SCRUTATIO

Sabato, 15 novembre 2025 - Sant' Alberto Magno ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 17


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Και ειπεν Ηλιας ο Θεσβιτης, ο εκ των κατοικων της Γαλααδ, προς τον Αχααβ, Ζη Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, εμπροσθεν του οποιου παρισταμαι, δεν θελει εισθαι τα ετη ταυτα δροσος και βροχη, ειμη δια του λογου του στοματος μου.1 Ілля тішбій, з Тішбе у Гілеаді, сказав до Ахава: «Так певно, як живе Господь, Бог Ізраїля, якому я служу, цими роками не буде ні роси, ні дощу, хіба на моє слово.»
2 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς αυτον, λεγων,2 І надійшло до нього таке слово Господнє:
3 Αναχωρησον εντευθεν και στρεψον προς ανατολας και κρυφθητι πλησιον του χειμαρρου Χεριθ, του απεναντι του Ιορδανου?3 «Іди звідси й повернися на схід сонця та сховайся коло Керіт-потоку, що на схід від Йордану.
4 και θελεις πινει εκ του χειμαρρου? προσεταξα δε τους κορακας να σε τρεφωσιν εκει.4 Ти питимеш з потоку, а крукам я повелів, щоб постачали там тобі їжу.»
5 Και υπηγε και εκαμε κατα τον λογον του Κυριου? διοτι υπηγε και εκαθησε πλησιον του χειμαρρου Χεριθ, του απεναντι του Ιορδανου.5 Пішов він і зробив на Господній наказ, і рушив, і оселився коло Керіт-потоку, що на схід від Йордану.
6 Και οι κορακες εφερον προς αυτον αρτον και κρεας το πρωι, και αρτον και κρεας το εσπερας? και επινεν εκ του χειμαρρου.6 Круки приносили йому хліба й м’яса вранці та хліба й м’яса ввечері, а пив він з потоку.
7 Μετα δε τινας ημερας εξηρανθη ο χειμαρρος, επειδη δεν εγεινε βροχη επι της γης.7 Та ось по деякому часі висох потік, бо не було дощу в країні.
8 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς αυτον, λεγων,8 Тоді надійшло до нього таке слово Господнє:
9 Σηκωθεις υπαγε εις Σαρεπτα της Σιδωνος και καθισον εκει? ιδου, προσεταξα εκει γυναικα χηραν να σε τρεφη.9 «Встань, іди в Сарепту сидонську і перебувай там. Я повелів там удові, щоб давала тобі їсти.»
10 Και σηκωθεις υπηγεν εις Σαρεπτα. Και ως ηλθεν εις την πυλην της πολεως, ιδου, εκει γυνη χηρα συναγουσα ξυλαρια? και εφωνησε προς αυτην και ειπε, Φερε μοι, παρακαλω, ολιγον υδωρ εν αγγειω, δια να πιω.10 Устав він та й подався в Сарепту; прийшов до воріт міста, аж ось удовиця збирає дрова. Покликав він її та й каже: «Дай мені, будь ласка, трохи води з глечика напитись.»
11 Και ενω υπηγε να φερη αυτο, εφωνησε προς αυτην και ειπε, Φερε μοι παρακαλω, κομματιον αρτου εν τη χειρι σου.11 Як же вона йшла по воду, кликнув у слід і каже: «Приниси мені, будь ласка, і шматок хліба.»
12 Η δε ειπε, Ζη Κυριος ο Θεος σου, δεν εχω ψωμιον, αλλα μονον μιαν χεριαν αλευρου εις το πιθαριον και ολιγον ελαιον εις το ρωγιον? και ιδου, συναγω δυο ξυλαρια, δια να υπαγω και να καμω αυτο δι' εμαυτην και δια τον υιον μου, και να φαγωμεν αυτο και να αποθανωμεν.12 Вона ж каже: «Так певно, як живе Господь, Бог твій, нема в мене нічого печеного, тільки пригорща муки в посудині та трошки олії у глечику. Оце назбираю трохи дров та повернувшись, приготую, що маю, собі та синові, а там з’їмо й помремо.»
