Scrutatio

Lunedi, 3 giugno 2024 - San Carlo Lwanga ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 22


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Par la suite Dieu voulut éprouver Abraham; il appela: “Abraham!” Celui-ci répondit: “Me voici.”1 Μετα δε τα πραγματα ταυτα ο Θεος εδοκιμασε τον Αβρααμ, και ειπε προς αυτον, Αβρααμ? ο δε ειπεν, Ιδου, εγω.
2 Dieu lui dit: “Prends Isaac, ton fils unique, celui que tu aimes, et va-t’en au pays de Moriya. Là tu l’offriras en sacrifice sur l’une des montagnes que je te montrerai.”2 Και ειπε, Λαβε τωρα τον υιον σου τον μονογενη, τον οποιον ηγαπησας, τον Ισαακ, και υπαγε εις τον τοπον Μορια, και προσφερε αυτον εκει εις ολοκαυτωμα, επι ενος των ορεων, το οποιον θελω σοι ειπει.
3 Abraham se leva de bon matin et sella son âne; il prit avec lui deux de ses serviteurs et son fils Isaac et l’on fendit le bois pour le sacrifice. Puis il marcha vers l’endroit que Dieu lui avait indiqué.3 Σηκωθεις δε Αβρααμ ενωρις το πρωι, εσαμαρωσε την ονον αυτου και ελαβε μεθ' εαυτου δυο εκ των δουλων αυτου και Ισαακ τον υιον αυτου? και σχισας ξυλα δια την ολοκαυτωσιν, εσηκωθη και υπηγεν εις τον τοπον τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος.
4 Le troisième jour Abraham put voir l’endroit au loin.4 Την δε τριτην ημεραν υψωσας ο Αβρααμ τους οφθαλμους αυτου, ειδε τον τοπον μακροθεν.
5 Alors Abraham dit à ses serviteurs: “Restez ici avec l’âne. Moi et l’enfant, nous irons là-bas pour adorer, et nous reviendrons ensuite vers vous.”5 Και ειπεν ο Αβρααμ προς τους δουλους αυτου, Σεις καθισατε αυτου μετα της ονου? εγω δε και το παιδαριον θελομεν υπαγει εως εκει? και αφου προσκυνησωμεν, θελομεν επιστρεψει προς εσας.
6 Abraham prit le bois pour le sacrifice et le chargea sur son fils Isaac. Il prit ensuite dans sa main le feu et le couteau, et tous deux marchèrent ensemble.6 Και λαβων ο Αβρααμ τα ξυλα της ολοκαυτωσεως, επεθεσεν επι τον Ισαακ τον υιον αυτου? και ελαβεν εις την χειρα αυτου το πυρ, και την μαχαιραν, και υπηγον οι δυο ομου.
7 Isaac se tourna vers son père Abraham, il lui dit: “Mon père!” Celui-ci répondit: “Je t’écoute, mon fils.” Isaac dit: “Nous avons là le feu et le bois, mais où est l’agneau pour le sacrifice par le feu?”7 Τοτε ελαλησεν ο Ισαακ προς Αβρααμ τον πατερα αυτου και ειπε, Πατερ μου. Ο δε ειπεν, Ιδου, εγω, τεκνον μου. Και ειπεν ο Ισαακ, Ιδου, το πυρ και τα ξυλα? αλλα που το προβατον δια την ολοκαυτωσιν;
8 Abraham répondit: “Dieu pourvoira à l’agneau pour le sacrifice, mon fils.” Et ils continuèrent tous deux leur chemin.8 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ο Θεος, τεκνον μου, θελει προβλεψει εις εαυτον το προβατον δια την ολοκαυτωσιν. Και επορευοντο οι δυο ομου.
9 Lorsqu’ils arrivèrent à l’endroit que Dieu avait indiqué, Abraham construisit l’autel. Il prépara le bois, attacha son fils Isaac et le plaça sur l’autel par-dessus le bois.9 Αφου δε εφθασαν εις τον τοπον τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος, ωκοδομησεν εκει ο Αβρααμ το θυσιαστηριον και διεθεσε τα ξυλα, και δεσας τον Ισαακ τον υιον αυτου εβαλεν αυτον επι το θυσιαστηριον επανω των ξυλων?
10 Puis il étendit la main et prit le couteau pour égorger son fils.10 και εκτεινας ο Αβρααμ την χειρα αυτου, ελαβε την μαχαιραν δια να σφαξη τον υιον αυτου.
11 Alors l’Ange de Yahvé l’appela du haut des cieux: “Abraham! Abraham!” Il répondit: “Me voici!”11 Αγγελος δε Κυριου εφωνησε προς αυτον εκ του ουρανου και ειπεν, Αβρααμ, Αβρααμ. Ο δε ειπεν, Ιδου, εγω.
