1 - Sul mio letto, nel cuor della notte, cercai l'amato dell'anima mia; lo cercai e non lo trovai! | 1 Την νυκτα επι της κλινης μου εζητησα εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον. |
2 «Suvvia dissi [allora] mi leverò e andrò attorno per la città: per le vie e per le piazzecercherò l'amato dell'anima mia!». Lo cercai e non lo trovai! | 2 Θελω σηκωθη τωρα και περιελθει την πολιν, εν ταις αγοραις και εν ταις πλατειαις? θελω ζητησει εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον. |
3 M'incontrarono le scolte che perlustravan la città.- «L'avete visto l'amato dell'anima mia?» - | 3 Με ευρηκαν οι φυλακες οι περιερχομενοι την πολιν. Μη ειδετε εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου; |
4 Di poco oltrepassatele, trovai l'amato dell'anima mia: l'ho afferrato, e non lo lascio, finchè non l'abbia introdotto in casa di mia madre, entro la camera della mia genitrice! Sposo. | 4 Αφου ολιγον επερασα απ' αυτων, ευρηκα εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? επιασα αυτον και δεν αφηκα αυτον, εωσου εισηγαγον αυτον εις τον οικον της μητρος μου, και εις τον κοιτωνα της συλλαβουσης με. |
5 Vi scongiuro, o fanciulle di Gerusalemme, per le gazzelle e le cerve de' campi, non destate, non svegliate la diletta, finchè non le piaccia. Coro. | 5 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, εις τας δορκαδας και εις τας ελαφους του αγρου, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση. |
6 Chi è costei che sale dal deserto, come colonna di fumo, [olezzante] di mirra e d'incenso e d'ogni polvere di profumiere? | 6 Τις αυτη, η αναβαινουσα απο της ερημου ως στυλοι καπνου, τεθυμιαμενη με σμυρναν και λιβανον, με πασαν αρωματικην σκονην του μυρεψου; |
7 Ecco il palanchino di Salomone: sessanta prodi l'attornianodi tra i forti d'Israele. | 7 Ιδου, η κλινη του Σολομωντος? εξηκοντα δυνατοι ανδρες ειναι περι αυτην, εκ των δυνατων του Ισραηλ? |
8 Han tutti la spada, esercitati a combattere; ognuno con la spada al fiancoa cagione de' notturni allarmi. | 8 Παντες ουτοι κρατουσι ρομφαιαν, δεδιδαγμενοι πολεμον? εκαστος εχει την ρομφαιαν αυτου επι τον μηρον αυτου δια νυκτερινους φοβους. |
9 Una lettiga s'è fatto il re Salomonedi legno del Libano: | 9 Ο βασιλευς Σολομων εκαμεν εις εαυτον φορειον εκ ξυλων του Λιβανου? |
10 le colonne le ha fatte d'argento, la spalliera d'oro, il sedile di porpora; l'interno fu ricamato con amoredalle donzelle di Gerusalemme. | 10 τους στυλους αυτου εκαμεν εξ αργυρου, το ανακλιντηριον αυτου εκ χρυσου, την στρωμνην αυτου εκ πορφυρας? το μεσον αυτου ητο εγκεκοσμημενον ερασμιως υπο των θυγατερων της Ιερουσαλημ. |
11 Uscite, o fanciulle di Sion, a vedere il re Salomone, con la corona onde l'ha coronato sua madre il giorno delle nozze, il giorno della gioia del suo cuore. Sposo. | 11 Εξελθετε και ιδετε, θυγατερες Σιων, τον βασιλεα Σολομωντα εν τω διαδηματι, με το οποιον εστειλεν αυτον η μητηρ αυτου εν τη ημερα της νυμφευσεως αυτου και εν τη ημερα της ευφροσυνης της καρδιας αυτου. |