Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 30


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor Ráchel látta, hogy ő meddő, féltékeny lett a nővérére. Azt mondta a férjének: »Adj nekem gyermekeket, különben meghalok!«1 Και οτε ειδεν η Ραχηλ οτι δεν ετεκνοποιησεν εις τον Ιακωβ, εφθονησεν η Ραχηλ την αδελφην αυτης? και ειπε προς τον Ιακωβ, Δος μοι τεκνα? ειδε μη, εγω αποθνησκω.
2 Jákob ezért megharagudott rá, és azt felelte: »Hát én vagyok az Isten, aki megtagadta tőled méhed gyümölcsét?«2 Και εξηφθη ο θυμος του Ιακωβ κατα της Ραχηλ και ειπε, Μηπως ειμαι εγω αντι του Θεου οστις σε εστερησεν απο καρπου κοιλιας;
3 Erre Ráchel így szól: »Itt van a szolgálóm, Bilha, menj be hozzá! Szüljön ő a térdemen, és legyenek fiaim általa!«3 Η δε ειπεν, Ιδου, η θεραπαινα μου Βαλλα? εισελθε προς αυτην, και θελει γεννησει επι των γονατων μου, δια να αποκτησω και εγω τεκνα εξ αυτης.
4 Feleségül adta tehát neki Bilhát, aki,4 Και εδωκεν εις αυτον την Βαλλαν την θεραπαιναν αυτης δια γυναικα? και εισηλθεν ο Ιακωβ προς αυτην.
5 miután a férfi bement hozzá, fogant, és fiút szült.5 Και συνελαβεν η Βαλλα, και εγεννησεν υιον εις τον Ιακωβ?
6 Ráchel ekkor azt mondta: »Igazságot szolgáltatott nekem Isten! Meghallgatta szavamat, és fiút adott nekem!« Ezért elnevezte Dánnak.6 και ειπεν η Ραχηλ, Ο Θεος με εκρινε και ηκουσε και την φωνην μου και μοι εδωκεν υιον? δια τουτο εκαλεσε το ονομα αυτου Δαν.
7 Aztán ismét fogant Bilha, Ráchel szolgálója, és szült Jákobnak egy másik fiút.7 Και συνελαβε παλιν η Βαλλα, η θεραπαινα της Ραχηλ, και εγεννησε δευτερον υιον εις τον Ιακωβ?
8 Ráchel erre azt mondta: »Az Úr harcát vívtam a nénémmel, és győztem!« Elnevezte tehát Naftalinak.8 και ειπεν η Ραχηλ, Δυνατην παλην επαλαισα μετα της αδελφης μου, και υπερισχυσα? και εκαλεσε το ονομα αυτου Νεφθαλι.
9 Amikor Lea látta, hogy ő nem szül, odaadta a férjének szolgálóját, Zelfát.9 Και οτε ειδεν η Λεια οτι επαυσε να γεννα, ελαβε την Ζελφαν την θεραπαιναν αυτης, και εδωκεν αυτην εις τον Ιακωβ δια γυναικα.
10 Amikor az fogant és fiút szült,10 Και η Ζελφα, η θεραπαινα της Λειας, εγεννησεν υιον εις τον Ιακωβ?
11 így szólt: »Szerencsére!« Elnevezte tehát Gádnak.11 και ειπεν η Λεια, Ευτυχια ερχεται? και εκαλεσε το ονομα αυτου Γαδ.
12 Másikat is szült Zelfa,12 Και εγεννησεν η Ζελφα, η θεραπαινα της Λειας, δευτερον υιον εις τον Ιακωβ?
13 s ekkor Lea azt mondta: »Ő a boldogságomra szolgál, mert boldognak mondanak engem az asszonyok!« Ezért elnevezte Ásernek.13 και ειπεν η Λεια, Μακαρια εγω, διοτι θελουσι με μακαριζει αι γυναικες? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ασηρ.
