Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 16


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 David avait dépassé le sommet; Siba, le serviteur de Méribaal, vint alors à sa rencontre avec une paire d’ânes. Il portait 200 pains, 100 grappes de raisins secs, 100 fruits de saison et une outre de vin.1 Και οτε ο Δαβιδ επερασεν ολιγον κορυφην, ιδου, Σιβα, ο υπηρετης του Μεμφιβοσθε, συνηντησεν αυτον, μετα δυο ονων σαμαρωμενων, εχων επ' αυτους διακοσιους αρτους και εκατον βοτρυς σταφιδων και εκατον αρμαθιας θερινων καρπων και ασκον οινου.
2 Le roi dit à Siba: “Que vas-tu faire de tout cela?” Siba répondit: “Les ânes serviront de monture pour la famille du roi, le pain, les fruits de saison, seront pour la nourriture de ses compagnons. On donnera le vin à boire à ceux qui seront fatigués dans le désert.”2 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιβα, Δια τι φερεις ταυτα; Ο δε Σιβα ειπεν, Οι ονοι ειναι δια την οικογενειαν του βασιλεως δια να επικαθηται, και οι αρτοι και οι θερινοι καρποι δια να τρωγωσιν οι νεοι? ο δε οινος, δια να πινωσιν οσοι ατονισωσιν εν τη ερημω.
3 Alors le roi lui dit: “Mais où donc est le fils de ton seigneur Saül?” Siba dit au roi: “Il est resté à Jérusalem, car il pense que la maison d’Israël lui rendra aujourd’hui la royauté de son père.”3 Τοτε ειπεν ο βασιλευς, Και που ειναι ο υιος του κυριου σου; Και ειπεν ο Σιβα προς τον βασιλεα, Ιδου, καθηται εν Ιερουσαλημ? διοτι ειπε, Σημερον ο οικος Ισραηλ θελει επιστρεψει προς εμε την βασιλειαν του πατρος μου.
4 Le roi dit à Siba: “Tout ce qui est à Méribaal t’appartient.” Siba répondit: “Je ne peux que m’incliner, que je trouve grâce aux yeux de mon seigneur le roi!”4 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιβα, Ιδου, ιδικα σου ειναι παντα τα υπαρχοντα του Μεμφιβοσθε. Και ειπεν ο Σιβα, Δεομαι υποκλινως να ευρω χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου βασιλευ.
5 Le roi David approchait de Bahourim; un homme en sortit qui était de la famille de Saül et s’appelait Chiméï, fils de Guéra. Tout en marchant, il prononçait toutes sortes de malédictions.5 Και οτε ηλθεν ο βασιλευς Δαβιδ εως Βαουρειμ, ιδου, εξηρχετο εκειθεν ανθρωπος εκ της συγγενειας του οικου του Σαουλ, ονομαζομενος Σιμει, υιος του Γηρα? και εξελθων, ηρχετο καταρωμενος.
6 Il jetait des pierres vers David et les serviteurs du roi, tandis que le roi David avançait entouré à droite et à gauche par le peuple et par sa garde.6 Και ερριπτε λιθους επι τον Δαβιδ και επι παντας τους δουλους του βασιλεως Δαβιδ? πας δε ο λαος και παντες οι δυνατοι ησαν εκ δεξιων αυτου και εξ αριστερων αυτου.
7 Chiméï maudissait: “Va-t’en, va-t’en! Tu n’es qu’un homme de sang et un criminel!7 Και ουτως ελεγεν ο Σιμει καταρωμενος, Εξελθε, εξελθε, ανηρ αιματων και ανηρ κακοποιε?
8 Yahvé a fait retomber sur toi tout le sang de la maison de Saül. Tu étais devenu roi à sa place, mais aujourd’hui Yahvé a donné la royauté à l’un de tes fils, Absalom. Le malheur est venu sur toi car tu n’es qu’un homme de sang.”8 επεστρεψεν ο Κυριος κατα σου παντα τα αιματα του οικου του Σαουλ, αντι του οποιου εβασιλευσας? και παρεδωκεν ο Κυριος την βασιλειαν εις την χειρα Αβεσσαλωμ του υιου σου? και ιδου, συ επιασθης εν τη κακια σου, διοτι εισαι ανηρ αιματων.
9 Abisaï, fils de Sérouya, dit au roi: “Pourquoi ce chien crevé maudit-il mon seigneur le roi? Laisse-moi traverser, je vais lui couper la tête.”9 Τοτε ειπε προς τον βασιλεα Αβισαι ο υιος της Σερουιας, Δια τι ουτος ο νεκρος κυων καταραται τον κυριον μου τον βασιλεα; αφες, παρακαλω, να περασω και να κοψω την κεφαλην αυτου.
