Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Livre de Joël 1


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Parole de Yahvé qui fut adressée à Joël, fils de Pétouel.1 Ο λογος του Κυριου ο γενομενος προς Ιωηλ τον υιον του Φαθουηλ.
2 Vieillards, écoutez ceci; prêtez l’oreille, vous tous habitants du pays: A-t-on vu de votre temps quelque chose de semblable, ou du temps de vos pères?2 Ακουσατε τουτο, οι πρεσβυτεροι, και δοτε ακροασιν, παντες οι κατοικουντες την γην? εγεινε τουτο εν ταις ημεραις υμων η εν ταις ημεραις των πατερων υμων;
3 Vous le raconterez à vos fils, vos fils le rediront à leurs fils et leurs fils à la génération suivante.3 Διηγηθητε προς τα τεκνα σας περι τουτου και τα τεκνα σας προς τα τεκνα αυτων και τα τεκνα αυτων προς αλλην γενεαν.
4 Ce que l’insecte avait laissé, la sauterelle l’a dévoré; ce que la sauterelle a laissé, le sauteur l’a dévoré; ce que le sauteur a laissé, le criquet l’a dévoré.4 Ο, τι αφηκεν η καμπη, κατεφαγεν η ακρις? και ο, τι αφηκεν η ακρις, κατεφαγεν ο βρουχος? και ο, τι αφηκεν ο βρουχος, κατεφαγεν η ερυσιβη.
5 Réveillez-vous, ivrognes, et pleurez. Lamentez-vous, buveurs de vin, car le vin nouveau vous est retiré de la bouche.5 Ανανηψατε, μεθυσοι, και κλαυσατε, και ολολυξατε, παντες οι οινοποται, δια τον νεον οινον? διοτι αφηρεθη απο του στοματος σας.
6 Un peuple puissant, innombrable, est monté contre mon pays; ses dents sont des dents de lion, il a des mâchoires de lionne.6 Επειδη εθνος ανεβη επι την γην μου, ισχυρον και αναριθμητον, του οποιου οι οδοντες ειναι οδοντες λεοντος, και εχει μυλοδοντας σκυμνου.
7 Il a dévasté ma vigne, épluché mon figuier; il les a pelés, abattus, les branches sont devenues toutes blanches.7 Εθεσε την αμπελον μου εις αφανισμον και τας συκας μου εις θραυσιν? ολως εξελεπισεν αυτην και απερριψε? τα κληματα αυτης εμειναν λευκα.
8 Pleure comme une vierge qui se revêt d’un sac pour pleurer l’époux de sa jeunesse.8 Θρηνησον ως νυμφη περιεζωσμενη σακκον δια τον ανδρα της νεοτητος αυτης.
9 Il ne reste rien d’où tirer une offrande ou une libation pour la Maison de Yahvé. Les prêtres de Yahvé qui sont là de service sont en deuil.9 Η προσφορα και η σπονδη αφηρεθη απο του οικου του Κυριου? πενθουσιν οι ιερεις, οι λειτουργοι του Κυριου.
10 Les champs sont ravagés, la terre est en deuil, car le blé est perdu; il n’y a plus de vin nouveau et l’huile se termine.10 Ηρημωθη η πεδιας, πενθει η γη? διοτι ηφανισθη ο σιτος, εξηρανθη ο νεος οινος, εξελιπε το ελαιον.
11 Prenez le deuil, paysans, tout comme les vignerons; lamentez-vous sur votre blé, votre orge, car la moisson des champs est perdue.11 Αισχυνθητε, γεωργοι? ολολυξατε, αμπελουργοι, δια τον σιτον και δια την κριθην? διοτι ο θερισμος του αγρου απωλεσθη.
12 La vigne est lamentable, le figuier sans verdure, le grenadier, le palmier, le pommier, tous les arbres des champs sont desséchés; la joie elle-même, comme honteuse, s’est éloignée de nous.12 Η αμπελος εξηρανθη και η συκη εξελιπεν? η ροιδια και ο φοινιξ και η μηλεα, παντα τα δενδρα του αγρου εξηρανθησαν, ωστε εξελιπεν η χαρα απο των υιων των ανθρωπων.
13 Prêtres, habillez-vous de sacs et poussez des cris, lamentez-vous, serviteurs de l’autel! Jeûnez, serviteurs de mon Dieu, veillez toute la nuit habillés de sacs, car il n’y a plus ni offrande ni libation dans la Maison de votre Dieu.13 Περιζωσθητε και θρηνειτε, ιερεις? ολολυζετε, λειτουργοι του θυσιαστηριου? ελθετε, διανυκτερευσατε εν σακκω, λειτουργοι του Θεου μου? διοτι η προσφορα και η σπονδη επαυθη απο του οικου του Θεου σας.
14 Annoncez un jeûne, convoquez l’assemblée, réunissez les anciens, avec les habitants du pays, à la Maison de Yahvé votre Dieu,14 Αγιασατε νηστειαν, κηρυξατε συναξιν επισημον, συναξατε τους πρεσβυτερους, παντας τους κατοικους του τοπου, εις τον οικον Κυριου του Θεου σας? και βοησατε προς τον Κυριον,
15 et criez vers Yahvé: “Ah, quel jour!” Oui, le jour de Yahvé est proche, il vient comme un châtiment envoyé par le Tout-Puissant!15 Οιμοι δια την ημεραν εκεινην? διοτι η ημερα του Κυριου επλησιασε και θελει ελθει ως ολεθρος απο του Παντοδυναμου.
16 Sous nos yeux la nourriture nous a été retirée; il n’y a plus ni joie, ni allégresse dans la Maison de notre Dieu.16 Δεν αφηρεθησαν αι τροφαι απ' εμπροσθεν των οφθαλμων ημων, η ευφροσυνη και η χαρα απο του οικου του Θεου ημων;
17 Les semences ont séché sous les mottes de terre, les greniers sont vides, les magasins sans blé font triste figure.17 Οι σποροι φθειρονται υπο τους βωλους αυτων, αι σιτοθηκαι ηρημωθησαν, αι αποθηκαι εχαλασθησαν? διοτι ο σιτος εξηρανθη.
18 Entendez les cris des bêtes! Les troupeaux de bœufs s’affolent; ils n’ont plus rien à brouter; les brebis souffrent de la faim.18 Πως στεναζουσι τα κτηνη? αδημονουσιν αι αγελαι των βοων, διοτι δεν εχουσι βοσκην? ναι, τα ποιμνια των προβατων ηφανισθησαν.
19 Je crie vers toi, Yahvé, pour ce feu qui a dévoré les pâturages du désert, cette flamme qui a ravagé tous les arbres des champs;19 Κυριε, προς σε θελω βοησει? διοτι το πυρ κατηναλωσε τας βοσκας της ερημου και η φλοξ κατεκαυσε παντα τα δενδρα του αγρου.
20 les bêtes sauvages ont crié vers toi, car les torrents sont à sec et le feu a dévoré les pâturages du désert.20 Τα κτηνη ετι της πεδιαδος χασκουσι προς σε? διοτι εξηρανθησαν οι ρυακες των υδατων και πυρ κατεφαγε τας βοσκας της ερημου.