Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 24


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ábrahám, akit az Úr mindennel megáldott, öreg és élemedett korú volt már.1 Ητο δε ο Αβρααμ γερων προβεβηκως την ηλικιαν? και ο Κυριος ευλογησε τον Αβρααμ κατα παντα.
2 Akkor Ábrahám azt mondta háza legöregebb szolgájának, aki gondját viselte mindenének, amije volt: »Tedd a kezedet az ágyékom alá,2 Και ειπεν ο Αβρααμ προς τον δουλον αυτου τον πρεσβυτερον της οικιας αυτου, τον επιστατην παντων των υπαρχοντων αυτου, Βαλε, παρακαλω, την χειρα σου υπο τον μηρον μου?
3 hadd eskesselek meg az Úrra, az ég és föld Istenére, hogy nem veszel fiamnak feleséget a kánaániak lányai közül, akik között lakom,3 και θελω σε ορκισει εις Κυριον τον Θεον του ουρανου και τον Θεον της γης, οτι δεν θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ των θυγατερων των Χαναναιων, μεταξυ των οποιων εγω κατοικω?
4 hanem elmégy az én földemre és az én rokonságomhoz, s onnan veszel feleséget fiamnak, Izsáknak!«4 αλλ' εις τον τοπον μου, και εις την συγγενειαν μου θελεις υπαγει, και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου τον Ισαακ.
5 A szolga azt felelte: »Hátha nem akar az a lány eljönni velem erre a földre? Vigyem vissza akkor a fiadat arra a helyre, ahonnan kijöttél?«5 Ειπε δε προς αυτον ο δουλος, Ισως δεν θεληση η γυνη να μοι ακολουθηση εις την γην ταυτην? πρεπει να φερω τον υιον σου εις την γην εκ της οποιας εξηλθες;
6 Ábrahám erre így szólt: »Őrizkedj attól, hogy valaha is visszavidd a fiamat oda!6 Και ειπε προς αυτον ο Αβρααμ, Προσεχε, μη φερης τον υιον μου εκει?
7 Az Úr, az ég Istene, aki kihozott engem atyám házából és szülőföldemről, aki szólt hozzám, és megesküdött nekem, azt mondta: ‘Ivadékodnak adom majd ezt a földet!’ – Ő elküldi majd angyalát előtted, s kapsz onnan feleséget a fiamnak.7 Κυριος ο Θεος του ουρανου, οστις με ελαβεν εκ του οικου του πατρος μου και εκ της γης της γεννησεως μου, και οστις ελαλησε προς εμε και οστις ωμοσεν εις εμε λεγων, εις το σπερμα σου θελω δωσει την γην ταυτην, αυτος θελει αποστειλει τον αγγελον αυτου εμπροσθεν σου? και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκειθεν?
8 Ha azonban a lány nem akar követni téged, nem kötelez ez az eskü. A fiamat azonban ne vidd vissza oda!«8 εαν δε η γυνη δεν θελη να σε ακολουθηση, τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκου μου τουτου? μονον τον υιον μου να μη φερης εκει.
9 Erre a szolga odatette kezét urának, Ábrahámnak az ágyéka alá, és megesküdött neki erre a dologra.9 Και εβαλεν ο δουλος την χειρα αυτου υπο τον μηρον του Αβρααμ του κυριου αυτου, και ωρκισθη εις αυτον περι του πραγματος τουτου.
10 A szolga vett azután tíz tevét ura csordájából, vitt magával mindenféle javaiból, aztán elindult, elment, és eljutott Arám Naharaimba, Náchor városához.10 Και ελαβεν ο δουλος δεκα καμηλους εκ των καμηλων του κυριου αυτου και ανεχωρησε, φερων μεθ' εαυτου απο παντων των αγαθων του κυριου αυτου? και σηκωθεις, υπηγεν εις την Μεσοποταμιαν, εις την πολιν του Ναχωρ.
11 Miután pedig letelepítette a tevéket a városon kívül, a kút mellett, estefelé, olyan idő tájban, amikor az asszonyok vizet meríteni járnak, így szólt:11 Και εγονατισε τας καμηλους εξω της πολεως παρα το φρεαρ του υδατος, προς το εσπερας, οτε εξερχονται αι γυναικες δια να αντλησωσιν υδωρ.
