Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 29


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Jacob se mit en route et s’en alla au pays d’Orient.1 Και εκινησεν ο Ιακωβ και υπηγεν εις την γην των κατοικων της ανατολης.
2 Il aperçut un puits dans la campagne et trois troupeaux de petit bétail couchés près de ce puits. C’est là qu’on leur donnait à boire, mais l’ouverture du puits était recouverte d’une grande pierre.2 Και ειδε, και ιδου, φρεαρ εν τη πεδιαδι και ιδου, εκει τρια ποιμνια προβατων αναπαυομενα πλησιον αυτου, διοτι εκ του φρεατος εκεινον εποτιζον τα ποιμνια? λιθος δε μεγας ητο επι το στομιον του φρεατος.
3 Quand tous les troupeaux y étaient rassemblés, on roulait la pierre de dessus l’ouverture du puits, on donnait à boire au petit bétail, et puis l’on remettait la pierre en place sur l’ouverture du puits.3 Και οτε συνηγοντο εκει παντα τα ποιμνια, απεκυλιον τον λιθον απο του στομιου του φρεατος, και εποτιζον τα ποιμνια? επειτα εθετον παλιν τον λιθον επι το στομιον του φρεατος εις τον τοπον αυτου.
4 Jacob dit aux bergers: “D’où êtes-vous, mes frères?” Ils répondirent: “Nous sommes de Harrân.”4 Και ειπε προς αυτους ο Ιακωβ, Αδελφοι, ποθεν εισθε; Οι δε ειπον, Εκ της Χαρραν ειμεθα.
5 Il leur dit: “Connaissez-vous Laban, le fils de Nahor?” Ils répondirent: “Nous le connaissons bien.”5 Και ειπε προς αυτους, Γνωριζετε Λαβαν τον υιον του Ναχωρ; οι δε ειπον, Γνωριζομεν.
6 Jacob leur dit: “Est-il en bonne santé?” “Il est en bonne santé, répondirent-ils, voici d’ailleurs Rachel, sa fille, qui arrive avec le petit bétail.”6 Και ειπε προς αυτους, Υγιαινει; Οι δε ειπον, Υγιαινει? και ιδου, Ραχηλ η θυγατηρ αυτου ερχεται μετα των προβατων.
7 Jacob leur dit: “Il fait encore grand jour, ce n’est pas l’heure de rassembler les bêtes. Donnez-leur à boire et emmenez-les pour paître.”7 Και ειπεν, Ιδου, μενει ακομη ημερα πολλη, δεν ειναι ωρα να συρθωσι τα κτηνη? ποτισατε τα προβατα και υπαγετε να βοσκησητε αυτα.
8 Les bergers répondirent: “Nous ne pouvons pas avant que tous les troupeaux soient rassemblés. Alors on roule la pierre de dessus l’ouverture du puits et on donne à boire au petit bétail.”8 Οι δε ειπον, Δεν δυναμεθα, εωσου συναχθωσι παντα τα ποιμνια, και να αποκυλισωσι τον λιθον απο του στομιου του φρεατος? τοτε ποτιζομεν τα προβατα.
9 Jacob parlait encore, lorsque Rachel arriva avec le petit bétail de son père: elle était bergère.9 Και ενω ακομη ελαλει προς αυτους, ηλθεν η Ραχηλ μετα των προβατων του πατρος αυτης? διοτι αυτη εβοσκε.
10 Dès que Jacob vit Rachel, la fille de son oncle Laban, avec le petit bétail de Laban, il s’approcha du puits, roula la pierre qui le couvrait et donna à boire au petit bétail de son oncle Laban.10 Και ως ειδεν ο Ιακωβ την Ραχηλ, θυγατερα του Λαβαν του αδελφου της μητρος αυτου, και τα προβατα του Λαβαν του αδελφου της μητρος αυτου, επλησιασεν ο Ιακωβ και απεκυλισε τον λιθον απο του στομιου του φρεατος, και εποτισε τα προβατα του Λαβαν, του αδελφου της μητρος αυτου.
11 Ensuite il embrassa Rachel et pleura abondamment.11 Και εφιλησεν ο Ιακωβ την Ραχηλ και υψωσας την φωνην αυτου εκλαυσε.
