Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Premier livre des Chroniques 13


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 David tint conseil avec les chefs des milliers et des centaines, et avec tous les commandants.1 Και συνεβουλευθη ο Δαβιδ μετα των χιλιαρχων και εκατονταρχων, μετα παντων των αρχηγων.
2 David dit à toute l’assemblée d’Israël: “Si vous acceptez, et si Yahvé notre Dieu le veut, nous enverrons des messagers vers nos frères à travers tous les territoires d’Israël, ainsi que vers les prêtres et les lévites dans leurs villes et leurs environs pour leur dire de venir nous rejoindre.2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς πασαν την συναξιν του Ισραηλ, Εαν σας φαινηται καλον και ηναι παρα Κυριου του Θεου ημων, ας αποστειλωμεν πανταχου προς τους αδελφους ημων, τους εναπολειφθεντας εν παση τη γη του Ισραηλ, και μετ' αυτων προς τους ιερεις και Λευιτας εις τας πολεις αυτων και τα περιχωρα, δια να συναχθωσι προς ημας?
3 Nous irons alors chercher l’Arche de notre Dieu, car du temps de Saül nous l’avons négligée.3 και ας μεταφερωμεν προς ημας την κιβωτον του Θεου ημων? διοτι δεν εζητησαμεν αυτην επι των ημερων του Σαουλ.
4 Ils furent d’accord avec cette proposition, car aux yeux de tout le peuple, cela paraissait juste.4 Και πασα η συναξις ειπον να καμωσιν ουτω? διοτι το πραγμα ητο αρεστον εις τους οφθαλμους παντος του λαου.
5 Aussi David rassembla-t-il tout le peuple depuis le Chihor d’Égypte jusqu’à l’Entrée-de-Hamat pour ramener l’Arche de Kiryat-Yéarim.5 Τοτε ο Δαβιδ συνηθροισε παντα τον Ισραηλ, απο Σιχωρ της Αιγυπτου εως της εισοδου Αιμαθ, δια να φερωσι την κιβωτον του Θεου απο Κιριαθ-ιαρειμ.
6 Alors David et les Israélites montèrent à Baala, c’est-à-dire Kiryat-Yéarim dans le pays de Juda, pour apporter l’Arche de Dieu qui porte le nom de “Yahvé assis sur les Chérubins.”6 Και ανεβη ο Δαβιδ και πας ο Ισραηλ εις Βααλα, εις Κιριαθ-ιαρειμ του Ιουδα, δια να αναγαγη εκειθεν την κιβωτον Κυριου του Θεου, του καθημενου επι των χερουβειμ, οπου το ονομα αυτου επεκληθη.
7 À la maison d’Abinadab, ils placèrent l’Arche de Dieu sur un chariot neuf. Ouza et Ahyo conduisaient le chariot.7 Και επεβιβασαν την κιβωτον του Θεου επι νεας αμαξης εκ του οικου Αβιναδαβ? ωδηγησαν δε την αμαξαν ο Ουζα και Αχιω.
8 David et les Israélites dansaient devant Dieu de toutes leurs forces, ils chantaient en s’accompagnant de lyres, harpes, tambourins, cymbales et trompettes.8 Ο δε Δαβιδ και πας ο Ισραηλ επαιζον εμπροσθεν του Θεου εν παση δυναμει και με ασματα και με κιθαρας και με ψαλτηρια και με τυμπανα και με κυμβαλα και με σαλπιγγας.
9 Quand ils arrivèrent à l’aire de Kidon, les bœufs trébuchèrent et Ouza étendit la main pour retenir l’Arche.9 Και οτε εφθασαν εως του αλωνιου Χειδων, ο Ουζα εξηπλωσε την χειρα αυτου, δια να κρατηση την κιβωτον? διοτι οι βοες εσεισαν αυτην.
10 Alors la colère de Yahvé éclata contre Ouza et il le fit mourir, car il avait étendu la main et touché l’Arche. Il mourut là devant Dieu.10 Και εξηφθη ο θυμος του Κυριου κατα του Ουζα και επαταξεν αυτον, διοτι εξηπλωσε την χειρα αυτου επι την κιβωτον? και απεθανεν εκει ενωπιον του Θεου.
11 David fut contrarié de voir que Yahvé avait “brisé” Ouza; aussi donna-t-on à ce lieu le nom de Pérez-Ouza qu’il a gardé jusqu’à ce jour.11 Και ελυπηθη ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος εκαμε χαλασμον επι τον Ουζα? και εκαλεσε τον τοπον τουτον Φαρες-ουζα εως της ημερας ταυτης.
12 Ce jour-là David fut rempli de la crainte de Dieu, il dit: “Je ne vais sûrement pas introduire l’Arche de Dieu dans ma maison!”12 Και εφοβηθη ο Δαβιδ τον Θεον την ημεραν εκεινην, λεγων, Πως θελω φερει προς εμαυτον την κιβωτον του Θεου;
13 David ne fit donc pas entrer l’Arche dans sa maison, dans la Cité de David; il la conduisit chez Obed-Édom de Gat.13 Και δεν μετεκινησεν ο Δαβιδ την κιβωτον προς εαυτον εις την πολιν Δαβιδ, αλλ' εστρεψεν αυτην εις τον οικον του Ωβηδ-εδωμ του Γετθαιου.
14 L’Arche de Dieu demeura chez Obed-Édom, dans sa maison, pendant trois mois: Yahvé bénit la famille d’Obed-Édom et tout ce qui lui appartenait.14 Και εκαθησεν η κιβωτος του Θεου τρεις μηνας μετα της οικογενειας του Ωβηδ-εδωμ εν τω οικω αυτου. Και ευλογησεν ο Κυριος τον οικον του Ωβηδ-εδωμ και παντα οσα ειχεν.