SCRUTATIO

Giovedi, 16 ottobre 2025 - Santa Margherita Maria Alacoque ( Letture di oggi)

Книга плач Иеремии 2


font
Библия Синодальный переводGREEK BIBLE
1 Как помрачил Господь во гневе Своем дщерь Сиона! с небес поверг на землю красу Израиля и не вспомнил о подножии ног Своих в день гнева Своего.1 Πως περιεκαλυψεν ο Κυριος με νεφος την θυγατερα Σιων εν τη οργη αυτου, κατερριψεν απο του ουρανου εις την γην την δοξαν του Ισραηλ, και δεν ενεθυμηθη εν τη ημερα της οργης αυτου το υποποδιον των ποδων αυτου
2 Погубил Господь все жилища Иакова, не пощадил, разрушил в ярости Своей укрепления дщери Иудиной, поверг на землю, отверг царство и князей его, как нечистых:2 Ο Κυριος κατεποντισε πασας τας κατοικιας του Ιακωβ και δεν εφεισθη? κατεστρεψεν εν τω θυμω αυτου τα οχυρωματα της θυγατρος Ιουδα? κατηδαφισεν αυτα? εβεβηλωσε το βασιλειον και τους αρχοντας αυτου.
3 в пылу гнева сломил все роги Израилевы, отвел десницу Свою от неприятеля и воспылал в Иакове, как палящий огонь, пожиравший все вокруг;3 Συνεθλασεν εν τη εξαψει του θυμου αυτου παν το κερας του Ισραηλ? εστρεψεν οπισω την δεξιαν αυτου απ' εμπροσθεν του εχθρου? και εξηφθη κατα του Ιακωβ ως πυρ φλογερον, κατατρωγον τα περιξ.
4 натянул лук Свой, как неприятель, направил десницу Свою, как враг, и убил все, вожделенное для глаз; на скинию дщери Сиона излил ярость Свою, как огонь.4 Ενετεινε το τοξον αυτου ως εχθρος, εστησε την δεξιαν αυτου ως υπεναντιος, και εφονευσε παν το αρεστον εις τους οφθαλμους εν τη σκηνη της θυγατρος Σιων? εξεχεεν ως πυρ τον θυμον αυτου.
5 Господь стал как неприятель, истребил Израиля, разорил все чертоги его, разрушил укрепления его и распространил у дщери Иудиной сетование и плач.5 Ο Κυριος εγεινεν ως εχθρος, κατεποντισε τον Ισραηλ? κατεποντισε παντα τα παλατια αυτου? ηφανισε τα οχυρωματα αυτου? και επληθυνεν εις την θυγατερα Ιουδα το πενθος και την θλιψιν.
6 И отнял ограду Свою, как у сада; разорил Свое место собраний, заставил Господь забыть на Сионе празднества и субботы; и в негодовании гнева Своего отверг царя и священника.6 Και εξεσπασε την σκηνην αυτου ως καλυβην κηπου? κατηφανισε τον τοπον των συναξεων αυτου? ο Κυριος εκαμε να λησμονηθη εν Σιων η εορτη και το σαββατον, και εν τη αγανακτησει της οργης αυτου απερριψε βασιλεα και ιερεα.
7 Отверг Господь жертвенник Свой, отвратил сердце Свое от святилища Своего, предал в руки врагов стены чертогов его; в доме Господнем они шумели, как в праздничный день.7 Ο Κυριος απεβαλε το θυσιαστηριον αυτου, εβδελυχθη το αγιαστηριον αυτου? συνεκλεισεν εν τη χειρι των εχθρων τα τειχη των παλατιων αυτης? ηλαλαξαν εν τω οικω του Κυριου ως εν ημερα εορτης.
8 Господь определил разрушить стену дщери Сиона, протянул вервь, не отклонил руки Своей от разорения; истребил внешние укрепления, и стены вместе разрушены.8 Ο Κυριος εβουλευθη να αφανιση το τειχος της θυγατρος Σιων? εξετεινε την σταθμην, δεν απεστρεψε την χειρα αυτου απο του να καταποντιζη, και εκαμε να πενθηση το περιτειχισμα και το τειχος? τα παντα ητονησαν ομου.
9 Ворота ее вдались в землю; Он разрушил и сокрушил запоры их; царь ее и князья ее--среди язычников; не стало закона, и пророки ее не сподобляются видений от Господа.9 Αι πυλαι αυτης ενεπηχθησαν εις την γην? ηφανισε και κατεσυντριψε τους μοχλους αυτης? ο βασιλευς αυτης και οι αρχοντες αυτης ειναι εν τοις εθνεσι? νομος δεν υπαρχει? ουδε οι προφηται αυτης ευρισκουσιν ορασιν παρα Κυριου.
10 Сидят на земле безмолвно старцы дщери Сионовой, посыпали пеплом свои головы, препоясались вретищем; опустили к земле головы свои девы Иерусалимские.10 Οι πρεσβυτεροι της θυγατρος Σιων, καθηνται κατα γης, σιωπωντες? ανεβιβασαν χωμα επι την κεφαλην αυτων, εζωσθησαν σακκους? αι παρθενοι της Ιερουσαλημ κατεβιβασαν τας κεφαλας αυτων προς την γην.
11 Истощились от слез глаза мои, волнуется во мне внутренность моя, изливается на землю печень моя от гибели дщери народа моего, когда дети и грудные младенцы умирают от голода среди городских улиц.11 Οι οφθαλμοι μου εμαρανθησαν υπο των δακρυων, τα εντοσθια μου ταραττονται, η χολη μου εξεχυθη εις την γην, δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου, επειδη τα νηπια και τα θηλαζοντα ελιποψυχουν εν ταις πλατειαις της πολεως.