14 Amikor Rúben egyszer búzaaratás idején kiment a mezőre, mandragórát talált, és elvitte anyjának, Leának. Ráchel azt mondta neki: »Adj nekem fiad mandragórájából!«14 Και υπηγεν ο Ρουβην εν ταις ημεραις του θερισμου του σιτου και ευρηκε μανδραγορας εν τω αγρω, και εφερεν αυτους προς την Λειαν την μητερα αυτου. Ειπε δε η Ραχηλ προς την Λειαν, Δος μοι, παρακαλω, απο τους μανδραγορας του υιου σου.
15 Az így felelt: »Kevésnek találod, hogy a férjemet elvetted tőlem, még a fiam mandragóráját is elvennéd?« Ráchel erre azt mondta: »Veled alhat ma éjjel a fiad mandragórájáért!«15 Η δε ειπε προς αυτην, Μικρον πραγμα ειναι, οτι ελαβες τον ανδρα μου; και θελεις να λαβης και τους μανδραγορας του υιου μου; και η Ραχηλ ειπε, Λοιπον ας κοιμηθη μετα σου ταυτην την νυκτα, δια τους μανδραγορας του υιου σου.
16 Amikor aztán Jákob estefelé megjött a mezőről, Lea kiment elé, és így szólt: »Hozzám kell bejönnöd, mert bérbe vettelek a fiam mandragórájáért.« Vele aludt tehát azon az éjszakán.16 Και ηλθεν ο Ιακωβ το εσπερας εκ του αγρου, και εξελθουσα η Λεια εις συναντησιν αυτου, ειπε, Προς εμε θελεις εισελθει, διοτι σε εμισθωσα τωοντι με τους μανδραγορας του υιου μου. Και εκοιμηθη μετ' αυτης εκεινην την νυκτα.
17 Isten pedig meghallgatta könyörgését. Fogant, megszülte az ötödik fiút,17 Και εισηκουσεν ο Θεος της Λειας? και συνελαβε και εγεννησεν εις τον Ιακωβ πεμπτον υιον.
18 és azt mondta: »Megadta Isten a béremet, mert odaadtam szolgálómat az uramnak!« – Elnevezte tehát Isszakárnak.18 Και ειπεν η Λεια, Εδωκε μοι ο Θεος τον μισθον μου, διοτι εδωκα την θεραπαιναν μου εις τον ανδρα μου? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ισσαχαρ.
19 Lea azután megint fogant, megszülte Jákobnak a hatodik fiút,19 Και συνελαβεν ακομη η Λεια, και εγεννησεν εκτον υιον εις τον Ιακωβ?
20 és azt mondta: »Jó ajándékkal ajándékozott meg engem Isten: ezután is velem lesz az uram, mivel hat fiút szültem neki.« Ezért elnevezte a fiát Zebulonnak.20 και ειπεν η Λεια, με επροικισεν ο Θεος με καλην προικα? τωρα θελει κατοικησει μετ' εμου ο ανηρ μου, διοτι εγεννησα εις αυτον εξ υιους? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ζαβουλων.
21 Ezután egy lányt szült, név szerint Dínát.21 Και μετα ταυτα εγεννησε θυγατερα, και εκαλεσε το ονομα αυτης Δειναν.
22 Az Úr azonban megemlékezett Ráchelről is: meghallgatta őt, és megnyitotta a méhét.22 Ενεθυμηθη δε ο Θεος την Ραχηλ και εισηκουσεν αυτης ο Θεος, και ηνοιξε την μητραν αυτης?
23 Fogant tehát, fiút szült, és azt mondta: »Elvette Isten a gyalázatomat.« –23 και συνελαβε, και εγεννησεν υιον? και ειπεν, Ο Κυριος αφηρεσε το ονειδος μου.
24 Elnevezte a gyermeket Józsefnek, mondván: »Adjon hozzá az Úr egy másik fiút is nekem.«24 Και εκαλεσε το ονομα αυτου Ιωσηφ, λεγουσα, Ο Θεος να προσθεση εις εμε και αλλον υιον.
