Scrutatio

Mercoledi, 22 maggio 2024 - Santa Rita da Cascia ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 9


font
GREEK BIBLEVULGATA
1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν?1 Et respondens Job, ait :
2 Αληθως εξευρω οτι ουτως εχει? αλλα πως ο ανθρωπος θελει δικαιωθη ενωπιον του Θεου;2 Vere scio quod ita sit,
et quod non justificetur homo compositus Deo.
3 Εαν θεληση να διαδικασθη μετ' αυτου δεν δυναται να αποκριθη προς αυτον εν εκ χιλιων.3 Si voluerit contendere cum eo,
non poterit ei respondere unum pro mille.
4 Ειναι σοφος την καρδιαν και κραταιος την δυναμιν? τις εσκληρυνθη εναντιον αυτου και ευτυχησεν;4 Sapiens corde est, et fortis robore :
quis restitit ei, et pacem habuit ?
5 Αυτος μετακινει τα ορη, και δεν γνωριζουσι τις εστρεψεν αυτα εν τη οργη αυτου.5 Qui transtulit montes, et nescierunt
hi quos subvertit in furore suo.
6 Αυτος σειει την γην απο του τοπου αυτης, και οι στυλοι αυτης σαλευονται.6 Qui commovet terram de loco suo,
et columnæ ejus concutiuntur.
7 Αυτος προσταζει τον ηλιον, και δεν ανατελλει? και κρυπτει υπο σφραγιδα τα αστρα.7 Qui præcipit soli, et non oritur,
et stellas claudit quasi sub signaculo.
8 Αυτος μονος εκτεινει τους ουρανους και πατει επι τα υψη της θαλασσης.8 Qui extendit cælos solus,
et graditur super fluctus maris.
9 Αυτος καμνει τον Αρκτουρον, τον Ωριωνα και την Πλειαδα και τα ταμεια του νοτου.9 Qui facit Arcturum et Oriona,
et Hyadas et interiora austri.
10 Αυτος καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα και θαυμασια αναριθμητα.10 Qui facit magna, et incomprehensibilia,
et mirabilia, quorum non est numerus.
11 Ιδου, διαβαινει πλησιον μου, και δεν βλεπω αυτον? διερχεται, και δεν εννοω αυτον.11 Si venerit ad me, non videbo eum ;
si abierit, non intelligam.
12 Ιδου, αφαιρει? τις θελει εμποδισει αυτον; τις θελει ειπει προς αυτον, Τι καμνεις;12 Si repente interroget, quis respondebit ei ?
vel quis dicere potest : Cur ita facis ?
13 Εαν ο Θεος δεν συρη την οργην αυτου, οι επηρμενοι βοηθοι καταβαλλονται υποκατω αυτου.13 Deus, cujus iræ nemo resistere potest,
et sub quo curvantur qui portant orbem.
14 Ποσον ολιγωτερον εγω ηθελον αποκριθη προς αυτον, εκλεγων τους προς αυτον λογους μου;14 Quantus ergo sum ego, ut respondeam ei,
et loquar verbis meis cum eo ?
15 προς τον οποιον, και αν ημην δικαιος, δεν ηθελον αποκριθη, αλλ' ηθελον ζητησει ελεος παρα του Κριτου μου.15 qui etiam si habuero quippiam justum, non respondebo :
sed meum judicem deprecabor.
16 Εαν κραξω, και μοι αποκριθη, δεν ηθελον πιστευσει οτι εισηκουσε της φωνης μου.16 Et cum invocantem exaudierit me,
non credo quod audierit vocem meam.
17 Διοτι με κατασυντριβει με ανεμοστροβιλον και πληθυνει τας πληγας μου αναιτιως.17 In turbine enim conteret me,
et multiplicabit vulnera mea, etiam sine causa.
18 Δεν με αφινει να αναπνευσω, αλλα με χορταζει απο πικριας.18 Non concedit requiescere spiritum meum,
et implet me amaritudinibus.
