Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Actes des Apôtres 23


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Paul regarda un moment le Sanhédrin, puis il leur dit: "Frères, je n’ai rien à me reprocher devant Dieu pour la façon dont j’ai agi jusqu’ici.”1 Ατενισας δε ο Παυλος εις το συνεδριον, ειπεν? Ανδρες αδελφοι, εγω εζησα ενωπιον του Θεου μετα πασης καλης συνειδησεως μεχρι ταυτης της ημερας.
2 Sur ce, le grand prêtre Ananias ordonna à ses assistants de le frapper sur la bouche.2 Ο δε αρχιερευς Ανανιας προσεταξε τους παρεστωτας πλησιον αυτου να κτυπησωσι το στομα αυτου.
3 Mais Paul lui adressa ces mots: "C’est Dieu qui va te frapper, muraille blanchie! Tu es là pour me juger selon la Loi, et tu violes la Loi en ordonnant de me frapper.”3 Τοτε ο Παυλος ειπε προς αυτον? Ο Θεος μελλει να σε κτυπηση, τοιχε ασβεστωμενε? και συ καθησαι να με κρινης κατα τον νομον, και παρανομων προσταζεις να με κτυπωσιν;
4 Les assistants lui dirent: "Tu oses insulter le grand prêtre de Dieu?”4 Οι δε παρεστωτες ειπον? Τον αρχιερεα του Θεου λοιδορεις;
5 Paul répondit: "Frères, je ne savais pas qu’il était le grand prêtre. Bien sûr il est écrit: Tu ne maudiras pas le chef de ton peuple.”5 Και ο Παυλος ειπε? Δεν ηξευρον, αδελφοι, οτι ειναι αρχιερευς? διοτι ειναι γεγραμμενον. Αρχοντα του λαου σου δεν θελεις κακολογησει.
6 Paul savait qu’une partie d’entre eux étaient Saducéens, et les autres Pharisiens, c’est pourquoi il s’écria en plein Sanhédrin: "Frères, je suis Pharisien, fils de Pharisiens, c’est pour notre espérance que je suis mis en accusation, pour la résurrection des morts!”6 Εννοησας δε ο Παυλος οτι το εν μερος ειναι Σαδδουκαιων, το δε αλλο Φαρισαιων, εκραξεν εν τω συνεδριω. Ανδρες αδελφοι, εγω ειμαι Φαρισαιος, υιος Φαρισαιου? περι ελπιδος και αναστασεως νεκρων εγω κρινομαι.
7 À ces mots, les Pharisiens et les Saducéens entrèrent en conflit, et l’assemblée se divisa.7 Και οτε ελαλησε τουτο, εγεινε διαιρεσις των Φαρισαιων και των Σαδδουκαιων, και διηρεθη το πληθος.
8 Car les Saducéens disent qu’il n’y a pas de résurrection, et pas davantage d’anges ou d’esprit, alors que les Pharisiens admettent l’un et l’autre.8 Διοτι οι μεν Σαδδουκαιοι λεγουσιν οτι δεν ειναι αναστασις ουδε αγγελος ουδε πνευμα, οι δε Φαρισαιοι ομολογουσιν αμφοτερα.
9 Il y eut donc un grand vacarme. Quelques maîtres de la Loi du parti des Pharisiens se levèrent pour déclarer: "Nous ne voyons rien à reprocher à cet homme: peut-être qu’un esprit ou un ange lui a parlé.”9 Και εγεινε κραυγη μεγαλη, και σηκωθεντες οι γραμματεις του μερους των Φαρισαιων διεμαχοντο, λεγοντες? Ουδεν κακον ευρισκομεν εν τω ανθρωπω τουτω? αν δε ελαλησε προς αυτον πνευμα η αγγελος, ας μη θεομαχωμεν.
10 Le conflit prenait des proportions et le commandant eut peur qu’ils ne mettent Paul en pièces. Il ordonna à la troupe de descendre et de le leur reprendre pour le conduire à la forteresse.10 Και επειδη εγεινε μεγαλη διαιρεσις, φοβηθεις ο χιλιαρχος μη διασπαραχθη ο Παυλος υπ' αυτων, προσεταξε να καταβη το στρατευμα και να αρπαση αυτον εκ μεσου αυτων και να φερη εις το φρουριον.
11 La nuit suivante le Seigneur vint à Paul et lui dit: "Courage! Tu as été mon témoin à Jérusalem, il faut que tu le sois pareillement à Rome.”11 Την δε ερχομενην νυκτα επιφανεις εις αυτον ο Κυριος, ειπε? Θαρρει, Παυλε, διοτι καθως εμαρτυρησας τα περι εμου εις Ιερουσαλημ, ουτω πρεπει να μαρτυρησης και εις Ρωμην.
