1 Οι ασεβεις φευγουσιν ουδενος διωκοντος? οι δε δικαιοι εχουσι θαρρος ως λεων. | 1 Gli empi fuggono, senza che alcuno li perseguiti; Ma i giusti stanno sicuri, come un leoncello |
2 Δια τα αμαρτηματα του τοπου πολλοι ειναι οι αρχοντες αυτου? δι' ανθρωπου ομως συνετου και νοημονος το πολιτευμα αυτου θελει διαρκει. | 2 Come il paese, per li suoi misfatti, cangia spesso di principe; Così, per amor degli uomini savi ed intendenti, Il principe vive lungamente |
3 Πτωχος ανθρωπος και δυναστευων πτωχους ειναι ως βροχη κατακλυζουσα, ητις δεν διδει αρτον. | 3 L’uomo povero, che oppressa i miseri, È come una pioggia strabocchevole, che fa che non vi è del pane |
4 Οσοι εγκαταλειπουσι τον νομον, εγκωμιαζουσι τους ασεβεις? αλλ' οι φυλαττοντες τον νομον αντιμαχονται εις αυτους. | 4 Coloro che lasciano la Legge lodano gli empi; Ma coloro che la guardano fanno loro la guerra |
5 Οι κακοι ανθρωποι δεν θελουσι νοησει κρισιν? αλλ' οι ζητουντες τον Κυριον θελουσι νοησει τα παντα. | 5 Gli uomini dati al male non intendono la dirittura; Ma quelli che cercano il Signore intendono ogni cosa |
6 Καλητερος ο πτωχος ο περιπατων εν τη ακεραιοτητι αυτου, παρα τον διεστραμμενον τας οδους αυτου, και αν ηναι πλουσιος. | 6 Meglio vale il povero che cammina nella sua integrità, Che il perverso che cammina per due vie, benchè egli sia ricco |
7 Ο φυλαττων τον νομον ειναι υιος συνετος? ο δε φιλος των ασωτων καταισχυνει τον πατερα αυτου. | 7 Chi guarda la Legge è figliuolo intendente; Ma chi è compagno de’ ghiottoni fa vergogna a suo padre |
8 Ο αυξανων την περιουσιαν αυτου δια τοκου και πλεονεξιας συναγει αυτην δια τον ελεουντα τους πτωχους. | 8 Chi accresce i suoi beni con usura e con interesse, Li aduna per colui che dona a’ poveri |
9 Του εκκλινοντος το ωτιον αυτου απο του να ακουη τον νομον, και αυτη η προσευχη αυτου θελει εισθαι βδελυγμα. | 9 Chi rivolge indietro l’orecchio, per non udir la Legge, La sua orazione altresì sarà in abbominio |
10 Ο αποπλανων τους ευθεις εις οδον κακην αυτος θελει πεσει εις τον ιδιον αυτου λακκον? αλλ' οι αμεμπτοι θελουσι κληρονομησει αγαθα. | 10 Chi travia gli uomini diritti per via cattiva. Caderà egli stesso nella sua fossa; Ma gli uomini intieri erederanno il bene |
11 Ο πλουσιος ανθρωπος νομιζει εαυτον σοφον? αλλ' ο συνετος πτωχος εξελεγχει αυτον. | 11 Il ricco si reputa savio; Ma il povero intendente l’esamina |
12 Οταν οι δικαιοι θριαμβευωσι, μεγαλη ειναι η δοξα? αλλ' οταν οι ασεβεις υψονωνται, οι ανθρωποι κρυπτονται. | 12 Quando i giusti trionfano, la gloria è grande; Ma quando gli empi sorgono, gli uomini son ricercati |
13 Ο κρυπτων τας αμαρτιας αυτου δεν θελει ευοδωθη? ο δε εξομολογουμενος και παραιτων αυτας θελει ελεηθη. | 13 Chi copre i suoi misfatti non prospererà; Ma chi li confessa, e li lascia, otterrà misericordia |
14 Μακαριος ο ανθρωπος ο φοβουμενος παντοτε? οστις ομως σκληρυνει την καρδιαν αυτου, θελει πεσει εις συμφοραν. | 14 Beato l’uomo che si spaventa del continuo; Ma chi indura il suo cuore caderà nel male |
