1 Του ανθρωπου ειναι αι προπαρασκευαι της καρδιας? παρα δε του Κυριου η αποκρισις της γλωσσης. | 1 לְאָדָם מַעַרְכֵי־לֵב וּמֵיְהוָה מַעֲנֵה לָשֹׁון |
2 Πασαι αι οδοι του ανθρωπου φαινονται ορθαι εις τους οφθαλμους αυτου? πλην ο Κυριος σταθμιζει τα πνευματα. | 2 כָּל־דַּרְכֵי־אִישׁ זַךְ בְּעֵינָיו וְתֹכֵן רוּחֹות יְהוָה |
3 Αφιερονε τα εργα σου εις τον Κυριον, και αι βουλαι σου θελουσι στερεωθη. | 3 גֹּל אֶל־יְהוָה מַעֲשֶׂיךָ וְיִכֹּנוּ מַחְשְׁבֹתֶיךָ |
4 Ο Κυριος εκαμε τα παντα δι' εαυτον, ετι και τον ασεβη δια την ημεραν την κακην. | 4 כֹּל פָּעַל יְהוָה לַמַּעֲנֵהוּ וְגַם־רָשָׁע לְיֹום רָעָה |
5 Βδελυγμα εις τον Κυριον ειναι πας υψηλοκαρδιος? και χειρ με χειρα αν συναπτηται, δεν θελει μενει ατιμωρητος. | 5 תֹּועֲבַת יְהוָה כָּל־גְּבַהּ־לֵב יָד לְיָד לֹא יִנָּקֶה |
6 Δια χαριτος και αληθειας καθαριζεται η ανομια? και δια του φοβου του Κυριου εκκλινουσιν οι ανθρωποι απο του κακου. | 6 בְּחֶסֶד וֶאֱמֶת יְכֻפַּר עָוֹן וּבְיִרְאַת יְהוָה סוּר מֵרָע |
7 Οταν ο Κυριος αρεσκηται εις τας οδους του ανθρωπου, και τους εχθρους αυτου ειρηνευει μετ' αυτου. | 7 בִּרְצֹות יְהוָה דַּרְכֵי־אִישׁ גַּם־אֹויְבָיו יַשְׁלִם אִתֹּו |
8 Καλητερον ολιγον μετα δικαιοσυνης, παρα εισοδηματα μεγαλα μετα αδικιας. | 8 טֹוב־מְעַט בִּצְדָקָה מֵרֹב תְּבוּאֹות בְּלֹא מִשְׁפָּט |
9 Η καρδια του ανθρωπου βουλευεται την οδον αυτου? αλλ' ο Κυριος διευθυνει τα βηματα αυτου. | 9 לֵב אָדָם יְחַשֵּׁב דַּרְכֹּו וַיהוָה יָכִין צַעֲדֹו |
10 Χρησμος ειναι εις τα χειλη του βασιλεως? το στομα αυτου δεν σφαλλει εν τη κρισει. | 10 קֶסֶם ׀ עַל־שִׂפְתֵי־מֶלֶךְ בְּמִשְׁפָּט לֹא יִמְעַל־פִּיו |
11 Δικαια σταθμη και πλαστιγξ ειναι του Κυριου? παντα τα ζυγια του σακκιου ειναι εργου αυτου. | 11 פֶּלֶס ׀ וּמֹאזְנֵי מִשְׁפָּט לַיהוָה מַעֲשֵׂהוּ כָּל־אַבְנֵי־כִיס |
12 Βδελυγμα ειναι εις τους βασιλεις να πραττωσιν ανομιαν? διοτι ο θρονος στερεονεται μετα της δικαιοσυνης. | 12 תֹּועֲבַת מְלָכִים עֲשֹׂות רֶשַׁע כִּי בִצְדָקָה יִכֹּון כִּסֵּא |
13 Τα δικαια χειλη ειναι ευπροσδεκτα εις τους βασιλεις, και αγαπωσι τον λαλουντα ορθα. | 13 רְצֹון מְלָכִים שִׂפְתֵי־צֶדֶק וְדֹבֵר יְשָׁרִים יֶאֱהָב |
14 Θυμος βασιλεως ειναι αγγελος θανατου? αλλ' ο σοφος ανθρωπος καταπραυνει αυτον. | 14 חֲמַת־מֶלֶךְ מַלְאֲכֵי־מָוֶת וְאִישׁ חָכָם יְכַפְּרֶנָּה |
15 Εις το φως του προσωπου του βασιλεως ειναι ζωη? και η ευνοια αυτου ειναι ως νεφος οψιμου βροχης. | 15 בְּאֹור־פְּנֵי־מֶלֶךְ חַיִּים וּרְצֹונֹו כְּעָב מַלְקֹושׁ |
16 Ποσον καλητερα ειναι η αποκτησις της σοφιας παρα το χρυσιον και προκριτωτερα η αποκτησις της συνεσεως παρα το αργυριον | 16 קְנֹה־חָכְמָה מַה־טֹּוב מֵחָרוּץ וּקְנֹות בִּינָה נִבְחָר מִכָּסֶף |