12 Quand il fit jour, un certain nombre de Juifs firent un complot. Ils s’engagèrent sous peine de malédiction à ne rien manger ni boire tant qu’ils n’auraient pas tué Paul.12 Και οτε εγεινεν ημερα, τινες των Ιουδαιων συνομωσαντες ανεθεματισαν εαυτους, λεγοντες μητε να φαγωσι μητε να πιωσιν, εωσου φονευσωσι τον Παυλον?
13 Ils étaient plus de quarante à avoir fait ensemble ce serment.13 ησαν δε πλειοτεροι των τεσσαρακοντα οι πραξαντες την συνωμοσιαν ταυτην?
14 Quelques-uns d’entre eux allèrent trouver les grands prêtres et les Anciens et leur dirent: "Nous nous sommes engagés sous peine de malédiction à ne rien avaler jusqu’à ce que nous ayons tué Paul.14 οιτινες ελθοντες προς τους αρχιερεις και τους πρεσβυτερους, ειπον? Με αναθεμα ανεθεματισαμεν εαυτους, να μη γευθωμεν μηδεν εωσου φονευσωμεν τον Παυλον.
15 Allez donc trouver le commandant avec les Anciens, et demandez-lui d’amener Paul parce que vous voulez examiner à fond son cas. Et nous, avant qu’il n’approche, nous sommes là pour le tuer.15 Τωρα λοιπον σεις μετα του συνεδριου μηνυσατε προς τον χιλιαρχον, να καταβιβαση αυτον αυριον προς εσας, ως μελλοντας να μαθητε ακριβεστερον τα περι αυτου? ημεις δε, πριν αυτος πλησιαση, ειμεθα ετοιμοι να φονευσωμεν αυτον.
16 Le fils de la sœur de Paul entendit parler du complot qui se tramait. Il alla à la forteresse pour le lui faire savoir.16 Ακουσας δε την ενεδραν ο υιος της αδελφης του Παυλου, υπηγε και εισελθων εις το φρουριον απηγγειλε προς τον Παυλον.
17 Paul appela alors l’un des centurions et lui dit: "Conduis donc ce garçon au commandant, il a une information à lui donner.”17 Και ο Παυλος προσκαλεσας ενα των εκατονταρχων, ειπε? Φερε τον νεον τουτον προς τον χιλιαρχον? διοτι εχει τι να απαγγειλη προς αυτον.
18 L’autre l’emmena chez le commandant auquel il dit: "Le prisonnier Paul vient de m’appeler pour me demander de t’amener ce garçon. Il a quelque chose à te dire.”18 Εκεινος λοιπον παραλαβων αυτον, εφερε προς τον χιλιαρχον και λεγει? Ο δεσμιος Παυλος με εκραξε και με παρεκαλεσε να φερω τον νεον τουτον προς σε, διοτι εχει τι να σοι λαληση.
19 Le commandant le prit par le bras et, une fois seuls, il posa la question: "Quelle nouvelle as-tu pour moi?”19 Πιασας δε αυτον απο της χειρος ο χιλιαρχος και αποσυρθεις κατ' ιδιαν, ηρωτησε, Τι ειναι εκεινο, το οποιον εχεις να μοι απαγγειλης;
20 Et le garçon lui dit: "Les Juifs ont pris une décision; ils vont te demander de faire descendre Paul demain au Sanhédrin sous le prétexte qu’ils veulent regarder son cas de plus près.20 Ο δε ειπεν οτι οι Ιουδαιοι συνεφωνησαν να σε παρακαλεσωσι να καταβιβασης αυριον τον Παυλον εις το συνεδριον, ως θελοντες να μαθωσι τι ακριβεστερον περι αυτου.
21 Mais toi, ne les crois pas. Il y a là plus de quarante hommes qui se sont engagés sous peine de malédiction à ne pas manger ni boire avant de l’avoir tué, et ils le guettent. Ils sont prêts et n’attendent que ta réponse.”21 Συ λοιπον μη πεισθης εις αυτους, διοτι ενεδρευουσιν αυτον πλειοτεροι των τεσσαρακοντα ανδρες εξ αυτων, οιτινες ανεθεματισαν εαυτους μητε να φαγωσι μητε να πιωσιν, εωσου φονευσωσιν αυτον? και τωρα ειναι ετοιμοι, προσμενοντες την παρα σου υποσχεσιν.