12 Jacob apprit à Rachel qu’il était de la parenté de son père, et le fils de Rébecca. Aussitôt celle-ci courut l’annoncer à son père.12 Και απηγγειλεν ο Ιακωβ προς την Ραχηλ, οτι ειναι αδελφος του πατρος αυτης, και οτι ειναι υιος της Ρεβεκκας? και εκεινη δραμουσα απηγγειλε τουτο εις τον πατερα αυτης.
13 Quand Laban sut qu’il s’agissait de son neveu Jacob, il courut à sa rencontre, il l’embrassa, le couvrit de baisers et le fit entrer dans sa maison. Là Jacob le mit au courant de tout.13 Και ως ηκουσεν ο Λαβαν το ονομα του Ιακωβ του υιου της αδελφης αυτου, εδραμεν εις συναντησιν αυτου? και εναγκαλισθεις αυτον, εφιλησεν αυτον και εφερεν αυτον εις την οικιαν αυτου? και διηγηθη ο Ιακωβ προς τον Λαβαν παντα τα γενομενα.
14 Laban lui dit: “En vérité tu es de mes os et de ma chair.” Jacob resta chez lui tout un mois.14 Και ειπε προς αυτον ο Λαβαν, Βεβαια οστουν μου και σαρξ μου εισαι. Και κατωκησε μετ' αυτου ενα μηνα.
15 Laban dit alors à Jacob: “Ce n’est pas parce que tu es mon frère que tu vas travailler chez moi pour rien. Quel salaire me demandes-tu?”15 Και ειπεν ο Λαβαν προς τον Ιακωβ, Επειδη εισαι αδελφος μου, δια τουτο θελεις με δουλευει δωρεαν; ειπε μοι, τις θελει εισθαι ο μισθος σου;
16 Laban avait deux filles. L’aînée s’appelait Léa et la plus jeune Rachel.16 Ειχε δε Λαβαν δυο θυγατερας? το ονομα της πρεσβυτερας, Λεια, και το ονομα της μικροτερας Ραχηλ.
17 Léa avait des yeux sans éclat, alors que Rachel avait belle allure et beau visage.17 Και της μεν Λειας οι οφθαλμοι ησαν ασθενεις? η δε Ραχηλ ητο ευειδης και ωραια την οψιν.
18 Jacob aimait Rachel, il répondit: “Je te servirai sept ans pour Rachel, ta seconde fille.”18 Και ηγαπησεν ο Ιακωβ την Ραχηλ? και ειπε, Θελω σε δουλευει επτα ετη δια την Ραχηλ, την θυγατερα σου την μικροτεραν.
19 Laban lui répondit: “J’aime mieux te la donner à toi que de la donner à quelqu’un d’autre. Reste chez moi.”19 Και ειπεν ο Λαβαν, Καλητερα να δωσω αυτην εις σε, παρα να δωσω αυτην εις αλλον ανδρα? κατοικησον μετ' εμου.
20 Jacob travailla donc pour Rachel pendant sept ans qui ne lui parurent que quelques jours, tellement il l’aimait.20 Και εδουλευσεν ο Ιακωβ δια την Ραχηλ επτα ετη? και εφαινοντο εις αυτον ως ημεραι ολιγαι, δια την προς αυτην αγαπην αυτου.
21 Au bout de ce temps Jacob dit à Laban: “Donne-moi ma femme puisque je t’ai servi le temps que je devais. Maintenant, je veux coucher avec elle.”21 Και ειπεν ο Ιακωβ προς τον Λαβαν, Δος μοι την γυναικα μου, διοτι επληρωθησαν αι ημεραι μου, δια να εισελθω προς αυτην.
22 Laban invita donc tous les hommes de l’endroit et donna un grand repas.22 Και συνηγαγεν ο Λαβαν παντας τους ανθρωπους του τοπου και εκαμε συμποσιον.
23 Mais lorsque la nuit fut venue, il prit sa fille Léa et la conduisit vers Jacob qui s’unit à elle.23 Και το εσπερας, λαβων την Λειαν την θυγατερα αυτου, εφερεν αυτην προς αυτον? και εισηλθε προς αυτην.
24 Laban donna alors comme servante à sa fille Léa, sa propre servante Zilpa.24 Και εδωκεν ο Λαβαν εις Λειαν την θυγατερα αυτου, δια θεραπαιναν αυτης, Ζελφαν την θεραπαιναν αυτου.
