ΙΩΒ - Giobbe - Job 30
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | VULGATA |
---|---|
1 Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου. | 1 Nunc autem derident me juniores tempore, quorum non dignabar patres ponere cum canibus gregis mei : |
2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε; | 2 quorum virtus manuum mihi erat pro nihilo, et vita ipsa putabantur indigni : |
3 Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι? εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον? | 3 egestate et fame steriles, qui rodebant in solitudine, squallentes calamitate et miseria. |
4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων. | 4 Et mandebant herbas, et arborum cortices, et radix juniperorum erat cibus eorum : |
5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι? εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας. | 5 qui de convallibus ista rapientes, cum singula reperissent, ad ea cum clamore currebant. |
6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις. | 6 In desertis habitabant torrentium, et in cavernis terræ, vel super glaream : |
7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο? υποκατω των ακανθων συνηγοντο? | 7 qui inter hujuscemodi lætabantur, et esse sub sentibus delicias computabant : |
8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης. | 8 filii stultorum et ignobilium, et in terra penitus non parentes. |
9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων. | 9 Nunc in eorum canticum versus sum, et factus sum eis in proverbium. |
10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου. | 10 Abominantur me, et longe fugiunt a me, et faciem meam conspuere non verentur. |
11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου. | 11 Pharetram enim suam aperuit, et afflixit me, et frenum posuit in os meum. |
12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι? απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων. | 12 Ad dexteram orientis calamitates meæ illico surrexerunt : pedes meos subverterunt, et oppresserunt quasi fluctibus semitis suis. |
13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον. | 13 Dissipaverunt itinera mea ; insidiati sunt mihi, et prævaluerunt : et non fuit qui ferret auxilium. |
14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται. | 14 Quasi rupto muro, et aperta janua, irruerunt super me, et ad meas miserias devoluti sunt. |
15 Τρομοι εστραφησαν επ' εμε? καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος? και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος. | 15 Redactus sum in nihilum : abstulisti quasi ventus desiderium meum, et velut nubes pertransiit salus mea. |
16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου? ημεραι θλιψεως με κατελαβον. | 16 Nunc autem in memetipso marcescit anima mea, et possident me dies afflictionis. |
17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται. | 17 Nocte os meum perforatur doloribus, et qui me comedunt, non dormiunt. |
18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου? με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου. | 18 In multitudine eorum consumitur vestimentum meum, et quasi capitio tunicæ succinxerunt me. |
19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν. | 19 Comparatus sum luto, et assimilatus sum favillæ et cineri. |
20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι? ισταμαι, και με παραβλεπεις. | 20 Clamo ad te, et non exaudis me : sto, et non respicis me. |
21 Εγεινες ανελεημων προς εμε? δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις. | 21 Mutatus es mihi in crudelem, et in duritia manus tuæ adversaris mihi. |
22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον? με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου. | 22 Elevasti me, et quasi super ventum ponens ; elisisti me valide. |
23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα. | 23 Scio quia morti trades me, ubi constituta est domus omni viventi. |
24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη. | 24 Verumtamen non ad consumptionem eorum emittis manum tuam : et si corruerint, ipse salvabis. |
25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον; | 25 Flebam quondam super eo qui afflictus erat, et compatiebatur anima mea pauperi. |
26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον? και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος. | 26 Expectabam bona, et venerunt mihi mala : præstolabar lucem, et eruperunt tenebræ. |
27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν? ημεραι θλιψεως με προεφθασαν. | 27 Interiora mea efferbuerunt absque ulla requie : prævenerunt me dies afflictionis. |
28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου? εσηκωθην, εβοησα εν συναξει. | 28 Mœrens incedebam sine furore ; consurgens, in turba clamabam. |
29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων. | 29 Frater fui draconum, et socius struthionum. |
30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως. | 30 Cutis mea denigrata est super me, et ossa mea aruerunt præ caumate. |
31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων. | 31 Versa est in luctum cithara mea, et organum meum in vocem flentium. |