12 »Uram, Ábrahámnak, az én uramnak Istene, esedezem, jöjj ma segítségemre, és cselekedj irgalmasságot a gazdámmal, Ábrahámmal!12 Και ειπε, Κυριε Θεε του κυριου μου Αβρααμ, δος μοι, δεομαι, καλον συναντημα σημερον, και καμε ελεος εις τον κυριον μου Αβρααμ?
13 Íme, itt állok a víz forrása mellett, s ki fognak jönni e város lakóinak lányai vizet meríteni.13 ιδου, εγω ισταμαι πλησιον της πηγης του υδατος? αι δε θυγατερες των κατοικων της πολεως εξερχονται δια να αντλησωσιν υδωρ?
14 Add tehát, hogy az a lány, aki, ha azt mondom neki: ‘Döntsd meg korsódat, hadd igyam’, azt válaszolja: ‘Igyál, sőt, a tevéidet is megitatom’ – az legyen az, akit szolgádnak, Izsáknak rendeltél, s erről ismerjem meg, hogy irgalmasságot cselekedtél urammal!«14 και η κορη προς την οποιαν ειπω, Επικλινον, παρακαλω, την υδριαν σου δια να πιω, και αυτη ειπη, Πιε και θελω ποτισει και τας καμηλους σου, αυτη ας ηναι εκεινη, την οποιαν ητοιμασας εις τον δουλον σου τον Ισαακ? και εκ τουτου θελω γνωρισει οτι εκαμες ελεος εις τον κυριον μου.
15 Még be sem fejezte magában ezeket a szavakat, amikor íme, korsóval a vállán kijött Rebekka, annak a Bátuelnek a lánya, akit Melka, Náchornak, Ábrahám fivérének a felesége szült.15 Και πριν αυτος παυση λαλων, ιδου, εξηρχετο η Ρεβεκκα, ητις εγεννηθη εις τον Βαθουηλ, υιον της Μελχας, γυναικος του Ναχωρ, αδελφου του Αβρααμ, εχουσα την υδριαν αυτης επι του ωμου αυτης.
16 A lány igen szép volt, még szűz, férfit nem ismert. Lement a forráshoz, telemerítette korsóját, és feljött.16 Η δε κορη ητο ωραια την οψιν σφοδρα, παρθενος, και ανηρ δεν ειχε γνωρισει αυτην? αφου λοιπον κατεβη εις την πηγην, εγεμισε την υδριαν αυτης και ανεβαινε.
17 A szolga ekkor eléje szaladt, és így szólt: »Adj egy kis vizet innom a korsódból!«17 Δραμων δε ο δουλος εις συναντησιν αυτης ειπε, Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ εκ της υδριας σου.
18 A lány azt felelte: »Igyál, uram!« Azzal gyorsan leeresztette korsóját karjára, s inni adott neki.18 Η δε ειπε, Πιε, κυριε μου? και εσπευσε και κατεβιβασε την υδριαν αυτης επι τον βραχιονα αυτης, και εποτισεν αυτον.
19 Amikor aztán ivott, hozzátette: »Sőt, tevéidnek is merítek vizet, amíg eleget nem isznak!«19 και αφου επαυσε ποτιζουσα αυτον ειπε, Και δια τας καμηλους σου θελω αντλησει, εωσου πιωσι πασαι.
20 Ki is öntötte korsóját az itatóba, visszafutott a kúthoz, hogy vizet merítsen. Merített, és adott valamennyi tevének.20 Και παρευθυς εξεκενωσε την υδριαν αυτης εις την ποτιστραν, και εδραμεν ετι εις το φρεαρ δια να αντληση, και ηντλησε δια πασας τας καμηλους αυτου.
21 A szolga csak hallgatagon nézte, mert meg akarta tudni, szerencséssé tette-e az Úr az ő útját, vagy sem.21 Ο δε ανθρωπος, θαυμαζων δι' αυτην, εσιωπα, δια να γνωριση αν κατευωδωσεν ο Κυριος την οδον αυτου η ουχι.
22 Amikor aztán ittak a tevék, a férfi elővett két aranyfüggőt, amely fél sékelt nyomott, s ugyanannyi karkötőt, amelynek a súlya tíz sékel volt.22 Και αφου επαυσαν αι καμηλοι πινουσαι, ελαβεν ο ανθρωπος ενωτια χρυσα βαρους ημισεος σικλου, και δυο βραχιολια δια τας χειρας αυτης, βαρους δεκα σικλων χρυσιου?
