SCRUTATIO

Lunedi, 3 novembre 2025 - Commemorazione dei Defunti ( Letture di oggi)

ΖΑΧΑΡΙΑΣ - Zaccaria - Zachariah 5


font
LXXБіблія
1 και επεστρεψα και ηρα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου δρεπανον πετομενον1 Знову підвів я очі й побачив: аж ось летить сувій.
2 και ειπεν προς με τι συ βλεπεις και ειπα εγω ορω δρεπανον πετομενον μηκος πηχεων εικοσι και πλατος πηχεων δεκα2 І він сказав до мене: «Що ти бачиш?» Я сказав: «Я бачу летючий сувій, 20 ліктів завдовжки і 10 ліктів завширшки.»
3 και ειπεν προς με αυτη η αρα η εκπορευομενη επι προσωπον πασης της γης διοτι πας ο κλεπτης εκ τουτου εως θανατου εκδικηθησεται και πας ο επιορκος εκ τουτου εως θανατου εκδικηθησεται3 І він сказав до мене: «Це прокляття, що виходить на всю країну: бо кожен, хто краде, буде прогнаний звідти, згідно з ним.
4 και εξοισω αυτο λεγει κυριος παντοκρατωρ και εισελευσεται εις τον οικον του κλεπτου και εις τον οικον του ομνυοντος τω ονοματι μου επι ψευδει και καταλυσει εν μεσω του οικου αυτου και συντελεσει αυτον και τα ξυλα αυτου και τους λιθους αυτου4 Я випущу його, — слово Господа сил, — і воно ввійде в дім злодія і в дім того, хто моїм іменем криво кленеться, і перебуватиме посеред його дому, й пожере його разом із його деревом та його камінням.»
5 και εξηλθεν ο αγγελος ο λαλων εν εμοι και ειπεν προς με αναβλεψον τοις οφθαλμοις σου και ιδε τι το εκπορευομενον τουτο5 І тоді вийшов ангел, що говорив зо мною, і сказав до мене: «Підведи очі й подивись, що то таке, що виходить?»
6 και ειπα τι εστιν και ειπεν τουτο το μετρον το εκπορευομενον και ειπεν αυτη η αδικια αυτων εν παση τη γη6 Спитав я: «Що це?» Він відповів: «Це мірка, що виходить.» І додав: «Це їхня несправедливість по всій країні.»
7 και ιδου ταλαντον μολιβου εξαιρομενον και ιδου μια γυνη εκαθητο εν μεσω του μετρου7 І ось піднялась кругла олив’яна покришка, — і жінка сидить посеред мірки.
8 και ειπεν αυτη εστιν η ανομια και ερριψεν αυτην εν μεσω του μετρου και ερριψεν τον λιθον του μολιβου εις το στομα αυτης8 І він промовив: «Це безбожність», — і пхнув її до мірки всередину, і кинув вагу олив’яну зверху на неї.
9 και ηρα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου δυο γυναικες εκπορευομεναι και πνευμα εν ταις πτερυξιν αυτων και αυται ειχον πτερυγας ως πτερυγας εποπος και ανελαβον το μετρον ανα μεσον της γης και ανα μεσον του ουρανου9 Підвів я очі й дивлюся: аж ось виходять дві жінки, вітер був у них в крилах, крила ж у них були, неначе крила в чорногуза, і вони підняли вгору мірку між землею та небом.
10 και ειπα προς τον αγγελον τον λαλουντα εν εμοι που αυται αποφερουσιν το μετρον10 І я сказав до ангела, що говорив зо мною: «Куди вони несуть мірку?»
11 και ειπεν προς με οικοδομησαι αυτω οικιαν εν γη βαβυλωνος και ετοιμασαι και θησουσιν αυτο εκει επι την ετοιμασιαν αυτου11 А він сказав до мене: «У Шінгар-край, щоб збудувати їй дім; коли його приготують, вона буде поставлена там на своїм підложжі.»