ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ - Proverbi - Proverbs 23
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
---|---|
1 Οταν καθησης να φαγης μετα αρχοντος, παρατηρει επιμελως τα παρατιθεμενα εμπροσθεν σου? | 1 Wenn du zu Tisch sitzt bei einem Herrscher, so achte nur auf das, was vor dir steht. |
2 και βαλε μαχαιραν εις τον λαιμον σου, εαν ησαι αδηφαγος? | 2 Setz ein Messer an deine Kehle, wenn du ein gieriger Mensch bist. |
3 μη επιθυμει τα εδεσματα αυτου? διοτι ταυτα ειναι τροφη δολιοτητος. | 3 Sei nicht begierig auf seine Leckerbissen, sie sind eine trügerische Speise. |
4 Μη μεριμνα δια να γεινης πλουσιος? απεχε απο της σοφιας σου. | 4 Müh dich nicht ab, um Reichtum zu erwerben und dabei deine Einsicht aufzugeben. |
5 Θελεις επιστησει τους οφθαλμους σου εις το μη υπαρχον; διοτι ο πλουτος κατασκευαζει βεβαιως εις εαυτον πτερυγας ως αετου και πετα προς τον ουρανον. | 5 Flüchtig ist er; schaust du nach ihm, ist er weg; plötzlich macht er sich Flügel und fliegt wie ein Adler zum Himmel. |
6 Μη τρωγε τον αρτον του φθονερου, μηδε επιθυμει τα εδεσματα αυτου? | 6 Iss nicht das Brot des Geizigen, sei nicht begierig auf seine Leckerbissen! |
7 διοτι καθως φρονει εν τη ψυχη αυτου, τοιουτος ειναι? φαγε και πιε, λεγει προς σε? αλλ' η καρδια αυτου δεν ειναι μετα σου. | 7 Denn sie schmecken in der Kehle wie etwas Ekliges. Er sagt zu dir: Iss und trink!, doch sein Herz ist dir nicht zugetan. |
8 Το ψωμιον, το οποιον εφαγες, θελεις εξεμεσει και θελεις χασει τας γλυκειας συνομιλιας σου. | 8 Den Bissen, den du gegessen hast, musst du erbrechen und deine freundlichen Worte hast du vergeudet. |
9 Μη λαλει εις τα ωτα του αφρονος? διοτι θελει καταφρονησει την σοφιαν των λογων σου. | 9 Rede nicht vor den Ohren eines Törichten, denn er missachtet deine klugen Worte. |
10 Μη μετακινει ορια αρχαια? και μη εισελθης εις τους αγρους των ορφανων? | 10 Verschieb nicht die alte Grenze, dring nicht in die Felder der Waisen vor! |
11 διοτι ο Λυτρωτης αυτων ειναι ισχυρος? αυτος θελει εκδικασει την δικην αυτων εναντιον σου. | 11 Denn ihr Anwalt ist mächtig, er wird ihre Sache gegen dich führen. |
12 Προσκολλησον την καρδιαν σου εις την παιδειαν και τα ωτα σου εις τους λογους της γνωσεως. | 12 Öffne dein Herz für die Zucht, dein Ohr für verständige Reden! |
13 Μη φειδου να παιδευης το παιδιον? διοτι εαν κτυπησης αυτο δια της ραβδου, δεν θελει αποθανει? | 13 Erspar dem Knaben die Züchtigung nicht; wenn du ihn schlägst mit dem Stock, wird er nicht sterben. |
14 συ κτυπων αυτο δια της ραβδου, θελεις ελευθερωσει την ψυχην αυτου εκ του αδου. | 14 Du schlägst ihn mit dem Stock, bewahrst aber sein Leben vor der Unterwelt. |
15 Υιε μου, εαν η καρδια σου γεινη σοφη, θελει ευφραινεσθαι και η καρδια εμου? | 15 Mein Sohn, wenn dein Herz weise ist, so freut sich auch mein eigenes Herz. |
16 και τα νεφρα μου θελουσιν αγαλλεσθαι, οταν τα χειλη σου λαλωσιν ορθα. | 16 Mein Inneres ist voll Jubel, wenn deine Lippen reden, was recht ist. |
17 Ας μη ζηλευη η καρδια σου τους αμαρτωλους? αλλ' εσο εν τω φοβω του Κυριου ολην την ημεραν? | 17 Dein Herz ereifere sich nicht wegen der Sünder, sondern eifere stets nach Gottesfurcht! |
18 διοτι βεβαιως ειναι αμοιβη, και η ελπις σου δεν θελει εκκοπη. | 18 Denn sicher gibt es eine Zukunft, deine Hoffnung wird nicht zerschlagen. |
