1 εαν επιστραφη ισραηλ λεγει κυριος προς με επιστραφησεται εαν περιελη τα βδελυγματα αυτου εκ στοματος αυτου και απο του προσωπου μου ευλαβηθη | 1 »Ha megtérsz, Izrael, – mondja az Úr –, ha hozzám megtérsz, ha eltávolítod utálatosságaidat színem elől, és nem tévelyegsz, |
2 και ομοση ζη κυριος μετα αληθειας και εν κρισει και εν δικαιοσυνη και ευλογησουσιν εν αυτη εθνη και εν αυτω αινεσουσιν τω θεω εν ιερουσαλημ | 2 ha így esküszöl: ‘Él az Úr!’, hűséggel, törvénnyel és igazsággal, akkor áldást nyernek benne a nemzetek, és benne fognak dicsekedni. |
3 οτι ταδε λεγει κυριος τοις ανδρασιν ιουδα και τοις κατοικουσιν ιερουσαλημ νεωσατε εαυτοις νεωματα και μη σπειρητε επ' ακανθαις | 3 Mert így szól az Úr Júda férfiaihoz és Jeruzsálemhez: Szántsatok fel magatoknak ugart, és ne vessetek tövisek közé! |
4 περιτμηθητε τω θεω υμων και περιτεμεσθε την σκληροκαρδιαν υμων ανδρες ιουδα και οι κατοικουντες ιερουσαλημ μη εξελθη ως πυρ ο θυμος μου και εκκαυθησεται και ουκ εσται ο σβεσων απο προσωπου πονηριας επιτηδευματων υμων | 4 Metélkedjetek körül az Úrnak, és távolítsátok el szívetek előbőrét, Júda férfiai és Jeruzsálem lakói! Nehogy előtörjön haragom, mint a tűz, és fellángoljon, mert nincs, aki eloltsa, tetteitek gonoszsága miatt! |
5 αναγγειλατε εν τω ιουδα και ακουσθητω εν ιερουσαλημ ειπατε σημανατε επι της γης σαλπιγγι και κεκραξατε μεγα ειπατε συναχθητε και εισελθωμεν εις τας πολεις τας τειχηρεις | 5 Hirdessétek Júdában, adjátok tudtul Jeruzsálemben, és mondjátok, fújjátok meg a harsonát az országban, kiáltsatok teli torokból, és mondjátok: ‘Gyülekezzetek, és menjünk a megerősített városokba!’ |
6 αναλαβοντες φευγετε εις σιων σπευσατε μη στητε οτι κακα εγω επαγω απο βορρα και συντριβην μεγαλην | 6 Emeljetek jelzőpóznát Sion irányában, meneküljetek, meg ne álljatok, mert veszedelmet hozok észak felől, és nagy pusztulást! |
7 ανεβη λεων εκ της μανδρας αυτου εξολεθρευων εθνη εξηρεν και εξηλθεν εκ του τοπου αυτου του θειναι την γην εις ερημωσιν και πολεις καθαιρεθησονται παρα το μη κατοικεισθαι αυτας | 7 Előjött az oroszlán a bozótjából, és a nemzetek pusztítója elindult, kijött helyéről, hogy pusztasággá tegye országodat. Városaid romba dőlnek, lakó nélkül maradnak. |
8 επι τουτοις περιζωσασθε σακκους και κοπτεσθε και αλαλαξατε διοτι ουκ απεστραφη ο θυμος κυριου αφ' υμων | 8 Ezért öltsetek zsákruhát, sírjatok és jajgassatok, mert nem fordult el tőlünk az Úr izzó haragja! |
9 και εσται εν εκεινη τη ημερα λεγει κυριος απολειται η καρδια του βασιλεως και η καρδια των αρχοντων και οι ιερεις εκστησονται και οι προφηται θαυμασονται | 9 Ez történik majd azon a napon – mondja az Úr –: odalesz a király szíve és a fejedelmek szíve; elborzadnak a papok, és a próféták megdöbbennek.« |
