ΙΩΒ - Giobbe - Job 29
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
---|---|
1 Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπεν? | 1 Dann setzte Ijob seine Rede fort und sprach: |
2 Ω να ημην ως εις τους παρελθοντας μηνας, ως εν ταις ημεραις οτε ο Θεος με εφυλαττεν? | 2 Dass ich doch wäre wie in längst vergangenen Monden, wie in den Tagen, da mich Gott beschirmte, |
3 οτε ο λυχνος αυτου εφεγγεν επι της κεφαλης μου, και δια του φωτος αυτου περιεπατουν εν τω σκοτει? | 3 als seine Leuchte über meinem Haupt erstrahlte, in seinem Licht ich durch das Dunkel ging. |
4 καθως ημην εν ταις ημεραις της ακμης μου, οτε η ευνοια του Θεου ητο επι την σκηνην μου? | 4 So, wie ich in den Tagen meiner Frühzeit war, als Gottes Freundschaft über meinem Zelte stand, |
5 οτε ο Παντοδυναμος ητο μετ' εμου, και τα παιδια μου κυκλω μου? | 5 als der Allmächtige noch mit mir war, meine Kinder mich umgaben, |
6 οτε επλυνον τα βηματα μου με βουτυρον, και ο βραχος εξεχεε δι' εμε ποταμους ελαιου? | 6 als meine Schritte sich in Milch gebadet, Bäche von Öl der Fels mir ergoss. |
7 οτε δια της πολεως εξηρχομην εις την πυλην, ητοιμαζον την καθεδραν μου εν τη πλατεια | 7 Ging ich durchs Tor zur Stadt hinauf, ließ ich auf dem Platz meinen Sitz aufstellen; |
8 Οι νεοι με εβλεπον και εκρυπτοντο? και οι γεροντες εγειρομενοι ισταντο. | 8 sahen mich die Jungen, so traten sie scheu beiseite, die Alten standen auf und blieben stehen. |
9 Οι αρχοντες επαυον ομιλουντες και εβαλλον χειρα επι το στομα αυτων. | 9 Fürsten hielten mit Reden sich zurück und legten ihre Hand auf ihren Mund. |
10 Η φωνη των εγκριτων εκρατειτο, και η γλωσσα αυτων εκολλατο εις τον ουρανισκον αυτων. | 10 Der Edlen Stimme blieb stumm, am Gaumen klebte ihre Zunge. |
11 Οτε το ωτιον ηκουε και με εμακαριζε, και ο οφθαλμος εβλεπε και εμαρτυρει υπερ εμου? | 11 Hörte mich ein Ohr, pries es mich glücklich, das Auge, das mich sah, stimmte mir zu. |
12 διοτι ηλευθερουν τον πτωχον βοωντα και τον ορφανον τον μη εχοντα βοηθον. | 12 Denn ich rettete den Armen, der schrie, die Waise, die ohne Hilfe war. |
13 Η ευλογια του απολλυμενου ηρχετο επ' εμε? και την καρδιαν της χηρας ευφραινον. | 13 Der Segen des Verlorenen kam über mich und jubeln ließ ich der Witwe Herz. |
14 Εφορουν δικαιοσυνην και ενεδυομην την ευθυτητα μου ως επενδυτην και διαδημα. | 14 Ich bekleidete mich mit Gerechtigkeit, wie Mantel und Kopfbund umhüllte mich mein Recht. |
15 Ημην οφθαλμος εις τον τυφλον και πους εις τον χωλον εγω. | 15 Auge war ich für den Blinden, dem Lahmen wurde ich zum Fuß. |
16 Ημην πατηρ εις τους πτωχους, και την δικην την οποιαν δεν εγνωριζον εξιχνιαζον. | 16 Vater war ich für die Armen, des Unbekannten Rechtsstreit prüfte ich. |
17 Και συνετριβον τους κυνοδοντας του αδικου και απεσπων το θηραμα απο των οδοντων αυτου. | 17 Ich zerschmetterte des Bösen Kiefer, entriss die Beute seinen Zähnen. |
18 Τοτε ελεγον, θελω αποθανει εν τη φωλεα μου και ως την αμμον θελω πολλαπλασιασει τας ημερας μου. | 18 So dachte ich: Mit meinem Nest werde ich verscheiden und gleich dem Phönix meine Tage mehren. |
19 Η ριζα μου ητο ανοικτη προς τα υδατα, και η δροσος διενυκτερευεν επι των κλαδων μου. | 19 Meine Wurzel reiche bis an das Wasser, auf meinen Zweigen nächtige Tau. |
20 Η δοξα μου ανενεουτο εν εμοι, και το τοξον μου εκρατυνετο εν τη χειρι μου. | 20 Neu bleibe mir meine Ehre, mein Bogen verjünge sich in meiner Hand. |
21 Με ηκροαζοντο προσεχοντες και εις την συμβουλην μου εσιωπων. | 21 Auf mich horchten und warteten sie, lauschten schweigend meinem Rat. |
22 Μετα τους λογους μου δεν προσεθετον ουδεν, και η ομιλια μου εσταλαζεν επ' αυτους. | 22 Wenn ich sprach, nahm keiner das Wort; es träufelte nieder auf sie meine Rede. |
23 Και με περιεμενον ως την βροχην? και ησαν κεχηνοτες ως δια την οψιμον βροχην. | 23 Sie harrten auf mich wie auf Regen, sperrten den Mund wie nach Spätregen auf. |
24 Εγελων προς αυτους, και δεν επιστευον? και την φαιδροτητα του προσωπου μου δεν αφινον να πεση. | 24 Lächelte ich denen zu, die ohne Vertrauen, sie wiesen das Leuchten meines Gesichts nicht ab. |
25 Εαν ηρεσκομην εις την οδον αυτων, εκαθημην πρωτος, και κατεσκηνουν ως βασιλευς εν τω στρατευματι, ως ο παρηγορων τους τεθλιμμενους. | 25 Ich bestimmte ihr Tun, ich saß als Haupt, thronte wie ein König inmitten der Schar, wie einer, der Trauernde tröstet. |