23 Aztán megkérdezte: »Kinek a lánya vagy? Mondd csak nekem, van-e atyád házában hely megszállni?«23 και ειπε, Τινος θυγατηρ εισαι συ; ειπε μοι, παρακαλω? ειναι εν τη οικια του πατρος σου τοπος δι' ημας προς καταλυμα;
24 Az így felelt: »Melka fiának, akit Náchornak szült, Bátuelnek a lánya vagyok.«24 Η δε ειπε προς αυτον? ειμαι θυγατηρ Βαθουηλ του υιου της Μελχας, τον οποιον εγεννησεν εις τον Ναχωρ.
25 Majd hozzátette: »Alom meg széna igen sok van nálunk, hely is van bővében megszállni.«25 ειπεν ετι προς αυτον, Ειναι εις ημας και αχυρα και τροφη πολλη και τοπος προς καταλυμα.
26 A férfi erre meghajtotta magát, leborult az Úr előtt,26 Τοτε εκλινεν ο ανθρωπος και προσεκυνησε τον Κυριον?
27 és azt mondta: »Áldott legyen az Úr, uramnak, Ábrahámnak Istene, aki nem vonta meg irgalmasságát és hűségét gazdámtól, sőt, egyenesen gazdám testvérének házába vezérelt utamon!«27 και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του κυριου μου Αβρααμ, οστις δεν εγκατελιπε το ελεος αυτου και την αληθειαν αυτου απο του κυριου μου? ο Κυριος με κατευωδωσεν εις τον οικον των αδελφων του κυριου μου.
28 Elfutott erre a lány, s hírül vitte anyja házának mindazt, amit hallott.28 Δραμουσα δε η κορη ανηγγειλεν εις τον οικον της μητρος αυτης τα πραγματα ταυτα.
29 Volt pedig Rebekkának egy fivére, akit Lábánnak hívtak; ő sietve kiment ahhoz az emberhez, oda, ahol a forrás volt.29 Ειχε δε η Ρεβεκκα αδελφον ονομαζομενον Λαβαν? και εδραμεν ο Λαβαν προς τον ανθρωπον εξω εις την πηγην.
30 Amikor ugyanis látta a függőket és testvére kezén a karkötőket, s hallotta mindazokat a szavakat, amelyekkel az elbeszélte: »Ezt és ezt mondta nékem az az ember« – kiment ahhoz az emberhez, aki a tevék mellett álldogált a vízforrásnál,30 Και ως ειδε τα ενωτια και τα βραχιολια εις τας χειρας της αδελφης αυτου, και ως ηκουσε τους λογους Ρεβεκκας της αδελφης αυτου, λεγουσης, Ουτως ελαλησε προς εμε ο ανθρωπος, ηλθε προς τον ανθρωπον? και ιδου, ιστατο πλησιον των καμηλων επι της πηγης.
31 és azt mondta neki: »Gyere be, áldottja az Úrnak! Miért álldogálsz idekinn? Elkészítettem a házat és a tevéknek a helyet!«31 Και ειπεν, Εισελθε, ευλογημενε του Κυριου? δια τι ιστασαι εξω; επειδη εγω ητοιμασα την οικιαν και τοπον δια τας καμηλους.
32 Azzal bevezette a szállásra, leszedte a szerszámot a tevékről, és almot meg szénát adott a tevéknek, valamint vizet, hogy ő meg emberei, akik vele jöttek, megmoshassák lábukat.32 Και εισηλθεν ο ανθρωπος εις την οικιαν, και εκεινος εξεφορτωσε τας καμηλους και εδωκεν αχυρα και τροφην εις τας καμηλους και υδωρ δια νιψιμον των ποδων αυτου και των ποδων των ανθρωπων των μετ' αυτου.
33 Aztán ennivalót tett eléje. Ő azonban így szólt: »Nem eszem, amíg el nem mondom mondandómat!« Azt felelte neki: »Mondd hát el!«33 Και παρετεθη εμπροσθεν αυτου φαγητον? αυτος ομως ειπε, Δεν θελω φαγει, εωσου λαλησω τον λογον μου. Ο δε ειπε, Λαλησον.
