, επειδη τουτο ειναι βδελυγμα εις τους Αιγυπτιους.
33 leültették őket előtte: az elsőszülöttet rangja szerint, és a legfiatalabbikat is a maga kora szerint. Ezen ők nagyon elcsodálkoztak.33 Εκαθισαν λοιπον εμπροσθεν αυτου, ο πρωτοτοκος κατα την πρωτοτοκιαν αυτου και ο νεωτερος κατα την νεοτητα αυτου? και εθαυμαζον οι ανθρωποι προς αλληλους.
34 Mindegyikük elvette a részét, amelyet tőle kapott – Benjaminnak akkora rész jutott, hogy ötször nagyobb volt, mint a többieké –, aztán ittak, és megrészegedtek vele együtt.34 Λαβων δε απ' εμπροσθεν αυτου μεριδια εστειλε προς αυτους? το μεριδιον ομως του Βενιαμιν ητο πενταπλασιως μεγαλητερον παρα εκαστου αυτων. Και επιον και ευφρανθησαν μετ' αυτου.