22 Le commandant renvoya le garçon avec cette recommandation: "Ne dis surtout à personne que tu m’as révélé cette affaire.”22 Ο χιλιαρχος λοιπον απελυσε τον νεον, παραγγειλας, να μη ειπης εις μηδενα οτι εφανερωσας ταυτα εις εμε.
23 Il appela alors deux centurions et leur dit: "Tenez prêts 200 soldats pour aller à Césarée, et avec eux 70 chevaux et 200 auxiliaires. Départ au troisième quart de la nuit.23 Και προσκαλεσας δυο τινας των εκατονταρχων, ειπεν? Ετοιμασατε διακοσιους στρατιωτας δια να υπαγωσιν εως Καισαρειας, και εβδομηκοντα ιππεις και διακοσιους λογχοφορους, απο τριτης ωρας της νυκτος,
24 Vous préparerez des montures pour y faire monter Paul et le mettre en sûreté chez le gouverneur Félix.”24 ετοιμασατε και ζωα, δια να επικαθισωσι τον Παυλον και φερωσιν ασφαλως προς Φηλικα τον ηγεμονα?
25 Il écrivit ensuite une lettre qui disait:25 και εγραψεν επιστολην περιεχουσαν τον τυπον τουτον?
26 "Claudius Lysias envoie ses respects à son Excellence le gouverneur Félix.26 Κλαυδιος Λυσιας προς τον κρατιστον ηγεμονα Φηλικα, χαιρειν.
27 Les Juifs s’étaient emparés de cet homme et ils étaient sur le point de le tuer. J’ai su qu’il était romain, aussi je suis intervenu avec la troupe et je l’ai enlevé.27 Τον ανδρα τουτον, συλληφθεντα υπο των Ιουδαιων και μελλοντα να φονευθη υπ' αυτων, επελθων μετα του στρατευματος εσωσα αυτον, μαθων οτι ειναι Ρωμαιος.
28 J’ai voulu savoir de quoi ils l’accusaient et je l’ai amené à leur Sanhédrin.28 Θελων δε να μαθω αιτιαν, δια την οποιαν εκατηγορουν αυτον, κατεβιβασα αυτον εις το συνεδριον αυτων?
29 Là j’ai vu qu’on l’accusait pour des histoires de leur loi, mais qu’il n’y avait aucun crime qui mérite la mort ou la prison.29 και ευρον αυτον εγκαλουμενον περι ζητηματων του νομου αυτων, μη εχοντα ομως μηδεν εγκλημα αξιον θανατου η δεσμων.
30 Maintenant on m’informe d’un complot qu’ils ont monté contre lui; je te l’envoie donc et je fais savoir à ses accusateurs qu’ils aillent te parler à son sujet.”30 Και επειδη εμηνυθη προς εμε οτι μελλει να γεινη εις τον ανθρωπον επιβουλη υπο των Ιουδαιων, ευθυς επεμψα αυτον προς σε, παραγγειλας και εις τους κατηγορους να ειπωσιν ενωπιον σου τα κατ' αυτου. Υγιαινε.
31 Les soldats prirent Paul conformément aux ordres reçus et, de nuit, ils partirent avec lui pour Antipatris.31 Οι μεν λοιπον στρατιωται κατα την δοθεισαν εις αυτους προσταγην αναλαβοντες τον Παυλον, εφεραν δια της νυκτος εις την Αντιπατριδα,
32 Le lendemain ils revinrent à la citadelle, laissant les cavaliers continuer avec lui.32 την δε επαυριον, αφησαντες τους ιππεις να υπαγωσι μετ' αυτου, υπεστρεψαν εις το φρουριον?
33 Ceux-ci remirent la lettre au gouverneur et lui présentèrent Paul.33 οιτινες εισελθοντες εις την Καισαρειαν και εγχειρισαντες την επιστολην εις τον ηγεμονα, παρεστησαν και τον Παυλον εις αυτον.
34 Le gouverneur s’informa, demanda de quelle contrée Paul était ressortissant et, quand il sut qu’il était de Cilicie, il déclara:34 Ο δε ηγεμων, αφου ανεγνωσε την επιστολην και ηρωτησεν εκ ποιας επαρχιας ειναι και ηκουσεν οτι ειναι απο Κιλικιας,
35 "Je t’entendrai quand tes accusateurs se présenteront.” Après quoi il ordonna de le garder dans le palais d’Hérode.35 Θελω σε ακροασθη, ειπεν, οταν και οι κατηγοροι σου ελθωσι? και προσεταξε να φυλαττηται εν τω πραιτωριω του Ηρωδου.