25 József születése után Jákob így szólt Lábánhoz: »Bocsáss el engem, hadd térjek vissza hazámba és földemre!25 Και αφου η Ραχηλ εγεννησε τον Ιωσηφ, ειπεν ο Ιακωβ προς τον Λαβαν, Εξαποστειλον με, δια να απελθω εις τον τοπον μου, και εις την πατριδα μου?
26 Add ide feleségeimet és gyermekeimet, akikért szolgáltam neked, hadd menjek! Hiszen ismered a szolgálat feltételeit, amellyel szolgáltam neked.«26 δος μοι τας γυναικας μου και τα παιδια μου, δια τας οποιας σε εδουλευσα δια να απελθω? διοτι συ γνωριζεις την δουλευσιν μου, την οποιαν σε εδουλευσα.
27 Lábán azt mondta neki: »Bárcsak kegyelmet találnék a szemedben! Jóslatból tudom, hogy miattad áldott meg engem az Isten.27 Ειπε δε προς αυτον ο Λαβαν, Παρακαλω σε, να ευρω χαριν εμπροσθεν σου? εγνωρισα εκ πειρας, οτι ο Κυριος με ευλογησεν εξ αιτιας σου.
28 Határozd meg béredet, amelyet adnom kell neked!«28 Και ειπε, Διορισον μοι τον μισθον σου, και θελω σοι δωσει αυτον.
29 Erre ő így felelt: »Tudod, hogyan szolgáltam neked, és mennyire gyarapodott jószágod a kezemben.29 Ο δε ειπε προς αυτον, συ γνωριζεις τινι τροπω σε εδουλευσα, και ποσα εγειναν τα κτηνη σου μετ' εμου?
30 Alig volt valamid, mielőtt hozzád jöttem, s most pedig gazdaggá lettél, mert megáldott az Úr téged a lábam nyomában. De mikor gondoskodhatok már végre a magam házáról is?«30 διοτι οσα ειχες προ εμου ησαν ολιγα, και τωρα ηυξησαν εις πληθος? και ο Κυριος σε ευλογησε με την ελευσιν μου? και τωρα ποτε θελω προβλεψει και εγω δια τον οικον μου;
31 Lábán erre megkérdezte: »Mit adjak hát neked?« Ő azt válaszolta: »Semmit, hanem csak tedd meg, amit kérek, akkor megint legeltetem és őrzöm juhaidat.31 Ο δε ειπε, Τι να σοι δωσω; Και ο Ιακωβ ειπε, δεν θελεις μοι δωσει ουδεν? εαν καμης εις εμε το πραγμα τουτο, παλιν θελω ποιμαινει το ποιμνιον σου και φυλαττει αυτο?
32 Ma körüljárom minden nyájadat. Különíts el minden tarka és pettyes szőrű juhot! Ha aztán lesz a juhok között fekete, a kecskék között pedig pettyes vagy tarka, legyen az az én bérem.32 να περασω σημερον δια μεσον ολου του ποιμνιου σου, διαχωριζων εκειθεν παν προβατον εχον ποικιλματα και κηλιδας, και παν το μελανωπον μεταξυ των αρνιων, και το εχον κηλιδας και ποικιλματα μεταξυ των αιγων? και ταυτα να ηναι ο μισθος μου?
33 A becsületemmel felelek azért, hogy ezentúl, amikor eljössz, meglátod a béremet. Mindaz ugyanis, ami nem lesz tarka vagy pettyes a kecskék között, vagy fekete a juhok között, lopásról vádoljon engem!«33 και εις το εξης η δικαιοσυνη μου θελει μαρτυρησει περι εμου, οταν ελθη εμπροσθεν σου δια τον μισθον μου? παν ο, τι δεν ειναι με ποικιλματα και κηλιδας μεταξυ των αιγων, και μελανωπον μεταξυ των αρνιων, θελει λογισθη κλεμμενον υπ' εμου.