34 Erre ő így szólt: »Ábrahám szolgája vagyok.34 Και ειπεν, Εγω ειμαι δουλος του Αβρααμ.
35 Igen megáldotta az Úr az én uramat, úgyhogy naggyá vált: adott neki juhot, marhát, ezüstöt, aranyat, rabszolgát, szolgálót, tevét és szamarat.35 Και ο Κυριος ευλογησε τον κυριον μου σφοδρα, και εγεινε μεγας? και εδωκεν εις αυτον προβατα και βοας και αργυριον και χρυσιον και δουλους και δουλας και καμηλους και ονους.
36 Sára meg, a gazdám felesége öregkorában fiút szült uramnak, és ő neki adta mindenét, amije volt.36 Και εγεννησε Σαρρα, η γυνη του κυριου μου, υιον εις τον κυριον μου, αφου εγηρασε? και εδωκεν εις αυτον παντα οσα εχει.
37 Engem pedig megesketett az én uram, és azt mondta: ‘Ne végy feleséget fiamnak a kánaániak lányai közül, akiknek a földjén lakom.37 Και με ωρκισεν ο κυριος μου, λεγων, Δεν θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ των θυγατερων των Χαναναιων, εις την γην των οποιων εγω κατοικω?
38 Menj el atyám házához, és a rokonságomból végy feleséget fiamnak!’38 αλλ' εις τον οικον του πατρος μου θελεις υπαγει και εις την συγγενειαν μου, και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου.
39 Azt feleltem erre a gazdámnak: Hátha nem akar a lány eljönni velem?39 Και ειπον προς τον κυριον μου, Ισως δεν θεληση η γυνη να με ακολουθηση.
40 Ő azt mondta: ‘Az Úr, akinek színe előtt járok, elküldi majd angyalát veled, ő vezérli utadat, és kapsz feleséget fiamnak rokonságomból és atyám házából.40 Ο δε ειπε προς εμε, Ο Κυριος, εμπροσθεν του οποιου περιεπατησα, θελει αποστειλει τον αγγελον αυτου μετα σου και θελει κατευοδωσει την οδον σου? και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ της συγγενειας μου και εκ του οικου του πατρος μου?
41 Ha elmégy rokonaimhoz, és nem adnak neked, akkor mentes leszel átkomtól.’41 τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκισμου μου? οταν υπαγης προς την συγγενειαν μου και δεν δωσωσιν εις σε, τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκισμου μου.
42 Eljöttem tehát ma ehhez a vízforráshoz, és azt mondtam: Uram, Ábrahámnak, az én uramnak Istene, ha eddig vezérelted utamat, amelyen most járok –42 Και ελθων σημερον εις την πηγην, ειπον, Κυριε ο Θεος του κυριου μου Αβρααμ, κατευοδωσον, δεομαι, την οδον μου, εις την οποιαν εγω υπαγω?
43 íme, itt állok a vízforrás mellett –, add, hogy az a leány, aki kijön vizet meríteni, és azt hallja tőlem: Adj egy kis vizet innom a korsódból,43 ιδου, εγω ισταμαι πλησιον της πηγης του υδατος? και η κορη ητις εξερχεται δια να αντληση και προς την οποιαν ειπω, Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ εκ της υδριας σου,
44 azt mondja majd nekem: ‘Igyál csak, és a tevéidnek is merítek’ – az legyen az az asszony, akit az Úr az én uram fiának rendelt!44 και αυτη με ειπη, Και συ πιε, και δια τας καμηλους σου ακομη θελω αντλησει, αυτη ας ηναι η γυνη, την οποιαν ητοιμασεν ο Κυριος δια τον υιον του κυριου μου.
45 És amíg csöndben ezeket forgattam magamban, megjelent Rebekka. Odajött, korsó volt a vállán, lement a forráshoz és vizet merített. Én pedig megszólítottam: Adj egy kicsit innom!45 Και πριν παυσω λαλων εν τη καρδια μου, ιδου, η Ρεβεκκα εξηρχετο εχουσα την υδριαν αυτης επι του ωμου αυτης? και κατεβη εις την πηγην και ηντλησεν? ειπον δε προς αυτην, Ποτισον με, παρακαλω.