19 Εαν προκηται περι δυναμεως, ιδου, ειναι δυνατος? και εαν περι κρισεως, τις θελει μαρτυρησει υπερ εμου;19 Si fortitudo quæritur, robustissimus est ;
si æquitas judicii, nemo audet pro me testimonium dicere.
20 Εαν ηθελον να δικαιωσω εμαυτον, το στομα μου ηθελε με καταδικασει? εαν ηθελον ειπει, ειμαι αμεμπτος, ηθελε με αποδειξει διεφθαρμενον.20 Si justificare me voluero, os meum condemnabit me ;
si innocentem ostendero, pravum me comprobabit.
21 Και αν ημην αμεμπτος, δεν ηθελον φροντισει περι εμαυτου? ηθελον καταφρονησει την ζωην μου.21 Etiam si simplex fuero, hoc ipsum ignorabit anima mea,
et tædebit me vitæ meæ.
22 Εν τουτο ειναι, δια τουτο ειπα, αυτος αφανιζει τον αμεμπτον και τον ασεβη.22 Unum est quod locutus sum :
et innocentem et impium ipse consumit.
23 Και αν η μαστιξ αυτου θανατονη ευθυς, γελα ομως εις την δοκιμασιαν των αθωων.23 Si flagellat, occidat semel,
et non de pœnis innocentum rideat.
24 Η γη παρεδοθη εις τας χειρας του ασεβους? αυτος σκεπαζει τα προσωπα των κριτων αυτης? αν ουχι αυτος, που και τις ειναι;24 Terra data est in manus impii ;
vultum judicum ejus operit.
Quod si non ille est, quis ergo est ?
25 Αι δε ημεραι μου ειναι ταχυδρομου ταχυτεραι? φευγουσι και δεν βλεπουσι καλον.25 Dies mei velociores fuerunt cursore ;
fugerunt, et non viderunt bonum.
26 Παρηλθον ως πλοια σπευδοντα? ως αετος πετωμενος επι το θηραμα.26 Pertransierunt quasi naves poma portantes ;
sicut aquila volans ad escam.
27 Εαν ειπω, Θελω λησμονησει το παραπονον μου, θελω παραιτησει το πενθος μου και παρηγορηθη?27 Cum dixero : Nequaquam ita loquar :
commuto faciem meam, et dolore torqueor.
28 τρομαζω δια πασας τας θλιψεις μου, γνωριζων οτι δεν θελεις με αθωωσει.28 Verebar omnia opera mea,
sciens quod non parceres delinquenti.
29 Ειμαι ασεβης? δια τι λοιπον να κοπιαζω εις ματην;29 Si autem et sic impius sum,
quare frustra laboravi ?
30 Εαν λουσθω εν υδατι χιονος και επιμελως αποκαθαρισω τας χειρας μου?30 Si lotus fuero quasi aquis nivis,
et fulserint velut mundissimæ manus meæ,
31 συ ομως θελεις με βυθισει εις τον βορβορον, ωστε και αυτα μου τα ιματια θελουσι με βδελυττεσθαι.31 tamen sordibus intinges me,
et abominabuntur me vestimenta mea.
32 Διοτι δεν ειναι ανθρωπος ως εγω, δια να αποκριθω προς αυτον, και να ελθωμεν εις κρισιν ομου.32 Neque enim viro qui similis mei est, respondebo ;
nec qui mecum in judicio ex æquo possit audiri.
33 Δεν υπαρχει μεσιτης μεταξυ ημων, δια να βαλη την χειρα αυτου επ' αμφοτερους ημας.33 Non est qui utrumque valeat arguere,
et ponere manum suam in ambobus.
34 Ας απομακρυνη απ' εμου την ραβδον αυτου, και ο φοβος αυτου ας μη με εκπληττη?34 Auferat a me virgam suam,
et pavor ejus non me terreat.
35 τοτε θελω λαλησει και δεν θελω φοβηθη αυτον? διοτι ουτω δεν ειμαι εν εμαυτω.35 Loquar, et non timebo eum ;
neque enim possum metuens respondere.