12 L’Ange lui dit: “N’étends pas la main et ne fais rien à l’enfant, car maintenant je sais que tu crains Dieu: tu ne m’as pas refusé ton fils, ton unique.”12 Και ειπε, Μη επιβαλης την χειρα σου επι το παιδαριον, και μη πραξης εις αυτο μηδεν? διοτι τωρα εγνωρισα οτι συ φοβεισαι τον Θεον, επειδη δεν ελυπηθης τον υιον σου τον μονογενη δι' εμε.
13 Abraham leva les yeux et regarda: il y avait là un bélier retenu par les cornes dans un buisson. Abraham alla donc prendre le bélier et il l’offrit en sacrifice par le feu à la place de son fils.13 Και υψωσας ο Αβρααμ τους οφθαλμους αυτου ειδε? και ιδου, κριος οπισθεν αυτου, κρατουμενος απο των κερατων αυτου εις φυτον πυκνοκλαδον? και ελθων ο Αβρααμ, ελαβε τον κριον και προσεφερεν αυτον εις ολοκαυτωμα αντι του υιου αυτου.
14 Abraham appela cet endroit “Yahvé pourvoira”; c’est pourquoi on dit encore aujourd’hui: “Sur sa montagne, Yahvé pourvoira.”14 Και εκαλεσεν ο Αβρααμ το ονομα του τοπου εκεινου Ιεοβα-ιρε? ως λεγεται και την σημερον, Εν τω ορει ο Κυριος θελει εμφανισθη.
15 Une seconde fois l’Ange de Yahvé appela Abraham du haut des cieux.15 Και εφωνησε δευτερον ο αγγελος του Κυριου προς τον Αβρααμ εκ του ουρανου,
16 Il lui dit: “Je l’ai juré par moi-même - oracle de Yahvé - puisque tu as fait cela et que tu ne m’as pas refusé ton fils, ton unique,16 και ειπεν, Ωμοσα εις εμαυτον, λεγει Κυριος, οτι, επειδη επραξας το πραγμα τουτο και δεν ελυπηθης τον υιον σου, τον μονογενη σου,
17 je te bénirai et je multiplierai ta descendance comme les étoiles du ciel, comme le sable du bord de mer. Ta descendance l’emportera sur ses ennemis.17 οτι ευλογων θελω σε ευλογησει, και πληθυνων θελω πληθυνει το σπερμα σου ως τα αστρα του ουρανου και ως την αμμον την παρα το χειλος της θαλασσης? και το σπερμα σου θελει κυριευσει τας πυλας των εχθρων αυτου?
18 Toutes les nations de la terre se verront bénies en ta descendance parce que tu as obéi à ma voix.”18 και εν τω σπερματι σου θελουσιν ευλογηθη παντα τα εθνη της γης? διοτι υπηκουσας εις την φωνην μου.
19 Abraham revint alors vers ses serviteurs: ils se levèrent et repartirent ensemble pour Bersabée. Abraham demeura ensuite à Bersabée.19 Και επεστρεψεν ο Αβρααμ προς τους δουλους αυτου? και σηκωθεντες, υπηγον ομου εις Βηρ-σαβεε? και κατωκησεν ο Αβρααμ Ενβηρ-σαβεε.
20 Après cela on annonça à Abraham cette nouvelle: “Voici que Milka a donné elle aussi des fils à ton frère Nahor:20 Μετα δε τα πραγματα ταυτα, ανηγγειλαν προς τον Αβρααμ λεγοντες, Ιδου, η Μελχα εγεννησε και αυτη υιους εις τον Ναχωρ τον αδελφον σου?
21 Ous son premier-né, Bouz son frère, et Kémouel père d’Aram,21 τον Ουζ πρωτοτοκον αυτου, και τον Βουζ αδελφον αυτου, και τον Κεμουηλ τον πατερα του Αραμ,
22 Késed, Hazo, Pildach, Yidlaf et Bétuel.”22 και τον Κεσεδ, και τον Αζαυ, και τον Φαλδες, και τον Ιελδαφ, και τον Βαθουηλ.
23 Bétuel est le père de Rébecca. Tels sont les huit fils que Milka donna à Nahor, le frère d’Abraham.23 Ο δε Βαθουηλ εγεννησε την Ρεβεκκαν? τους οκτω τουτους εγεννησεν η Μελχα εις τον Ναχωρ τον αδελφον του Αβρααμ.
24 Sa concubine s’appelait Réouma, c’est elle qui enfanta Tébakh, Gakham, Takhach et Mahaka.24 Και η παλλακη αυτου, η ονομαζομενη Ρευμα, εγεννησε και αυτη τον Ταβεκ και τον Γααμ και τον Ταχας και τον Μααχα.