10 και ειπα ω δεσποτα κυριε αρα γε απατων ηπατησας τον λαον τουτον και την ιερουσαλημ λεγων ειρηνη εσται υμιν και ιδου ηψατο η μαχαιρα εως της ψυχης αυτων | 10 Így szóltam: »Jaj, Uram, Isten! Bizony nagyon rászedted ezt a népet és Jeruzsálemet, amikor azt mondtad: ‘Békességetek lesz’, holott lelkünkig hatolt a kard!« |
11 εν τω καιρω εκεινω ερουσιν τω λαω τουτω και τη ιερουσαλημ πνευμα πλανησεως εν τη ερημω οδος της θυγατρος του λαου μου ουκ εις καθαρον ουδ' εις αγιον | 11 Abban az időben ezt mondják majd ennek a népnek és Jeruzsálemnek: »Kopár halmok forró szele a pusztában, népem leányának útján, nem szelelésre és nem tisztításra! |
12 πνευμα πληρωσεως ηξει μοι νυν δε εγω λαλω κριματα προς αυτους | 12 Ennél erősebb szél jön felém! Most én is ítéletet mondok fölöttük.« |
13 ιδου ως νεφελη αναβησεται και ως καταιγις τα αρματα αυτου κουφοτεροι αετων οι ιπποι αυτου ουαι ημιν οτι ταλαιπωρουμεν | 13 Íme, mint a felhők, úgy vonul fel, és mint a szélvész, olyanok a szekerei; gyorsabbak a sasoknál lovai. Jaj nekünk, mert elvesztünk! |
14 αποπλυνε απο κακιας την καρδιαν σου ιερουσαλημ ινα σωθης εως ποτε υπαρξουσιν εν σοι διαλογισμοι πονων σου | 14 Tisztítsd meg a rossztól szívedet, Jeruzsálem, hogy megszabadulj! Meddig tartózkodnak még bensődben gonosz gondolataid? |
15 διοτι φωνη αναγγελλοντος εκ δαν ηξει και ακουσθησεται πονος εξ ορους εφραιμ | 15 Mert hírmondó hangja hallatszik Dánból, és veszedelmet hirdetőé Efraim hegyéről. |
16 αναμνησατε εθνη ιδου ηκασιν αναγγειλατε εν ιερουσαλημ συστροφαι ερχονται εκ γης μακροθεν και εδωκαν επι τας πολεις ιουδα φωνην αυτων | 16 Figyelmeztessétek a nemzeteket: Íme, itt vannak! Hirdessétek Jeruzsálemnek: »Ostromlók jönnek a messzi földről, és kieresztik hangjukat Júda városai ellen. |
17 ως φυλασσοντες αγρον εγενοντο επ' αυτην κυκλω οτι εμου ημελησας λεγει κυριος | 17 Mint mezőőrök, olyanok vele szemben körös-körül, mert nekem ellenszegült« – mondja az Úr. |
18 αι οδοι σου και τα επιτηδευματα σου εποιησαν ταυτα σοι αυτη η κακια σου οτι πικρα οτι ηψατο εως της καρδιας σου | 18 Utad és tetteid okozták ezeket neked; ez a te gonoszságod bizony keserű, bizony a szívedig hatolt! |
19 την κοιλιαν μου την κοιλιαν μου αλγω και τα αισθητηρια της καρδιας μου μαιμασσει η ψυχη μου σπαρασσεται η καρδια μου ου σιωπησομαι οτι φωνην σαλπιγγος ηκουσεν η ψυχη μου κραυγην πολεμου | 19 A bensőm, a bensőm! Gyötrődöm! A szívem falai! Háborog bennem a szívem, nem hallgathatok, mert kürtszót hall a lelkem, harci riadót. |
20 και ταλαιπωριαν συντριμμον επικαλειται οτι τεταλαιπωρηκεν πασα η γη αφνω τεταλαιπωρηκεν η σκηνη διεσπασθησαν αι δερρεις μου | 20 Csapás csapást ért, bizony elpusztult az egész ország; hirtelen pusztultak el sátraim, egy szempillantás alatt sátorkárpitjaim. |