25 Au matin, Jacob s’aperçut que c’était Léa. Il dit à Laban: “Que m’as-tu fait? N’est-ce pas pour Rachel que j’ai travaillé chez toi? Pourquoi m’as-tu trompé?”25 Και το πρωι, ιδου, αυτη ητο η Λεια? και ειπε προς τον Λαβαν, Τι τουτο το οποιον επραξας εις εμε; δεν σε εδουλευσα δια την Ραχηλ; και δια τι με ηπατησας;
26 Laban lui répondit: “Cela ne se fait pas chez nous de marier la plus jeune avant l’aînée.26 Και ειπεν ο Λαβαν, Δεν γινεται ουτως εν τω τοπω ημων, να διδωται η μικροτερα προ της πρεσβυτερας?
27 Terminons cette semaine de noces et nous te donnerons aussi celle-là, mais dans ce cas tu travailleras encore sept ans chez moi.”27 εκπληρωσον την εβδομαδα ταυτης, και θελω σοι δωσει και αυτην, αντι της εργασιας την οποιαν θελεις καμει εις εμε ακομη αλλα επτα ετη.
28 C’est ce que fit Jacob. Terminée la semaine de noces de Léa, Laban lui donna pour femme sa fille Rachel.28 Και εκαμεν ο Ιακωβ ουτω και εξεπληρωσε την εβδομαδα αυτης? και εδωκεν εις αυτον την Ραχηλ την θυγατερα αυτου εις γυναικα.
29 Laban donna alors comme servante à sa fille Rachel, Bila, sa propre servante.29 Και εδωκεν ο Λαβαν εις Ραχηλ την θυγατερα αυτου, δια θεραπαιναν αυτης, Βαλλαν την θεραπαιναν αυτου.
30 Jacob s’unit aussi à Rachel et, pour dire vrai, il aimait Rachel plus que Léa. Il travailla donc chez Laban sept années de plus.30 Και εισηλθεν ο Ιακωβ και προς την Ραχηλ? και ηγαπησε την Ραχηλ περισσοτερον παρα την Λειαν? και εδουλευσεν αυτον ακομη αλλα επτα ετη.
31 Yahvé vit que Léa était délaissée, et il la rendit féconde alors que Rachel était stérile.31 Και ιδων ο Κυριος οτι εμισειτο η Λεια, ηνοιξε την μητραν αυτης? η δε Ραχηλ ητο στειρα.
32 Léa fut enceinte et donna le jour à un fils qu’elle appela Ruben; car elle disait: “Yahvé a eu pitié de mon humiliation, maintenant mon mari m’aimera.”32 Και συνελαβεν η Λεια και εγεννησεν υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Ρουβην? διοτι ειπεν, Ειδε βεβαια ο Κυριος την ταπεινωσιν μου? τωρα λοιπον θελει με αγαπησει ο ανηρ μου.
33 Elle fut encore enceinte et donna le jour à un fils. Elle dit alors: “Yahvé a vu que j’étais délaissée, et il m’a encore donné celui-ci.” C’est pourquoi elle l’appela Siméon.33 Και συνελαβε παλιν και εγεννησεν υιον? και ειπεν, Επειδη ηκουσεν ο Κυριος οτι μισουμαι, δια τουτο μοι εδωκεν ακομη και τουτον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Συμεων.
34 Elle fut encore enceinte et donna le jour à un fils. “Cette fois, dit-elle, mon mari s’attachera à moi, car je lui ai donné trois fils.” Aussi on donna à l’enfant le nom de Lévi.34 Και συνελαβεν ακομη και εγεννησεν υιον? και ειπε, Τωρα ταυτην την φοραν ο ανηρ μου θελει ενωθη μετ' εμου, διοτι εγεννησα εις αυτον τρεις υιους? δια τουτο ωνομασεν αυτον Λευι.
35 Elle fut encore enceinte et donna le jour à un fils. “Cette fois, dit-elle, je chanterai les louanges de Yahvé.” C’est pourquoi elle l’appela Juda. Puis elle cessa d’avoir des enfants.35 Και συνελαβε παλιν και εγεννησεν υιον? και ειπε, Ταυτην την φοραν θελω δοξολογησει τον Κυριον? δια τουτο εκαλεσε το ονομα αυτου Ιουδαν? και επαυσε να γεννα.