Scrutatio

Lunedi, 20 maggio 2024 - San Bernardino da Siena ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 16


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Yahvé dit à Samuel: “Combien de temps pleureras-tu sur Saül? N’est-ce pas moi qui l’ai rejeté pour qu’il ne règne plus sur Israël? Emplis donc d’huile ta corne et va. Je t’envoie vers Jessé de Bethléem, car je me suis choisi un roi parmi ses fils.”1 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Εως ποτε συ πενθεις δια τον Σαουλ, επειδη εγω απεδοκιμασα αυτον απο του να βασιλευη επι τον Ισραηλ; γεμισον το κερας σου ελαιον και υπαγε? εγω σε αποστελλω προς τον Ιεσσαι τον Βηθλεεμιτην? διοτι προεβλεψα εις εμαυτον βασιλεα μεταξυ των υιων αυτου.
2 Samuel répondit: “Comment pourrai-je aller? Si Saül l’apprend, il me tuera.” Mais Yahvé lui dit: “Tu prendras une génisse et tu diras que tu es venu pour offrir un sacrifice à Yahvé.2 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Πως να υπαγω; διοτι θελει ακουσει τουτο ο Σαουλ και θελει με θανατωσει. Και ειπεν ο Κυριος, Λαβε μετα σου δαμαλιν και ειπε, Ηλθον να θυσιασω προς τον Κυριον.
3 Tu inviteras Jessé au sacrifice et moi, je te ferai savoir ce que tu dois faire: tu me consacreras celui que je te montrerai.”3 Και καλεσον τον Ιεσσαι εις την θυσιαν, και εγω θελω φανερωσει προς σε τι θελεις καμει και θελεις χρισει εις εμε οντινα σοι ειπω.
4 Samuel fit comme Yahvé l’avait dit. Lorsqu’il arriva à Bethléem, les anciens sortirent en tremblant à sa rencontre. Ils lui dirent: “Es-tu venu pour la paix?”4 Και εκαμεν ο Σαμουηλ εκεινο το οποιον ειπεν ο Κυριος, και ηλθεν εις Βηθλεεμ. Ετρομαξαν δε οι πρεσβυτεροι της πολεως εις την συναντησιν αυτου και ειπον, Εν ειρηνη ερχεσαι;
5 Il répondit: “Oui, pour la paix. Je suis venu offrir un sacrifice à Yahvé. Purifiez-vous et venez avec moi au sacrifice.” Il alla donc purifier Jessé et l’inviter au sacrifice avec ses fils.5 Ο δε ειπεν, Εν ειρηνη? ερχομαι δια να θυσιασω προς τον Κυριον? αγιασθητε και ελθετε μετ' εμου εις την θυσιαν. Και ηγιασε τον Ιεσσαι και τους υιους αυτου και εκαλεσεν αυτους εις την θυσιαν.
6 Ils entrèrent. Lorsque Samuel aperçut Éliab, il se dit: “Voilà sûrement devant Yahvé celui qu’il va consacrer.”6 Και ενω εισηρχοντο, ιδων τον Ελιαβ, ειπε, Βεβαιως εμπροσθεν του Κυριου ειναι ο κεχρισμενος αυτου.
7 Mais Yahvé dit à Samuel: “Oublie sa belle apparence et sa haute taille, je l’ai écarté. Car Dieu ne voit pas les choses à la façon des hommes: l’homme s’arrête aux apparences mais Dieu regarde le cœur.”7 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Μη επιβλεψης εις την οψιν αυτου η εις το υψος του αναστηματος αυτου, επειδη απεδοκιμασα αυτον? διοτι δεν βλεπει ο Κυριος καθως βλεπει ο ανθρωπος? διοτι ο ανθρωπος βλεπει το φαινομενον, ο δε Κυριος βλεπει την καρδιαν.
8 Jessé appela Abinadab et il le fit passer devant Samuel. Mais Samuel dit: “Il n’est pas celui que Yahvé a choisi.”8 Τοτε εκαλεσεν ο Ιεσσαι τον Αβιναδαβ και διεβιβασεν αυτον ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν, ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.
9 Jessé fit passer Chamma, mais Samuel dit: “Ce n’est pas lui non plus que Yahvé a choisi.”9 Τοτε διεβιβασεν ο Ιεσσαι τον Σαμμα. Ο δε ειπεν, Ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.
10 Finalement Jessé fit passer ses sept fils devant Samuel, car Samuel disait à Jessé: “Yahvé n’a choisi aucun de ceux-là.”10 Και διεβιβασεν ο Ιεσσαι επτα εκ των υιων αυτου ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ο Κυριος δεν εξελεξε τουτους.
11 Alors Samuel dit à Jessé: “Ce sont donc là tous tes garçons?” Il répondit: “Il y a encore le plus jeune, il garde le troupeau.” Samuel dit à Jessé: “Fais-le chercher, car nous ne nous mettrons pas à table avant qu’il ne soit ici.”11 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ετελειωσαν τα παιδια; Και ειπε, Μενει ετι ο νεωτερος? και ιδου, ποιμαινει τα προβατα. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Πεμψον και φερε αυτον? διοτι δεν θελομεν καθισει εις την τραπεζαν, εωσου ελθη ενταυθα.
