Єремія 14
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Буття
Вихід
Левіт
Числа
Второзаконня
Ісуса Навина
Суддів
Рути
І Самуїла
ІІ Самуїла
І Царів
ІІ Царів
І Хронік
ІІ Хронік
Езри
Неємії
Товита
Юдити
Естери
1Mac
2Mac
Йова
Псалмів
Приповідок
Проповідник
Пісня Пісень
Мудрости
Сирах
Ісая
Єремія
Плач Єремії
Лист Єремії
Єзекиїл
Даниїл
Осій
Йоіл
Амос
Авдій
Йона
Міхей
Наум
Авакум
Софонія
Аггей
Захарій
Малахія
Матей
Марко
Лука
Іван
Діяння Апостолів
Римлян
І Корінтян
ІІ Корінтян
Галатів
Ефесян
Филип’ян
Колосян
І Солунян
І Солунян
І Тимотея
ІI Тимотея
Тита
Филимона
Євреїв
Якова
І Петра
ІI Петра
І Івана
ІІ Івана
ІІІ Івана
Юди
Одкровення
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
Біблія | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Слово, що надійшло до Єремії з нагоди великої посухи: | 1 Ο λογος του Κυριου ο γενομενος προς Ιερεμιαν περι της ανομβριας. |
2 «Сумує Юда, його міста зомліли, лежать на землі, сумують, і крик Єрусалиму здіймається до неба. | 2 Ο Ιουδας πενθει και αι πυλαι αυτου ειναι περιλυποι? κοιτονται κατα γης μελανειμονουσαι? και ανεβη η κραυγη της Ιερουσαλημ. |
3 їхні вельможі посилають слуг своїх по воду: ті до криниць приходять, та води не знаходять, повертаються з порожніми жбанами. Застиджені і соромом пригнічені, голову собі покривають. | 3 Και οι μεγιστανες αυτης απεστειλαν τους νεους αυτων δια υδωρ? ηλθον εις τα φρεατα, δεν ευρηκαν υδωρ? επεστρεψαν με τα αγγεια αυτων κενα? ησχυνθησαν και ενετραπησαν και εσκεπασαν τας κεφαλας αυτων. |
4 Земля свій урожай припинила, бо не було дощу в країні. Застиджені і соромом пригнічені хлібороби голови собі покривають. | 4 Επειδη η γη εσχισθη, διοτι δεν ητο βροχη επι της γης, οι γεωργοι ησχυνθησαν, εσκεπασαν τας κεφαλας αυτων. |
5 Ба й лань у полі родить та й кидає своє маленьке, бо трави немає. | 5 Και η ελαφος ετι, γεννησασα εν τη πεδιαδι, εγκατελιπε το τεκνον αυτης, επειδη χορτος δεν ητο. |
6 Дикі осли стають на пустарях і, мов шакали, вітерець вдихають; очі гаснуть у них, бо трави немає.» | 6 Και οι αγριοι ονοι εσταθησαν επι τους υψηλους τοπους, ερροφουν τον αερα ως θωες? οι οφθαλμοι αυτων εμαρανθησαν, επειδη χορτος δεν ητο. |
7 Хоч наші беззаконства й проти нас свідкують, та ти, о Господи, вчини з нами імени твого ради; відступства бо наші превеликі, ми согрішили перед тобою. | 7 Κυριε, αν και αι ανομιαι ημων καταμαρτυρωσιν εναντιον ημων, καμε ομως δια το ονομα σου? διοτι αι αποστασιαι ημων επληθυνθησαν? εις σε ημαρτησαμεν. |
8 О Господи, Ізраїля надіє, Спасителю його в скруті! Чому ти — ніби чужинець у цій країні, неначе подорожній, що зайшов, аби переночувати? | 8 Ελπις του Ισραηλ, σωτηρ αυτου εν καιρω θλιψεως, δια τι ηθελες εισθαι ως παροικος εν τη γη και ως οδοιπορος εκκλινων εις καταλυμα; |
9 Чому ти — мов перелякана людина, немов чоловік, що допомогти не може? Таж ти, о Господи, єси між нами, і ми звемось твоїм ім’ям. Не покидай нас! | 9 Δια τι ηθελες εισθαι ως ανθρωπος εκστατικος, ως ισχυρος μη δυναμενος να σωση; Αλλα συ, Κυριε, εν μεσω ημων εισαι, και το ονομα σου εκληθη εφ' ημας? μη εγκαταλιπης ημας. |
10 Господь про люд цей так говорить: «Люблять блукати, ніг своїх не спиняють!» За те Господь їх не любить; тепер згадав він їхні провини, і карає гріхи їхні. | 10 Ουτω λεγει Κυριος προς τον λαον τουτον? Επειδη ηγαπησαν να πλανωνται και δεν εκρατησαν τους ποδας αυτων, δια τουτο ο Κυριος δεν ηυδοκησεν εις αυτους? τωρα θελει ενθυμηθη την ανομιαν αυτων και επισκεφθη τας αμαρτιας αυτων. |
11 І сказав до мене Господь: «Не заступайся за цим народом йому на добре. | 11 Και ειπε Κυριος προς εμε, Μη προσευχου υπερ του λαου τουτου δια καλον. |
12 Навіть як будуть постити, я не зважатиму на їхню молитву, та й як будуть приносити всепалення й офіри, я не прийму їх. Ні! Мечем і голодом, і мором вигублю я їх». | 12 Και εαν νηστευσωσι, δεν θελω εισακουσει της κραυγης αυτων? και εαν προσφερωσιν ολοκαυτωματα και προσφοραν, δεν θελω ευδοκησει εις αυτα? αλλα θελω καταναλωσει αυτους εν μαχαιρα και εν πεινη και εν λοιμω. |