10 Mais le roi répondit: “Ne te mêle pas de mes affaires, fils de Sérouya: s’il maudit, c’est peut-être que Yahvé lui a dit: Maudis David! Qui donc ira lui demander pourquoi il agit de la sorte?”10 Ο δε βασιλευς ειπε, Τι μεταξυ εμου και ημων, υιοι της Σερουιας; ας καταραται, διοτι ο Κυριος ειπε προς αυτον, Καταρασθητι τον Δαβιδ. Τις λοιπον θελει ειπει, Δια τι εκαμες ουτω;
11 Alors David dit à Abisaï et à ses serviteurs: “Voici que mon fils, celui qui est sorti de moi, en veut à ma vie, à combien plus forte raison cet homme de Benjamin. Laissez-le maudire, si Yahvé le lui a dit.11 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αβισαι και προς παντας τους δουλους αυτου, Ιδου, ο υιος μου, ο εξελθων εκ των σπλαγχνων μου ζητει την ζωην μου? ποσω μαλλον τωρα ο Βενιαμιτης; αφησατε αυτον, και ας καταραται, διοτι ο Κυριος προσεταξεν αυτον?
12 Peut-être Yahvé tiendra-t-il compte de ma peine pour me rendre du bonheur après la malédiction d’aujourd’hui.”12 ισως επιβλεψη ο Κυριος επι την θλιψιν μου, και ανταποδωση ο Κυριος εις εμε αγαθον αντι της καταρας τουτου την ημεραν ταυτην.
13 David et ses hommes continuèrent donc leur marche pendant que Chiméï suivait dans le même sens l’autre versant de la montagne; il maudissait, lançait des pierres et jetait de la poussière.13 Και επορευοντο ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εις την οδον, ο δε Σιμει επορευετο κατα τα πλευρα του ορους απεναντι αυτου, και κατηρατο πορευομενος και ερριπτε λιθους κατ' αυτου και εσκονιζε με χωμα.
14 Le roi et tout son peuple s’arrêtèrent enfin exténués; on souffla un peu.14 Και ηλθεν ο βασιλευς, και πας ο λαος ο μετ' αυτου, εκλελυμενοι και ανεπαυθησαν εκει.
15 Absalom et tout le peuple d’Israël entrèrent à Jérusalem; Ahitofel était avec lui.15 Ο δε Αβεσσαλωμ και πας ο λαος, οι ανδρες Ισραηλ, ηλθον εις Ιερουσαλημ, και ο Αχιτοφελ μετ' αυτου.
16 Houchaï l’Arkite, le conseiller de David, vint se présenter à Absalom; il lui dit: “Vive le roi! Vive le roi!”16 Και οτε ηλθε προς τον Αβεσσαλωμ Χουσαι ο Αρχιτης, ο φιλος του Δαβιδ, ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Ζητω ο βασιλευς? ζητω ο βασιλευς.
17 Absalom répondit à Houchaï: “Voilà toute ton affection pour ton ami! Pourquoi n’es-tu pas allé rejoindre ton ami?”17 Ο δε Αβεσσαλωμ ειπε προς τον Χουσαι, τουτο ειναι το ελεος σου προς τον φιλον σου; δια τι δεν υπηγες μετα του φιλου σου;
18 Mais Houchaï répondit à Absalom: “Non, n’est-ce pas toi que Yahvé, tout ce peuple et tous les hommes d’Israël ont choisi? Je t’appartiens et je reste près de toi.18 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Ουχι? αλλ' εκεινου, τον οποιον εξελεξεν ο Κυριος και ουτος ο λαος και παντες οι ανδρες Ισραηλ, τουτου θελω εισθαι και μετα τουτου θελω κατοικει?
19 Et puis, qui vais-je servir? N’es-tu pas son fils? Je te servirai tout comme j’ai servi ton père.”19 και επειτα, ποιον θελω δουλευει εγω; ουχι εμπροσθεν του υιου αυτου; καθως εδουλευσα εμπροσθεν του πατρος σου, ουτω θελω εισθαι εμπροσθεν σου.
20 Absalom dit à Ahitofel: “Réunissons un conseil pour savoir ce que nous allons faire.”20 Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ προς τον Αχιτοφελ, Συμβουλευθητε μεταξυ σας τι θελομεν καμει.
21 Ahitofel dit à Absalom: “Va vers les concubines de ton père, celles qu’il a laissées pour garder le palais. Tout Israël saura que tu t’es rendu odieux à ton père, et tous tes partisans se sentiront davantage compromis avec toi.”21 Και ειπεν ο Αχιτοφελ προς τον Αβεσσαλωμ, Εισελθε εις τας παλλακας του πατρος σου, τας οποιας αφηκε δια να φυλαττωσι τον οικον? και θελει ακουσει πας ο Ισραηλ, οτι εγεινες μισητος εις τον πατερα σου? και θελουσιν ενδυναμωθη αι χειρες παντων των μετα σου.
22 On dressa donc une tente sur la terrasse du palais et Absalom s’approcha des concubines de son père aux yeux de tout Israël.22 Εστησαν λοιπον εις τον Αβεσσαλωμ σκηνην επι του δωματος, και εισηλθεν ο Αβεσσαλωμ εις τας παλλακας του πατρος αυτου, ενωπιον παντος του Ισραηλ.
23 En ce temps-là, tous les conseils d’Ahitofel étaient comme des paroles de Dieu; il en était ainsi pour David comme pour Absalom.23 Και η συμβουλη του Αχιτοφελ, την οποιαν εδιδε κατ' εκεινας τας ημερας, ητο ως εαν τις ηθελε συμβουλευθη τον Θεον? ουτως ενομιζετο πασα συμβουλη του Αχιτοφελ και εις τον Δαβιδ και εις τον Αβεσσαλωμ.