12 On partit le chercher et il arriva; il était roux avec de beaux yeux et une belle apparence. C’est alors que Yahvé dit: “Lève-toi, consacre-le: c’est lui.”12 Και εστειλε και εφερεν αυτον. Ητο δε ξανθος και ευοφθαλμος και ωραιος την οψιν. Και ειπεν ο Κυριος, Σηκωθητι, χρισον αυτον? διοτι ουτος ειναι.
13 Samuel prit donc sa corne d’huile et le consacra au milieu de ses frères. Dès lors et pour la suite des jours, l’esprit de Yahvé s’empara de David. Quant à Samuel, il se leva et retourna à Rama.13 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ το κερας του ελαιου και εχρισεν αυτον εν μεσω των αδελφων αυτου? και επηλθε πνευμα Κυριου επι τον Δαβιδ απο της ημερας εκεινης και εφεξης. Σηκωθεις δε ο Σαμουηλ απηλθεν εις Ραμα.
14 L’esprit de Yahvé se retira de Saül et un mauvais esprit venant de Yahvé, lui causa des frayeurs.14 Και το Πνευμα του Κυριου απεσυρθη απο του Σαουλ, και πνευμα πονηρον παρα Κυριου εταραττεν αυτον.
15 Les serviteurs de Saül lui dirent: “Un mauvais esprit de Dieu te cause des frayeurs.15 Και ειπον οι δουλοι του Σαουλ προς αυτον, Ιδου τωρα, πονηρον πνευμα παρα Θεου σε ταραττει?
16 Que notre seigneur ordonne, puisque tes serviteurs sont là autour de toi; nous chercherons un homme qui sache jouer de la cithare, et dès que le mauvais esprit viendra sur toi, il en jouera et tu iras mieux.”16 ας προσταξη τωρα ο κυριος ημων τους δουλους σου, τους εμπροσθεν σου, να ζητησωσιν ανθρωπον ειδημονα εις το να παιζη κιθαραν? και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ειναι επι σε, να παιζη με την χειρα αυτου, και καλον θελει εισθαι εις σε.
17 Saül dit à ses serviteurs: “Cherchez-moi donc un homme qui soit bon musicien et amenez-le-moi.”17 Και ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου, Προβλεψατε μοι λοιπον ανθρωπον παιζοντα καλως και φερετε προς εμε.
18 L’un des serviteurs prit la parole et dit: “Je connais un des fils de Jessé, de Bethléem, qui sait jouer de la musique. C’est un garçon courageux, un bon guerrier; il est intelligent, il est beau et Yahvé est avec lui.”18 Τοτε απεκριθη εις εκ των δουλων και ειπεν, Ιδου, ειδον υιον του Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου, ειδημονα εις το παιζειν και ανδρειοτατον και ανδρα πολεμικον και συνετον εις λογον και ανθρωπον ωραιον, και ο Κυριος ειναι μετ' αυτου.
19 Saül envoya donc des messagers à Jessé et lui fit dire: “Envoie-moi ton fils David, celui qui garde le troupeau.”19 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας προς τον Ιεσσαι, λεγων, Πεμψον μοι Δαβιδ τον υιον σου, οστις ειναι μετα των προβατων.
20 Jessé prit du pain, une outre de vin et un chevreau, et il les envoya à Saül par la main de son fils David.20 Και ελαβεν ο Ιεσσαι ονον φορτωμενον με αρτους και ασκον οινου και εν εριφιον εξ αιγων, και επεμψεν αυτα δια του Δαβιδ του υιου αυτου προς τον Σαουλ.
21 C’est ainsi que David arriva chez Saül et se mit à son service. Saül l’aima beaucoup et David devint celui qui portait ses armes.21 Και ηλθεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ηγαπησεν αυτον σφοδρα? και εγεινεν οπλοφορος αυτου.
22 Aussi Saül fit-il dire à Jessé: “Permets que David reste à mon service, car il m’est sympathique.”22 Και απεστειλεν ο Σαουλ προς τον Ιεσσαι, λεγων, Ο Δαβιδ ας στεκηται, παρακαλω, εμπροσθεν μου? διοτι ευρηκε χαριν εις τους οφθαλμους μου.
23 Et ainsi lorsque l’esprit de Dieu malmenait Saül, David prenait la cithare et il en jouait; cela faisait du bien à Saül, il était soulagé et le mauvais esprit se retirait loin de lui.23 Και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ητο επι τον Σαουλ, ο Δαβιδ ελαμβανε την κιθαραν και επαιζε δια της χειρος αυτου? τοτε ανεκουφιζετο ο Σαουλ και ανεπαυετο και απεσυρετο απ' αυτου το πνευμα το πονηρον.