Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Livre d'Isaïe 6


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 L’année de la mort du roi Ozias, je vis le Seigneur assis sur un trône haut et surélevé; les pans de son manteau remplissaient le Sanctuaire.1 Κατα το ετος εν ω απεθανεν Οζιας ο βασιλευς, ειδον τον Κυριον καθημενον επι θρονου υψηλου και επηρμενου, και το κρασπεδον αυτου εγεμισε τον ναον.
2 Des séraphins se tenaient au-dessus de lui; chacun d’eux avait six ailes; de deux ailes ils se couvraient la face, de deux ailes ils se couvraient les pieds, de deux ailes ils volaient.2 Ανωθεν αυτου ισταντο Σεραφειμ ανα εξ πτερυγας εχοντα εκαστον με τας δυο εκαλυπτε το προσωπον αυτου και με τας δυο εκαλυπτε τους ποδας αυτου και με τας δυο επετα.
3 Ils se criaient l’un à l’autre: “Saint, saint, saint, Yahvé Sabaot! Toute la terre est remplie de sa Gloire.”3 Και εκραζε το εν προς το αλλο και ελεγεν, Αγιος, αγιος, αγιος ο Κυριος των δυναμεων πασα η γη ειναι πληρης της δοξης αυτου.
4 Cette acclamation faisait trembler les poteaux du portail: le Temple se remplit de fumée.4 Και οι παρασταται της θυρας εσεισθησαν εκ της φωνης του κραζοντος, και ο οικος επλησθη καπνου.
5 Alors je dis: “Malheur à moi, je suis perdu! Oui, je suis un homme aux lèvres impures, je vis au milieu d’un peuple aux lèvres impures, et mes yeux ont vu le roi, Yahvé Sabaot!”5 Τοτε ειπα, Ω ταλας εγω διοτι εχαθην επειδη ειμαι ανθρωπος ακαθαρτων χειλεων και κατοικω εν μεσω λαου ακαθαρτων χειλεων επειδη οι οφθαλμοι μου ειδον τον Βασιλεα, τον Κυριον των δυναμεων.
6 L’un des séraphins vola vers moi. Dans sa main il tenait un charbon ardent qu’il avait pris sur l’autel avec des pincettes.6 Τοτε επετασε προς εμε εν εκ των Σεραφειμ εχον εν τη χειρι αυτου ανθρακα πυρος, τον οποιον ελαβε δια της λαβιδος απο του θυσιαστηριου.
7 Il me toucha la bouche et me dit: “Regarde, ce charbon a touché tes lèvres, ta faute est effacée, ton péché est pardonné.”7 Και ηγγισεν αυτον εις το στομα μου και ειπεν, Ιδου, τουτο ηγγισε τα χειλη σου και η ανομια σου εξηλειφθη και η αμαρτια σου εκαθαρισθη.
8 Alors j’entendis la voix du Seigneur: “Qui enverrai-je, disait-il, qui ira pour nous?” Je répondis: “Me voici, envoie-moi!”8 Και ηκουσα την φωνην του Κυριου, λεγοντος, Τινα θελω αποστειλει, και τις θελει υπαγει δια ημας; Τοτε ειπα, Ιδου, εγω, αποστειλον με.
9 Alors le Seigneur me dit: “Va! Tu diras à ce peuple: Écoutez, écoutez donc sans comprendre! Regardez, regardez toujours sans rien voir!9 Και ειπεν, Υπαγε και ειπε προς τουτον τον λαον, με την ακοην θελετε ακουσει και δεν θελετε εννοησει και βλεποντες θελετε ιδει και δεν θελετε καταλαβει
10 Tu vas endurcir le cœur de ce peuple, boucher ses oreilles et obscurcir ses yeux; que surtout ses yeux ne voient pas, que ses oreilles n’entendent pas… sinon son cœur comprendrait, il se convertirait et serait guéri.”10 επαχυνθη η καρδια του λαου τουτου, και εγειναν βαρεα τα ωτα αυτων, και εκλεισαν τους οφθαλμους αυτων, δια να μη βλεπωσι με τους οφθαλμους αυτων και ακουωσι με τα ωτα αυτων και νοησωσι με την καρδιαν αυτων και επιστρεψωσι και θεραπευθωσι.
11 Je répondis: “Jusqu’à quand Seigneur?” Le Seigneur me dit: “Jusqu’à ce que les villes soient détruites, inhabitées, les maisons sans personne, les champs dévastés et ravagés,11 Τοτε ειπα, Κυριε, εως ποτε; Και απεκριθη, Εωσου ερημωθωσιν αι πολεις, ωστε να μη υπαρχη κατοικος, και αι οικιαι, ωστε να μη υπαρχη ανθρωπος, και η γη να ερημωθη πανταπασιν
12 jusqu’à ce que Yahvé en ait chassé les hommes et que la terre reste à l’abandon.12 και απομακρυνη ο Κυριος τους ανθρωπους, και γεινη μεγαλη εγκαταλειψις εν τω μεσω της γης.
13 S’il en restait encore un dixième, il serait brûlé à son tour comme la souche du térébinthe et du chêne lorsqu’ils sont abattus. De la souche, pourtant, sortira une race sainte.”13 Ετι ομως θελει μεινει εν αυτη εν δεκατον, και αυτο παλιν θελει καταφαγωθη καθως η τερεβινθος και η δρυς, των οποιων ο κορμος μενει εν αυταις οταν κοπτωνται, ουτω το αγιον σπερμα θελει εισθαι ο κορμος αυτης.