17 Η οδος των ευθεων ειναι να εκκλινωσιν απο του κακου? οστις φυλαττει την οδον αυτου, διατηρει την ψυχην αυτου. | 17 מְסִלַּת יְשָׁרִים סוּר מֵרָע שֹׁמֵר נַפְשֹׁו נֹצֵר דַּרְכֹּו |
18 Η υπερηφανια προηγειται του ολεθρου, και υψηλοφροσυνη του πνευματος προηγειται της πτωσεως. | 18 לִפְנֵי־שֶׁבֶר גָּאֹון וְלִפְנֵי כִשָּׁלֹון גֹּבַהּ רוּחַ |
19 Καλητερον να ηναι τις ταπεινοφρων μετα των ταπεινων, παρα να μοιραζη λαφυρα μετα των υπερηφανων. | 19 טֹוב שְׁפַל־רוּחַ אֶת־ [עֲנִיִּים כ] (עֲנָוִים ק) מֵחַלֵּק לָל אֶת־גֵּאִים |
20 Ο συνετος εις τα πραγματα θελει ευρει καλον? και ο ελπιζων επι τον Κυριον ειναι μακαριος. | 20 מַשְׂכִּיל עַל־דָּבָר יִמְצָא־טֹוב וּבֹוטֵחַ בַּיהוָה אַשְׁרָיו |
21 Ο σοφος την καρδιαν θελει ονομαζεσθαι φρονιμος? και η γλυκυτης των χειλεων προσθετει μαθησιν. | 21 לַחֲכַם־לֵב יִקָּרֵא נָבֹון וּמֶתֶק פָתַיִם יֹסִיף לֶקַח |
22 Η συνεσις ειναι πηγη ζωης εις τον εχοντα αυτην? η δε παιδεια των αφρονων μωρια. | 22 מְקֹור חַיִּים שֵׂכֶל בְּעָלָיו וּמוּסַר אֱוִלִים אִוֶּלֶת |
23 Η καρδια του σοφου συνετιζει το στομα αυτου, και εις τα χειλη αυτου προσθετει μαθησιν. | 23 לֵב חָכָם יַשְׂכִּיל פִּיהוּ וְעַלשְׂ־פָתָיו יֹסִיף לֶקַח |
24 Κηρηθρα μελιτος οι ευαρεστοι λογοι? γλυκυτης εις την ψυχην και ιασις εις τα οστα. | 24 צוּף־דְּבַשׁ אִמְרֵי־נֹעַם מָתֹוק לַנֶּפֶשׁ וּמַרְפֵּא לָעָצֶם |
25 Υπαρχει οδος ητις φαινεται ορθη εις τον ανθρωπον, αλλα τα τελη αυτης ειναι οδοι θανατου. | 25 יֵשׁ דֶּרֶךְ יָשָׁר לִפְנֵי־אִישׁ וְאַחֲרִיתָהּ דַּרְכֵי־מָוֶת |
26 Ο εργαζομενος εργαζεται δι' εαυτον? διοτι το στομα αυτου αναγκαζει αυτον. | 26 נֶפֶשׁ עָמֵל עָמְלָה לֹּו כִּי־אָכַף עָלָיו פִּיהוּ |
27 Ο αχρειος ανθρωπος σκαπτει κακον? και εις τα χειλη αυτου ειναι ως πυρ καιον. | 27 אִישׁ בְּלִיַּעַל כֹּרֶה רָעָה וְעַל־ [שְׂפָתָיו כ] (פָתֹו ק) כְּאֵשׁ צָרָבֶת |
28 Ο διεστραμμενος ανθρωπος διασπειρει εριδας? και ο ψιθυριστης διαχωριζει τους στενωτερους φιλους. | 28 אִישׁ תַּהְפֻּכֹות יְשַׁלַּח מָדֹון וְנִרְגָּן מַפְרִיד אַלּוּף |
29 Ο βιαιος ανθρωπος αποπλανα τον πλησιον αυτου και φερει αυτον εις οδον ουχι καλην? | 29 אִישׁ חָמָס יְפַתֶּה רֵעֵהוּ וְהֹולִיכֹו בְּדֶרֶךְ לֹא־טֹוב |
30 Κλειων τους οφθαλμους αυτου μηχαναται διεστραμμενα? δαγκανων τα χειλη αυτου εκτελει το κακον. | 30 עֹצֶה עֵינָיו לַחְשֹׁב תַּהְפֻּכֹות קֹרֵץ פָתָיו כִּלָּה רָעָה |
31 Η πολια ειναι στεφανος δοξης, ευρισκομενη εν τη οδω της δικαιοσυνης. | 31 עֲטֶרֶת תִּפְאֶרֶת שֵׂיבָה בְּדֶרֶךְ צְדָקָה תִּמָּצֵא |
32 Καλητερος ο μακροθυμος παρα τον δυνατον? και ο εξουσιαζων το πνευμα αυτου παρα τον εκπορθουντα πολιν. | 32 טֹוב אֶרֶךְ אַפַּיִם מִגִּבֹּור וּמֹשֵׁל בְּרוּחֹו מִלֹּכֵד עִיר |
33 Ο κληρος ριπτεται εις την καλπην? ολη ομως η κρισις αυτου ειναι παρα Κυριου. | 33 בַּחֵיק יוּטַל אֶת־הַגֹּורָל וּמֵיְהוָה כָּל־מִשְׁפָּטֹו |