15 Λεων βρυχωμενος και αρκτος πεινωσα ειναι διοικητης ασεβης επι λαον πενιχρον. | 15 Un signore empio, che signoreggia sopra un popolo povero, È un leon ruggente, ed un orso affamato |
16 Ο ηγεμων ο στερουμενος συνεσεως πληθυνει τας καταδυναστειας? ο δε μισων την αρπαγην θελει μακρυνει τας ημερας αυτου. | 16 Un rettore privo di ogni prudenza fa anche molte storsioni; Ma quel che odia l’avarizia prolungherà i suoi giorni |
17 Ο ανθρωπος ο ενοχος αιματος ανθρωπου θελει σπευσει εις τον λακκον? ουδεις θελει κρατησει αυτον. | 17 L’uomo che fa violenza nel sangue alle persone, Fuggirà fino alla fossa, e niuno lo potrà sostenere |
18 Ο περιπατων εν ακεραιοτητι θελει σωθη? ο δε διεστραμμενος εν ταις οδοις αυτου θελει πεσει δια μιας. | 18 Chi cammina in integrità sarà salvo; Ma il perverso, che cammina per due vie, caderà in un tratto |
19 Ο εργαζομενος την γην αυτου θελει χορτασθη αρτον? ο δε ακολουθων τους ματαιοφρονας θελει εμπλησθη πτωχειας. | 19 Chi lavora la sua terra sarà saziato di pane; Ma chi va dietro agli uomini da nulla sarà saziato di povertà |
20 Ο πιστος ανθρωπος θελει εχει πολλην ευλογιαν? αλλ' οστις σπευδει να πλουτηση, δεν θελει μεινει ατιμωρητος. | 20 L’uomo leale avrà molte benedizioni; Ma chi si affretta di arricchire non sarà tenuto innocente |
21 Να ηναι τις προσωποληπτης, δεν ειναι καλον? διοτι ο τοιουτος ανθρωπος δι' εν κομματιον αρτου θελει ανομησει. | 21 Egli non è bene di aver riguardo alla qualità delle persone; E per un boccon di pane l’uomo commette misfatto |
22 Ο εχων πονηρον οφθαλμον σπευδει να πλουτηση, και δεν καταλαμβανει οτι η ενδεια θελει ελθει επ' αυτον. | 22 Chi si affretta di arricchire è uomo d’occhio maligno, E non sa che povertà gli avverrà |
23 Ο ελεγχων ανθρωπον υστερον θελει ευρει περισσοτεραν χαριν, παρα τον κολακευοντα δια της γλωσσης. | 23 Chi riprende alcuno ne avrà in fine maggior grazia Che chi lo lusinga con la lingua |
24 Ο κλεπτων τον πατερα αυτου η την μητερα αυτου, και λεγων, Τουτο δεν ειναι αμαρτια, αυτος ειναι συντροφος του ληστου. | 24 Chi ruba suo padre e sua madre, E dice: Non vi è misfatto alcuno, È compagno del ladrone |
25 Ο αλαζων την καρδιαν διεγειρει εριδας? ο δε θαρρων επι Κυριον θελει παχυνθη. | 25 Chi ha l’animo gonfio muove contese; Ma chi si confida nel Signore sarà ingrassato |
26 Ο θαρρων επι την ιδιαν αυτου καρδιαν ειναι αφρων? αλλ' ο περιπατων εν σοφια, ουτος θελει σωθη. | 26 Chi si confida nel suo cuore è stolto; Ma chi cammina in sapienza scamperà |
27 Οστις διδει εις τους πτωχους, δεν θελει ελθει εις ενδειαν? αλλ' οστις αποστρεφει τους οφθαλμους αυτου, θελει εχει πολλας καταρας. | 27 Chi dona al povero non avrà alcun bisogno; Ma chi nasconde gli occhi da esso avrà molte maledizioni |
28 Οταν οι ασεβεις υψονωνται, οι ανθρωποι κρυπτονται? αλλ' εν τη απωλεια εκεινων οι δικαιοι πληθυνονται. | 28 Quando gli empi sorgono, gli uomini si nascondono; Ma quando periscono, i giusti moltiplicano |