34 Azt mondta erre Lábán: »Szívesen elfogadom, amit kívánsz!«34 Και ειπεν ο Λαβαν, Ιδου, εστω κατα τον λογον σου.
35 Még aznap el is különítette a csíkos és a foltos bakokat, és minden tarka és foltos kecskét mindattól, ami fehér volt, és minden fekete szőrű juhot. Átadta azokat a fiai kezébe,35 Και την ημεραν εκεινην διεχωρισε τους τραγους τους παρδαλους και κηλιδωτους και πασας τας αιγας οσαι ειχον ποικιλματα και κηλιδας, παντα οσα ησαν διαλευκα, και παντα τα μελανωπα μεταξυ των αρνιων, και εδωκεν αυτα εις τας χειρας των υιων αυτου?
36 és háromnapi járóföld távolságot hagyott maga és Jákob között, aki Lábán többi nyáját legeltette.36 και εθεσε τριων ημερων οδον μεταξυ εαυτου και του Ιακωβ? ο δε Ιακωβ εποιμαινε το υπολοιπον του ποιμνιου του Λαβαν.
37 Erre Jákob zöld nyárfa-, mandulafa- és juharfavesszőket vett, részben meghántotta őket úgy, hogy azokon, amelyeket meghámozott, előtűnt a fehérség.37 Και ελαβεν εις εαυτον ο Ιακωβ ραβδους χλωρας εκ λευκης και καρυας και πλατανου και εξελεπισεν αυτας κατα λεπισματα λευκα, ωστε εφαινετο το λευκον το εις τας ραβδους?
38 Aztán a vesszőket, amelyeket részben meghántott, berakta az itatóvályúba, ahova a vizet szokták önteni, hogy amikor inni jönnek a nyájak, szemük előtt legyenek a vesszők, s azokra nézzenek, amikor fogannak.38 και εθεσε τας ραβδους, τας οποιας εξελεπισεν, εις τα αυλακια του υδατος, εις τας ποτιστρας, οπου τα ποιμνια ηρχοντο να πινωσι, δια να συλλαμβανωσι τα ποιμνια ενω ηρχοντο να πινωσι.
39 Így azután az történt, hogy a párzás hevében a juhok a vesszőkre néztek, és csíkosakat, tarkákat és pettyeseket ellettek.39 Και συνελαμβανον τα ποιμνια βλεποντα τας ραβδους, και εγεννων προβατα παρδαλα, ποικιλα και κηλιδωτα.
40 Jákob aztán különválasztotta a bárányokat, a nyájat pedig külön terelte mindattól, ami csíkos és fekete volt Lábán nyájában. Külön itatta a saját nyájait, és nem tartotta őket Lábán nyájával együtt.40 Διεχωρισε δε ο Ιακωβ τα αρνια, και εστρεψε τα προσωπα των προβατων του ποιμνιου του Λαβαν προς τα παρδαλα και προς παντα τα μελανωπα? τα δε εαυτου ποιμνια εθεσε χωριστα, και δεν εθεσεν αυτα μετα των προβατων του Λαβαν.
41 Valahányszor erős juhok párosodtak, Jákob odatette a vesszőket a vályúkba a juhok szeme elé, hogy azokra nézzenek, amikor fogannak.41 Και καθ' ον καιρον τα πρωιμα προβατα ηρχοντο εις συλληψιν, ο Ιακωβ εθετε τας ραβδους εις τα αυλακια εμπροσθεν των οφθαλμων του ποιμνιου, δια να συλλαμβανωσι βλεποντα προς τας ραβδους?
42 Amikor azonban gyenge juhok voltak ott, nem tette oda őket. Így aztán, ami gyenge volt, Lábáné lett, ami pedig erős volt, Jákobé lett.42 οτε δε τα προβατα ησαν οψιμα, δεν εθετεν αυτας? και ουτω τα οψιμα ησαν του Λαβαν, τα δε πρωιμα του Ιακωβ.
43 Jól meg is gazdagodott ez az ember, lett neki sok nyája, szolgálója és rabszolgája, tevéje meg szamara.43 Και ηυξησεν ο ανθρωπος σφοδρα σφοδρα, και απεκτησε ποιμνια πολλα και δουλας και δουλους και καμηλους και ονους.