46 Ő sietve leeresztette válláról a korsót, és azt mondta nekem: ‘Igyál csak, és a tevéidet is megitatom!’ Ittam, és ő megitatta a tevéket is.46 Η δε εσπευσε και κατεβιβασε την υδριαν αυτης επανωθεν αυτης και ειπε, Πιε, και θελω ποτισει και τας καμηλους σου? επιον λοιπον και εποτισε και τας καμηλους.
47 Erre megkérdeztem: Kinek a lánya vagy? Azt felelte: ‘Bátuel lánya vagyok, Náchornak azé a fiáé, akit Melka szült neki.’ Erre a függőket rátéve felékesítettem az arcát, karjára pedig ráhúztam a karkötőket.47 Και ηρωτησα αυτην και ειπον, Τινος θυγατηρ εισαι; η δε ειπε, Θυγατηρ του Βαθουηλ, υιου του Ναχωρ, τον οποιον εγεννησεν εις αυτον η Μελχα? και περιεθεσα τα ενωτια εις το προσωπον αυτης και τα βραχιολια επι τας χειρας αυτης.
48 Aztán arcra borultam az Úr előtt, és áldottam az Urat, az én uramnak, Ábrahámnak Istenét, aki a helyes úton vezérelt engem, hogy uram testvérének lányát vigyem feleségül a fiának.48 Και κλινας προσεκυνησα τον Κυριον? και ευλογησα Κυριον τον Θεον του κυριον μου Αβρααμ, οστις με κατευωδωσεν εις την αληθινην οδον, δια να λαβω την θυγατερα του αδελφου του κυριου μου εις τον υιον αυτου.
49 Azért tehát, ha irgalmat és hűséget akartok cselekedni urammal, adjátok tudtomra; ha pedig mást akartok, mondjátok meg azt is, hadd menjek jobbra vagy balra!«49 Τωρα λοιπον, εαν θελητε να καμητε ελεος και αληθειαν προς τον κυριον μου, ειπατε μοι, ει δε μη, ειπατε μοι, δια να στραφω δεξια η αριστερα.
50 Azt felelte erre Lábán és Bátuel: »Az Úrtól való ez a dolog, mi nem mondhatunk neked sem jót, sem rosszat.50 Και αποκριθεντες ο Λαβαν και ο Βαθουηλ, ειπον, Παρα Κυριου εξηλθε το πραγμα? ημεις δεν δυναμεθα να σοι ειπωμεν κακον η καλον?
51 Itt van Rebekka előtted: vedd és menj, legyen felesége urad fiának, ahogy az Úr szólt.«51 ιδου, η Ρεβεκκα εμπροσθεν σου? λαβε αυτην και υπαγε? και ας ηναι γυνη του υιου του κυριου σου, καθως ελαλησεν ο Κυριος.
52 Amikor Ábrahám szolgája meghallotta ezt, leborult, és földig hajtotta magát az Úr előtt.52 Και οτε ηκουσεν ο δουλος του Αβρααμ τους λογους αυτων, προσεκυνησεν εως εδαφους τον Κυριον.
53 Aztán ezüst- és aranytárgyakat meg ruhákat vett elő, és odaadta Rebekkának ajándékba; a fivérének és anyjának is adott ajándékot.53 Και εκβαλων ο δουλος σκευη αργυρα και σκευη χρυσα και ενδυματα, εδωκεν εις την Ρεβεκκαν? εδωκεν ετι δωρα εις τον αδελφον αυτης και εις την μητερα αυτης.
54 Lakomához kezdtek, ettek és ittak mindnyájan, aztán lepihentek ott. Reggel aztán felkelt a szolga, és így szólt: »Bocsássatok el engem, hadd menjek el uramhoz!«54 Και εφαγον και επιον, αυτος και οι ανθρωποι οι μετ' αυτου, και διενυκτερευσαν? και αφου εσηκωθησαν το πρωι, ειπεν, Εξαποστειλατε με προς τον κυριον μου.
55 A lány testvére és anyja azt felelték: »Maradjon a lány még legalább tíz napig nálunk, azután hadd menjen!« –55 Ειπον δε ο αδελφος αυτης και η μητηρ αυτης, Ας μεινη η κορη μεθ' ημων ημερας τινας, τουλαχιστον δεκα? μετα ταυτα θελει απελθει.
