Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 29


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπεν?1 Alors Job reprit son discours de sagesse:
2 Ω να ημην ως εις τους παρελθοντας μηνας, ως εν ταις ημεραις οτε ο Θεος με εφυλαττεν?2 Que ne puis-je revenir aux lunes d’autrefois, aux jours où Dieu veillait sur moi,
3 οτε ο λυχνος αυτου εφεγγεν επι της κεφαλης μου, και δια του φωτος αυτου περιεπατουν εν τω σκοτει?3 quand brillait sa lampe au dessus de ma tête et qu’à sa lumière je traversais les ténèbres!
4 καθως ημην εν ταις ημεραις της ακμης μου, οτε η ευνοια του Θεου ητο επι την σκηνην μου?4 Comme je voudrais retrouver mon âge mûr, lorsque Dieu protégeait ma tente,
5 οτε ο Παντοδυναμος ητο μετ' εμου, και τα παιδια μου κυκλω μου?5 lorsque le Puissant était encore avec moi, et que mes garçons se tenaient autour de moi,
6 οτε επλυνον τα βηματα μου με βουτυρον, και ο βραχος εξεχεε δι' εμε ποταμους ελαιου?6 lorsque mes pieds baignaient dans la crème et que l’huile pour moi ruisselait de la roche!
7 οτε δια της πολεως εξηρχομην εις την πυλην, ητοιμαζον την καθεδραν μου εν τη πλατεια7 Quand j’allais à la Porte, au haut de la cité, j’installais mon siège sur la place.
8 Οι νεοι με εβλεπον και εκρυπτοντο? και οι γεροντες εγειρομενοι ισταντο.8 À ma vue les jeunes s’écartaient, les personnes d’âge se mettaient debout,
9 Οι αρχοντες επαυον ομιλουντες και εβαλλον χειρα επι το στομα αυτων.9 les chefs interrompaient leurs discours et tenaient la main sur leur bouche;
10 Η φωνη των εγκριτων εκρατειτο, και η γλωσσα αυτων εκολλατο εις τον ουρανισκον αυτων.10 les princes baissaient la voix et devenaient comme muets.
11 Οτε το ωτιον ηκουε και με εμακαριζε, και ο οφθαλμος εβλεπε και εμαρτυρει υπερ εμου?11 29:21Ils m’écoutaient et ne bronchaient pas, ils se taisaient attendant mon avis.
12 διοτι ηλευθερουν τον πτωχον βοωντα και τον ορφανον τον μη εχοντα βοηθον.12 29:22 Quand j’avais parlé, nul ne répliquait; mon discours tombait sur eux goutte à goutte:
13 Η ευλογια του απολλυμενου ηρχετο επ' εμε? και την καρδιαν της χηρας ευφραινον.13 29:23 c’était la pluie qu’ils attendaient, l’averse de printemps qui calmait leur soif.
14 Εφορουν δικαιοσυνην και ενεδυομην την ευθυτητα μου ως επενδυτην και διαδημα.14 29:24 Si je leur souriais, ils n’osaient y croire, ils ne perdaient rien de mes signes de bonne humeur.
15 Ημην οφθαλμος εις τον τυφλον και πους εις τον χωλον εγω.15 29:25 Je prenais la tête et leur montrais un chemin; j’étais comme le roi au milieu de ses troupes, je les menais à mon gré.
16 Ημην πατηρ εις τους πτωχους, και την δικην την οποιαν δεν εγνωριζον εξιχνιαζον.16 29:11 Celui qui m’écoutait me félicitait, celui qui me voyait m’approuvait.
17 Και συνετριβον τους κυνοδοντας του αδικου και απεσπων το θηραμα απο των οδοντων αυτου.17 29:12 Car je délivrais le pauvre qui appelle, l’orphelin et celui qui n’a pas d’appui.
18 Τοτε ελεγον, θελω αποθανει εν τη φωλεα μου και ως την αμμον θελω πολλαπλασιασει τας ημερας μου.18 29:13 À moi la bénédiction du désespéré! je rendais la joie au cœur de la veuve.
19 Η ριζα μου ητο ανοικτη προς τα υδατα, και η δροσος διενυκτερευεν επι των κλαδων μου.19 29:14 Je faisais de la justice mon vêtement, la droiture était mon manteau, mon turban.
20 Η δοξα μου ανενεουτο εν εμοι, και το τοξον μου εκρατυνετο εν τη χειρι μου.20 29:15 J’étais les yeux de l’aveugle, et le pied du boiteux c’était encore moi.
21 Με ηκροαζοντο προσεχοντες και εις την συμβουλην μου εσιωπων.21 29:16 J’étais un père pour les pauvres, je défendais la cause de l’étranger.
22 Μετα τους λογους μου δεν προσεθετον ουδεν, και η ομιλια μου εσταλαζεν επ' αυτους.22 29:17 Je brisais les crocs du criminel, et d’entre ses dents je faisais tomber sa proie.
23 Και με περιεμενον ως την βροχην? και ησαν κεχηνοτες ως δια την οψιμον βροχην.23 29:18 Aussi je pensais: “Je mourrai déjà vieux, mes jours seront nombreux comme les grains de sable.
24 Εγελων προς αυτους, και δεν επιστευον? και την φαιδροτητα του προσωπου μου δεν αφινον να πεση.24 29:19 Mes racines s’allongent vers les eaux, et sur mon feuillage la rosée se dépose.
25 Εαν ηρεσκομην εις την οδον αυτων, εκαθημην πρωτος, και κατεσκηνουν ως βασιλευς εν τω στρατευματι, ως ο παρηγορων τους τεθλιμμενους.25 29:20 Ma gloire, tout comme moi se garde neuve mon arc dans ma main reste vert.”