13 Ο δε Ηλιας ειπε προς αυτην, Μη φοβου? υπαγε, καμε ως ειπας? πλην εξ αυτου καμε εις εμε πρωτον μιαν μικραν πητταν και φερε εις εμε, και επειτα καμε δια σεαυτην και δια τον υιον σου?13 Ілля ж їй: «Не журись, іди й зроби, як сказала; тільки наперед спечи мені коржика і принеси сюди, собі ж і синові приготуєш опісля.
14 διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? το πιθαριον του αλευρου δεν θελει κενωθη, ουδε το ρωγιον του ελαιου θελει ελαττωθη, εως της ημερας καθ' ην ο Κυριος θελει δωσει βροχην επι προσωπου της γης.14 Так бо говорить Господь, Бог Ізраїля: Посуд з мукою не спорожниться, глечик з олією не опустіє аж до того дня, коли Господь пошле дощ на землю.»
15 Η δε υπηγε και εκαμε κατα τον λογον του Ηλια? και ετρωγεν αυτη και αυτος και ο οικος αυτης ημερας πολλας?15 Пішла вона й зробила, як сказав їй Ілля; і їла вона, він і її син довго.
16 το πιθαριον του αλευρου δεν εκενωθη, ουδε το ρωγιον του ελαιου ηλαττωθη, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του Ηλια.16 Посуд з мукою не спорожнювався, глечик з олією не вичерпувався, за словом, що Господь сказав через Іллю.
17 Μετα δε τα πραγματα ταυτα, ηρρωστησεν ο υιος της γυναικος, της κυριας του οικου? και η αρρωστια αυτου ητο δυνατη σφοδρα, εωσου δεν εμεινε πνοη εν αυτω.17 Після цього занедужав син тієї жінки, що її була господа, і недуга його була така важка, що зостався без віддиху.
18 Και ειπε προς τον Ηλιαν, Τι εχεις μετ' εμου, ανθρωπε του Θεου; ηλθες προς εμε δια να φερης εις ενθυμησιν τας ανομιας μου και να θανατωσης τον υιον μου;18 І каже вона до Іллі: «Що мені чинити з тобою, чоловіче Божий? Ти прийшов до мене на те, щоб нагадати мої гріхи та навести смерть на мого сина.»
19 Ο δε ειπε προς αυτην, Δος μοι τον υιον σου. Και ελαβεν αυτον εκ του κολπου αυτης και ανεβιβασεν αυτον εις το υπερωον, οπου αυτος εκαθητο, και επλαγιασεν αυτον επι την κλινην αυτου.19 А він сказав до неї: «Дай мені сюди твого сина.» І взяв у неї з лона, поніс його на гору у світлицю, де мешкав, та й поклав його на своїй постелі.
20 Και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου? επεφερες κακον και εις την χηραν, παρα τη οποια εγω παροικω, ωστε να θανατωσης τον υιον αυτης;20 Тоді візвав Господа словами: «Господи, Боже мій! Невже ж ти хочеш заподіяти таке зло вдовиці, де я гостював, щоб навести смерть на її сина?»
21 Και εξηπλωθη τρις επι το παιδαριον και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου, ας επανελθη, δεομαι, η ψυχη του παιδαριου τουτου εντος αυτου.21 І простягся тричі над хлопчиком і візвав до Господа словами: «Господи, Боже мій, вчини так, благаю, щоб душа цього хлопчика повернулась до нього!»
22 Και εισηκουσεν ο Κυριος της φωνης του Ηλια? και επανηλθεν η ψυχη του παιδαριου εντος αυτου και ανεζησε.22 Почув Господь голос Іллі, і душа хлопцева повернулась до нього, і він ожив.
23 Και ελαβεν ο Ηλιας το παιδαριον, και κατεβιβασεν αυτο απο του υπερωου εις τον οικον και εδωκεν αυτο εις την μητερα αυτου. Και ειπεν ο Ηλιας, Βλεπε, ζη ο υιος σου.23 Узяв Ілля хлопця, зніс його зо світлиці вниз у хату та й передав матері, кажучи: «Дивися, син твій живий.»
24 Και ειπεν η γυνη προς τον Ηλιαν, Τωρα γνωριζω εκ τουτου οτι εισαι ανθρωπος του Θεου, και ο λογος του Κυριου εν τω στοματι σου ειναι αληθεια.24 Жінка ж сказала Іллі: «Тепер я знаю, що ти — чоловік Божий та що слово Господнє в устах твоїх — правда.»