Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 30


font
GREEK BIBLEJERUSALEM
1 Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.1 Et" maintenant, je suis la risée de gens qui sont plus jeunes que moi, et dont les pères étaient trop vils àmes yeux pour les mêler aux chiens de mon troupeau.
2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;2 Aussi bien, la force de leurs mains m'eût été inutile: ils avaient perdu toute vigueur,
3 Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι? εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον?3 épuisée par la disette et la famine, car ils rongeaient les racines de la steppe, ce sombre lieu de ruine etde désolation;
4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.4 ils cueillaient l'arroche sur le buisson faisaient leur pain des racines de genêt.
5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι? εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας.5 Bannis de la société des hommes, qui les hue comme des voleurs,
6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.6 ils logent au flanc des ravins, dans les grottes ou les crevasses du rocher.
7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο? υποκατω των ακανθων συνηγοντο?7 Des buissons, on les entend braire, ils s'entassent sous les chardons.
8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.8 Fils de vauriens, bien plus, d'hommes sans nom, ils sont rejetés par le pays.
9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.9 Et maintenant, voilà qu'ils me chansonnent. Qu'ils font de moi leur fable!
10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.10 Saisis d'horreur, ils se tiennent à distance, devant moi, ils crachent sans retenue.
11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.11 Et parce qu'il a détendu mon arc et m'a terrassé, ils rejettent la bride en ma présence.
12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι? απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων.12 Leur engeance surgit à ma droite, épie si je suis tranquille et fraie vers moi ses chemins sinistres.
13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.13 Ils me ferment toute issue, en profitent pour me perdre et nul ne les arrête,
14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.14 ils pénètrent comme par une large brèche et je suis roulé sous les décombres.
15 Τρομοι εστραφησαν επ' εμε? καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος? και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.15 Les terreurs se tournent contre moi, mon assurance est chassée comme par le vent, mon espoir desalut disparaît comme un nuage.
16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου? ημεραι θλιψεως με κατελαβον.16 Et maintenant, la vie en moi s'écoule, les jours de peine m'ont saisi.
17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.17 La nuit, le mal perce mes os et mes rongeurs ne dorment pas.
18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου? με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.18 Avec violence il m'a pris par le vêtement, serré au col de ma tunique.
19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.19 Il m'a jeté dans la boue, je suis comme poussière et cendre.
20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι? ισταμαι, και με παραβλεπεις.20 Je crie vers Toi et tu ne réponds pas; je me présente sans que tu me remarques.
21 Εγεινες ανελεημων προς εμε? δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.21 Tu es devenu cruel à mon égard, ta main vigoureuse sur moi s'acharne.
22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον? με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.22 Tu m'emportes à cheval sur le vent et tu me dissous dans une tempête.
23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.23 Oui, je sais que tu me fais retourner vers la mort, vers le rendez-vous de tout vivant.
24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.24 Pourtant, ai-je porté la main sur le pauvre, quand, dans sa détresse, il réclamait justice?
25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;25 N'ai-je pas pleuré sur celui dont la vie est pénible, éprouvé de la pitié pour l'indigent?
26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον? και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.26 J'espérais le bonheur, et le malheur est venu; j'attendais la lumière: voici l'obscurité.
27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν? ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.27 Mes entrailles bouillonnent sans relâche, les jours de souffrance m'ont atteint.
28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου? εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.28 Si je m'avance l'air sombre, nul ne me console, si je me dresse dans l'assemblée, c'est pour crier.
29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.29 Je suis devenu le frère des chacals et le compagnon des autruches.
30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.30 Ma peau sur moi s'est noircie, mes os sont brûlés par la fièvre.
31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.31 Ma harpe est accordée aux chants de deuil, ma flûte à la voix des pleureurs.