12 Матерям своим говорят они: 'где хлеб и вино?', умирая, подобно раненым, на улицах городских, изливая души свои в лоно матерей своих.12 Ειπον προς τας μητερας αυτων, Που ειναι σιτος και οινος; Οποτε ελιποθυμουν εν ταις πλατειαις της πολεως ως ο τραυματιας, οποτε η ψυχη αυτων εξεχεετο εις τον κολπον των μητερων αυτων.
13 Что мне сказать тебе, с чем сравнить тебя, дщерь Иерусалима? чему уподобить тебя, чтобы утешить тебя, дева, дщерь Сиона? ибо рана твоя велика, как море; кто может исцелить тебя?13 Τινα να λαβω μαρτυρα εις σε; με τι να σε συγκρινω, θυγατηρ της Ιερουσαλημ; Με ποιον να σε εξομοιωσω δια να σε παρηγορησω, παρθενε, θυγατηρ Σιων; Διοτι ο συντριμμος σου ειναι μεγας ως η θαλασσα? τις δυναται να σε ιατρευση;
14 Пророки твои провещали тебе пустое и ложное и не раскрывали твоего беззакония, чтобы отвратить твое пленение, и изрекали тебе откровения ложные и приведшие тебя к изгнанию.14 Οι προφηται σου ειδον περι σου ματαια και αφροσυνην, και δεν εφανερωσαν την ανομιαν σου, δια να αποστρεψωσι την αιχμαλωσιαν σου? αλλ' ειδον περι σου φορτια ματαια και προξενα εξωσεως.
15 Руками всплескивают о тебе все проходящие путем, свищут и качают головою своею о дщери Иерусалима, говоря: 'это ли город, который называли совершенством красоты, радостью всей земли?'15 Παντες οι διαβαινοντες την οδον εκροτησαν επι σε χειρας? εσυριξαν και εσεισαν τας κεφαλας αυτων εις την θυγατερα της Ιερουσαλημ, λεγοντες, Αυτη ειναι η πολις, περι της οποιας ελεγετο, Η εντελεια της ωραιοτητος, η χαρα πασης της γης;
16 Разинули на тебя пасть свою все враги твои, свищут и скрежещут зубами, говорят: 'поглотили мы его, только этого дня и ждали мы, дождались, увидели!'16 Παντες οι εχθροι σου ηνοιξαν επι σε το στομα αυτων? εσυριξαν και ετριξαν τους οδοντας λεγοντες, Κατεπιομεν αυτην? αυτη τωοντι ειναι η ημερα, την οποιαν περιεμενομεν? ευρομεν, ειδομεν.
17 Совершил Господь, что определил, исполнил слово Свое, изреченное в древние дни, разорил без пощады и дал врагу порадоваться над тобою, вознес рог неприятелей твоих.17 Ο Κυριος εκαμεν ο, τι εβουλευθη? εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον διωρισεν απο ημερων αρχαιων? Κατεστρεψε και δεν εφεισθη, και ευφρανεν επι σε τον εχθρον? υψωσε το κερας των εναντιων σου.
18 Сердце их вопиет к Господу: стена дщери Сиона! лей ручьем слезы день и ночь, не давай себе покоя, не спускай зениц очей твоих.18 Η καρδια αυτων εβοησε προς τον Κυριον, Τειχος της θυγατρος Σιων, καταβιβαζε ως χειμαρρον δακρυα ημεραν και νυκτα? μη δωσης παυσιν εις σεαυτον? ας μη σιωπηση η κορη των οφθαλμων σου.
19 Вставай, взывай ночью, при начале каждой стражи; изливай, как воду, сердце твое пред лицем Господа; простирай к Нему руки твои о душе детей твоих, издыхающих от голода на углах всех улиц.19 Σηκωθητι, βοησον την νυκτα, οταν αρχιζωσιν αι φυλακαι? εκχεον την καρδιαν σου ως υδωρ εμπροσθεν του προσωπου του Κυριου? υψωσον προς αυτον τας χειρας σου, δια την ζωην των νηπιων σου, τα οποια λιποθυμουσιν απο της πεινης επι των ακρων πασων των οδων.
20 'Воззри, Господи, и посмотри: кому Ты сделал так, чтобы женщины ели плод свой, младенцев, вскормленных ими? чтобы убиваемы были в святилище Господнем священник и пророк?20 Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον, εις τινα ποτε εκαμες ουτω; Να φαγωσιν αι γυναικες τον καρπον της κοιλιας αυτων, τα νηπια εν τοις σπαργανοις αυτων; Να φονευθωσιν εν τω αγιαστηριω του Κυριου ιερευς και προφητης;
21 Дети и старцы лежат на земле по улицам; девы мои и юноши мои пали от меча; Ты убивал их в день гнева Твоего, заколал без пощады.21 Το παιδιον και ο γερων κοιτονται κατα γης εν ταις οδοις? αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επεσον εν μαχαιρα? εφονευσας εν τη ημερα της οργης σου, κατεσφαξας, δεν εφεισθης.
22 Ты созвал отовсюду, как на праздник, ужасы мои, и в день гнева Господня никто не спасся, никто не уцелел; тех, которые были мною вскормлены и вырощены, враг мой истребил'.22 Προσεκαλεσας πανταχοθεν, ως εν ημερα πανηγυρεως, τους τρομους μου, και ουδεις εσωθη ουδε υπελειφθη εν τη ημερα της οργης του Κυριου? εκεινους, τους οποιους εσπαργανωσα και ηυξησα, ο εχθρος μου συνετελεσεν αυτους.