56 »Ne tartóztassatok fel – mondta erre a szolga –, hisz az Úr vezérelte utamat! Bocsássatok el, hadd menjek uramhoz!«56 Και ειπε προς αυτους, Μη με κρατειτε, διοτι ο Κυριος κατευωδωσε την οδον μου? εξαποστειλατε με να υπαγω προς τον κυριον μου.
57 Erre ők azt felelték: »Hívjuk ide a lányt, kérdezzük meg az ő akaratát!«57 Οι δε ειπον, Ας καλεσωμεν την κορην και ας ερωτησωμεν την γνωμην αυτης.
58 Hívatták, s amikor odajött, megkérdezték tőle: »El akarsz-e menni ezzel az emberrel?« Ő azt válaszolta: »Megyek!«58 Και εκαλεσαν την Ρεβεκκαν και ειπον προς αυτην, Υπαγεις μετα του ανθρωπου τουτου; Η δε ειπεν, Υπαγω.
59 Elbocsátották tehát Rebekkát, a nővérüket, és a dajkáját, Ábrahám szolgáját, valamint a kísérőit.59 Και εξαπεστειλαν την Ρεβεκκαν την αδελφην αυτων και την τροφον αυτης, και τον δουλον του Αβρααμ και τους ανθρωπους αυτου
60 Jó szerencsét kívántak nővérüknek, és ezt mondták neki: »Nővérünk, szaporodjál ezerszer ezerre, s legyenek utódodé ellenségeinek kapui!«60 Και ευλογησαν την Ρεβεκκαν και ειπον προς αυτην, Αδελφη ημων εισαι, ειθε να γεινης εις χιλιαδας μυριαδων, και το σπερμα σου να εξουσιαση τας πυλας των εχθρων αυτου
61 Erre Rebekka és a szolgálólányai felszálltak a tevékre, és követték a férfit, a szolga pedig fogta Rebekkát, és elment.61 Και εσηκωθη η Ρεβεκκα και αι θεραπαιναι αυτης, και εκαθισαν επι τας καμηλους, και υπηγον κατοπιν του ανθρωπου? και ελαβεν ο δουλος την Ρεβεκκαν και ανεχωρησεν.
62 Izsák eközben megérkezett Lahai-Rói kútjának vidékéről, és a Negeb földjén lakott.62 Ο δε Ισαακ επεστρεφεν απο του φρεατος Λαχαι-ροι? διοτι κατωκει εν τη γη της μεσημβριας.
63 Mivel a nap alkonyatra hajlott már, kiment busongani a mezőre. Amikor azonban felemelte szemét, látta, hogy tevék jönnek a távolban.63 Και εξηλθεν ο Ισαακ να προσευχηθη εν τη πεδιαδι περι το εσπερας? και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, ηρχοντο καμηλοι.
64 Rebekka is felemelte szemét, és meglátta Izsákot. Erre leszállt a tevéről,64 και υψωσασα η Ρεβεκκα τους οφθαλμους αυτης ειδε τον Ισαακ και κατεπηδησεν απο της καμηλου.
65 és megkérdezte a szolgától: »Ki az az ember, aki jön elénk a mezőn?« A szolga azt felelte neki: »Ő az én uram!« Erre a lány hamar fogta a fátylát, és befödte magát.65 Διοτι ειχεν ειπει προς τον δουλον, Τις ειναι ο ανθρωπος εκεινος, ο ερχομενος δια της πεδιαδος εις συναντησιν ημων; Ο δε δουλος ειχεν ειπει, Ειναι ο κυριος μου. Και αυτη λαβουσα την καλυπτραν, εσκεπασθη.
66 A szolga aztán elbeszélte Izsáknak mindazt, amit végzett,66 Και διηγηθη ο δουλος προς τον Ισαακ παντα οσα ειχε πραξει.
67 az pedig bevitte Rebekkát anyjának, Sárának sátrába. Feleségül vette, és annyira megszerette, hogy megvigasztalódott fájdalmától, amelyet anyja halála miatt érzett.67 Ο δε Ισαακ εφερεν αυτην εις την σκηνην της μητρος αυτου Σαρρας? και ελαβε την Ρεβεκκαν, και εγεινεν αυτου γυνη, και ηγαπησεν αυτην? και παρηγορηθη ο Ισαακ περι της μητρος αυτου.