Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Livre de Job 30


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Et maintenant ils se moquent de moi, des jeunes dont je méprisais les pères: ils étaient moins pour moi que les chiens de mon troupeau!1 Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.
2 Qu’aurais-je fait de leurs mains: ils n’avaient plus la moindre force,2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;
3 épuisés par la faim et le manque de tout. Ils rongeaient les racines de la steppe, des terres lugubres et désolées.3 Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι? εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον?
4 Ils cueillaient les herbes des broussailles, n’ayant de pain que les racines de genêt.4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.
5 La société les repoussait, on criait sur eux comme sur un voleur.5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι? εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας.
6 Ils demeuraient au flanc des ravins, dans les trous du sol et les rochers.6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.
7 Ils glapissaient entre les buissons, ils s’entassaient sous les épineux,7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο? υποκατω των ακανθων συνηγοντο?
8 C’étaient des gens de rien, qui n’avaient pas un nom, ils étaient rejetés du pays.8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.
9 Mais maintenant ils me chansonnent, c’est de moi qu’ils se moquent.9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.
10 Dégoûtés, ils se tiennent à distance, et sans se gêner ils crachent à mon passage.10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.
11 Du jour qu’il a brisé ma force et m’a humilié, ils ont perdu toute retenue en ma présence.11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.
12 À ma droite se lèvent des accusateurs, mes pieds sont pris au filet, voici qu’on se fraye un chemin jusqu’à moi.12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι? απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων.
13 Ils m’ont coupé la retraite, ils montent à l’assaut, et personne ne les arrête!13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.
14 Ils ont forcé le passage: les voilà! ils se glissent sous les décombres.14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.
15 Les terreurs fondent sur moi; comme un vent elles emportent ma dignité, mon bien-être est passé comme un nuage!15 Τρομοι εστραφησαν επ' εμε? καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος? και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.
16 Et maintenant, mon âme en moi se défait, les jours de peine se sont abattus sur moi.16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου? ημεραι θλιψεως με κατελαβον.
17 La nuit le mal ronge mes os, mes nerfs n’ont pas de repos.17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.
18 De toute sa poigne il a saisi mon vêtement, il m’a pris par le col de ma tunique18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου? με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.
19 et il m’a jeté dans la boue: je ne suis plus que poussière et cendre!19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.
20 Tu ne me réponds pas, ô Dieu, quand je t’appelle, je me tiens là et tu ne me regardes pas!20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι? ισταμαι, και με παραβλεπεις.
21 Tu es devenu cruel avec moi, tu me frappes de toute ta vigueur!21 Εγεινες ανελεημων προς εμε? δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.
22 Tu m’as fait monter le vent, il m’emporte au galop, puis un orage me défait.22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον? με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.
23 Oui, je sais, tu me ramènes à la mort, au lieu de rendez-vous de tout être vivant.23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.
24 Mais je ne portais pas la main sur le pauvre, lorsque dans sa détresse il criait vers moi.24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.
25 J’ai pleuré avec ceux qui voient de durs moments, Mon cœur ne s’est-il pas ému pour l’indigent?25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;
26 J’attendais le bonheur, et le mal est venu; j’espérais la lumière, et tout devient obscur.26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον? και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.
27 Mon intérieur bouillonne et ne peut se calmer, les jours de détresse sont venus à ma rencontre.27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν? ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.
28 Je vais la peau brûlée, mais non par le soleil; dans l’assemblée j’ai voulu parler: c’était un cri!28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου? εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.
29 Me voici devenu le frère des chacals, le familier des autruches.29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.
30 Ma peau a noirci et pèle, mes os sont brûlants de fièvre.30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.
31 Ma guitare a pris le deuil, ma flûte s’est mise au diapason des pleureurs.31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.