19 Ακουε συ, υιε μου, και γινου σοφος, και κατευθυνε την καρδιαν σου εις την οδον. | 19 Höre, mein Sohn, und sei weise, lenk dein Herz auf geraden Weg! |
20 Μη εσο μεταξυ οινοποτων, μεταξυ κρεοφαγων ασωτων? | 20 Gesell dich nicht zu den Weinsäufern, zu solchen, die im Fleischgenuß schlemmen; |
21 διοτι ο μεθυσος και ο ασωτος θελουσι πτωχευσει? και ο υπνωδης θελει ενδυθη ρακη. | 21 denn Säufer und Schlemmer werden arm, Schläfrigkeit kleidet in Lumpen. |
22 Υπακουε εις τον πατερα σου, οστις σε εγεννησε? και μη καταφρονει την μητερα σου, οταν γηραση. | 22 Hör auf deinen Vater, der dich gezeugt hat, verachte deine Mutter nicht, wenn sie alt wird. |
23 Αγοραζε την αληθειαν και μη πωλει? την σοφιαν και την παιδειαν και την συνεσιν. | 23 Erwirb dir Wahrheit und verkauf sie nicht mehr: Weisheit, Zucht und Einsicht! |
24 Ο πατηρ του δικαιου θελει χαρη σφοδρα? και οστις γεννα σοφον υιον, θελει ευφραινεσθαι εις αυτον. | 24 Laut jubelt der Vater des Gerechten; wer einen weisen Sohn hat, kann sich über ihn freuen. |
25 Ο πατηρ σου και η μητηρ σου θελουσιν ευφραινεσθαι? μαλιστα εκεινη, ητις σε εγεννησε, θελει χαιρει. | 25 Deine Eltern mögen sich freuen; jubeln möge die Mutter, die dich gebar. |
26 Υιε μου, δος την καρδιαν σου εις εμε, και ας προσεχωσιν οι οφθαλμοι σου εις τας οδους μου? | 26 Gib mir dein Herz, mein Sohn, deine Augen mögen an meinen Wegen Gefallen finden; |
27 διοτι η πορνη ειναι λακκος βαθυς? και η αλλοτρια γυνη στενον φρεαρ. | 27 denn die Ehebrecherin ist eine tiefe Grube, die fremde Frau ein enger Brunnen. |
28 Αυτη προσετι ενεδρευει ως ληστης και πληθυνει τους παραβατας μεταξυ των ανθρωπων. | 28 Ja, wie ein Räuber lauert sie auf und mehrt die Verräter unter den Menschen. |
29 Εις τινα ειναι ουαι; εις τινα στεναγμοι; εις τινα εριδες; εις τινα ματαιολογιαι; εις τινα κτυπηματα ανευ αιτιας; εις τινα φλογωσις οφθαλμων; | 29 Wer hat Ach? Wer hat Weh? Wer Gezänk? Wer Klage? Wer hat Wunden wegen nichts? Wer trübe Augen? |
30 Εις τους εγχρονιζοντας εν τω οινω? εις εκεινους οιτινες διαγουσιν ανιχνευοντες οινοποσιας. | 30 Jene, die bis in die Nacht beim Wein sitzen, die kommen, um den Mischwein zu probieren. |
31 Μη θεωρει τον οινον οτι κοκκινιζει, οτι διδει το χρωμα αυτου εις το ποτηριον, οτι καταβαινει ευαρεστως. | 31 Schau nicht nach dem Wein, wie er rötlich schimmert, wie er funkelt im Becher: Er trinkt sich so leicht! |
32 Εν τω τελει αυτου δακνει ως οφις και κεντρονει ως βασιλισκος? | 32 Zuletzt beißt er wie eine Schlange, verspritzt Gift gleich einer Viper. |
33 Οι οφθαλμοι σου θελουσι κυτταξει αλλοτριας γυναικας, και η καρδια σου θελει λαλησει αισχρα? | 33 Deine Augen sehen seltsame Dinge, dein Herz redet wirres Zeug. |
34 και θελεις εισθαι ως κοιμωμενος εν μεσω θαλασσης, και ως κοιτωμενος επι κορυφης, καταρτιου? | 34 Du bist wie einer, der auf hoher See schläft, der einschläft über dem Steuer des Schiffes. |
35 με ετυπτον, θελεις ειπει, και δεν επονεσα? με εδειραν, και δεν ησθανθην? ποτε θελω εγερθη, δια να υπαγω να ζητησω αυτον παλιν; | 35 Man hat mich geschlagen, doch es tat mir nicht weh, man hat mich gehauen, aber ich habe nichts gespürt. Wann wache ich auf? Von neuem will ich zum Wein greifen. |