13 Тоді я мовив: «Ой Господи Боже! Та то ж пророки їм говорять: Не побачите меча, та й голоду у вас не буде, лише сталий мир дам вам на цьому місці.» | 13 Και ειπα, Ω, Κυριε Θεε, ιδου, οι προφηται λεγουσι προς αυτους, δεν θελετε ιδει μαχαιραν ουδε θελει εισθαι πεινα εις εσας, αλλα θελω σας δωσει ειρηνην ασφαλη εν τω τοπω τουτω. |
14 Господь же відказав мені: «Неправду ті пророки пророкують моїм ім’ям. Не посилав я їх і не повелівав їм, і не говорив до них. Оманливі видіння, марні віщування та пусті мрії серця свого — ось що вони вам пророкують. | 14 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ψευδη προφητευουσιν οι προφηται εν τω ονοματι μου? εγω δεν απεστειλα αυτους ουδε προσεταξα εις αυτους ουδε ελαλησα προς αυτους? αυτοι προφητευουσιν εις εσας ορασιν ψευδη και μαντειαν και ματαιοτητα και την δολιοτητα της καρδιας αυτων. |
15 Тим то так говорить Господь: Пророки, що пророкують моїм ім’ям, — я не посилав їх! — і що говорять: Ні меч, ні голод не спаде на цю землю, — від меча та голоду погинуть вони, оті пророки! | 15 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος περι των προφητων των προφητευοντων εν τω ονοματι μου, ενω εγω δεν απεστειλα, αυτους αλλ' αυτοι λεγουσι, Μαχαιρα και πεινα δεν θελει εισθαι εν τω τοπω τουτω? εν μαχαιρα και εν πεινη θελουσι συντελεσθη οι προφηται εκεινοι. |
16 Люди ж, яким вони пророкують, будуть покинуті по вулицях єрусалимських від голоднечі й меча, і нікому буде їх ховати, — самі вони, жінки їхні, сини їхні й дочки їхні. Я виллю на них їхню ж злобу. | 16 Ο δε λαος, εις τους οποιους αυτοι προφητευουσι, θελουσιν εισθαι ερριμμενοι εν ταις οδοις της Ιερουσαλημ υπο πεινης και μαχαιρας? και δεν θελει εισθαι ο θαπτων αυτους, τας γυναικας αυτων και τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων? και θελω εκχεει επ' αυτους την κακιαν αυτων. |
17 Промовиш до них оце слово: Хай мої очі проливають сльози день і ніч без упину, бо тяжке нещастя спіткало дівицю, дочку мого народу, вельми болюча рана.» | 17 Δια τουτο θελεις ειπει προς αυτους τον λογον τουτον? Ας χυσωσιν οι οφθαλμοι μου δακρυα, νυκτα και ημεραν, και ας μη παυσωσι? διοτι η παρθενος, η θυγατηρ του λαου μου, συνετριφθη συντριμμα μεγα, πληγην οδυνηραν σφοδρα. |
18 Вийду у поле, аж ось мечем побиті; увійду у місто — аж тут жах голоднечі. Пророки й священики блукають по країні безпорадні. | 18 Εαν εξελθω εις την πεδιαδα, τοτε ιδου, οι πεφονευμενοι εν μαχαιρα? και εαν εισελθω εις την πολιν, τοτε ιδου, οι νενεκρωμενοι υπο της πεινης, ο δε προφητης ετι και ο ιερευς εμπορευονται επι της γης και δεν αισθανονται. |
19 Хіба ж ти зовсім відкинув Юду? Хіба душа твоя гидує Сіоном? Чому побив єси нас так, що нема нам і ліку? Ждемо ми на мир, та добра немає; ждемо на рятунок, аж ось тривога. | 19 Απερριψας πανταπασι τον Ιουδαν; απεστραφη την Σιων η ψυχη σου; Δια τι επαταξας ημας, και δεν υπαρχει θεραπεια εις ημας; επροσμενομεν ειρηνην, αλλ' ουδεν αγαθον? και τον καιρον της θεραπειας, και ιδου, ταραχη. |
20 Ми знаємо, Господи, нашу безбожність, провини батьків наших, ми бо згрішили перед тобою. | 20 Γνωριζομεν, Κυριε, την ασεβειαν ημων, την ανομιαν των πατερων ημων, οτι ημαρτησαμεν εις σε. |
21 Не нехтуй нами, імени твого ради; не зневажай престолу величі твоєї, Згадай! Не розривай союзу твого з нами. | 21 Μη αποστραφης ημας, δια το ονομα σου? μη ατιμασης τον θρονον της δοξης σου? ενθυμηθητι, μη διασκεδασης την διαθηκην σου την προς ημας. |
22 Чи ж є між марними поганськими богами такі, що б дощ спускали? Чи ж небо дає зливу? Чи ж то не ти, о Господи? Боже наш, на тебе вповаємо, бо ти твориш усе те! | 22 Υπαρχει μεταξυ των ματαιοτητων των εθνων διδους βροχην; η οι ουρανοι διδουσιν υετους; δεν εισαι συ αυτος ο δοτηρ, Κυριε Θεε ημων; δια τουτο θελομεν σε προσμενει? διοτι συ εκαμες παντα ταυτα. |