21 εως ποτε οψομαι φευγοντας ακουων φωνην σαλπιγγων | 21 Meddig kell még zászlót látnom, kürtszót hallanom? |
22 διοτι οι ηγουμενοι του λαου μου εμε ουκ ηδεισαν υιοι αφρονες εισιν και ου συνετοι σοφοι εισιν του κακοποιησαι το δε καλως ποιησαι ουκ επεγνωσαν | 22 »Bizony, oktalan az én népem, nem ismernek engem; esztelen fiak ők, és nem értelmesek. Értenek ahhoz, hogy rosszat tegyenek, de jót tenni nem tudnak.« |
23 επεβλεψα επι την γην και ιδου ουθεν και εις τον ουρανον και ουκ ην τα φωτα αυτου | 23 Láttam a földet: íme, puszta és kietlen; és az eget: nincs világossága. |
24 ειδον τα ορη και ην τρεμοντα και παντας τους βουνους ταρασσομενους | 24 Láttam a hegyeket: íme, rengenek, és a halmok is mind megrendültek. |
25 επεβλεψα και ιδου ουκ ην ανθρωπος και παντα τα πετεινα του ουρανου επτοειτο | 25 Láttam, hogy íme, nincs ember, s az ég madarai is mind elmenekültek. |
26 ειδον και ιδου ο καρμηλος ερημος και πασαι αι πολεις εμπεπυρισμεναι πυρι απο προσωπου κυριου και απο προσωπου οργης θυμου αυτου ηφανισθησαν | 26 Láttam, hogy íme, a gyümölcsöskert puszta lett, és minden városa romba dőlt az Úr színe előtt, izzó haragja előtt. |
27 ταδε λεγει κυριος ερημος εσται πασα η γη συντελειαν δε ου μη ποιησω | 27 Mert így szól az Úr: »Pusztasággá lesz az egész föld, bár véget nem vetek neki. |
28 επι τουτοις πενθειτω η γη και συσκοτασατω ο ουρανος ανωθεν διοτι ελαλησα και ου μετανοησω ωρμησα και ουκ αποστρεψω απ' αυτης | 28 Ezért gyászol a föld, és elsötétednek az egek odafenn; mert megmondtam, elterveztem, nem bánom meg, és nem térek el tőle.« |
29 απο φωνης ιππεως και εντεταμενου τοξου ανεχωρησεν πασα χωρα εισεδυσαν εις τα σπηλαια και εις τα αλση εκρυβησαν και επι τας πετρας ανεβησαν πασα πολις εγκατελειφθη ου κατοικει εν αυταις ανθρωπος | 29 Lovasok és íjászok hangja elől menekül az egész város; bemennek a sűrűségekbe, és a sziklákra másznak; minden város elhagyatott, és nem lakik bennük senki. |
30 και συ τι ποιησεις εαν περιβαλη κοκκινον και κοσμηση κοσμω χρυσω και εαν εγχριση στιβι τους οφθαλμους σου εις ματην ο ωραισμος σου απωσαντο σε οι ερασται σου την ψυχην σου ζητουσιν | 30 És te, elpusztítva mit teszel majd? Öltözz bár bíborba, ékesítsd bár magad aranyékszerekkel, fesd ki bár festékkel szemedet: hiába szépíted magadat! Megvetettek téged szeretőid, életedre törnek. |
31 οτι φωνην ως ωδινουσης ηκουσα του στεναγμου σου ως πρωτοτοκουσης φωνη θυγατρος σιων εκλυθησεται και παρησει τας χειρας αυτης οιμμοι εγω οτι εκλειπει η ψυχη μου επι τοις ανηρημενοις | 31 Mert hangot hallok, mint vajúdó asszonyét, mint annak szorongását, aki először szül; Sion leányának hangját, aki sóhajt, és kitárja kezét: »Jaj nekem, mert kimerült a lelkem a gyilkosok miatt!« |