Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΕΞΟΔΟΣ - Esodo - Exodus 32


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ιδων ο λαος οτι κεχρονικεν μωυσης καταβηναι εκ του ορους συνεστη ο λαος επι ααρων και λεγουσιν αυτω αναστηθι και ποιησον ημιν θεους οι προπορευσονται ημων ο γαρ μωυσης ουτος ο ανθρωπος ος εξηγαγεν ημας εξ αιγυπτου ουκ οιδαμεν τι γεγονεν αυτω1 Amikor azonban a nép látta, hogy Mózes késik lejönni a hegyről, összegyűlt Áron ellen, és azt mondta: »Rajta, készíts nekünk isteneket, hogy előttünk járjanak! Nem tudjuk ugyanis, hogy mi történt Mózessel, azzal az emberrel, aki kihozott minket Egyiptom földjéről!«
2 και λεγει αυτοις ααρων περιελεσθε τα ενωτια τα χρυσα τα εν τοις ωσιν των γυναικων υμων και θυγατερων και ενεγκατε προς με2 Áron erre azt mondta nekik: »Szedjétek le az aranyfüggőket feleségeitek, fiaitok és lányaitok füléről, és hozzátok el hozzám!«
3 και περιειλαντο πας ο λαος τα ενωτια τα χρυσα τα εν τοις ωσιν αυτων και ηνεγκαν προς ααρων3 Meg is tette a nép, amit parancsolt, és elvitte Áronhoz a fülbevalókat.
4 και εδεξατο εκ των χειρων αυτων και επλασεν αυτα εν τη γραφιδι και εποιησεν αυτα μοσχον χωνευτον και ειπεν ουτοι οι θεοι σου ισραηλ οιτινες ανεβιβασαν σε εκ γης αιγυπτου4 Ő pedig átvette, öntőmesterséggel megformálta, és öntött borjút készített belőlük. Erre ők azt mondták: »Ezek a te isteneid, Izrael, akik kihoztak téged Egyiptom földjéről!«
5 και ιδων ααρων ωκοδομησεν θυσιαστηριον κατεναντι αυτου και εκηρυξεν ααρων λεγων εορτη του κυριου αυριον5 Amikor Áron látta ezt, oltárt épített eléje, és hírnök szavával kikiáltatta: »Holnap ünnepe lesz az Úrnak!«
6 και ορθρισας τη επαυριον ανεβιβασεν ολοκαυτωματα και προσηνεγκεν θυσιαν σωτηριου και εκαθισεν ο λαος φαγειν και πιειν και ανεστησαν παιζειν6 Másnap aztán kora reggel felkeltek, egészen elégő- és békeáldozatokat áldoztak, aztán leült a nép enni és inni, majd nekiállt játszani.
7 και ελαλησεν κυριος προς μωυσην λεγων βαδιζε το ταχος εντευθεν καταβηθι ηνομησεν γαρ ο λαος σου ους εξηγαγες εκ γης αιγυπτου7 Így szólt ekkor az Úr Mózeshez: »Menj le hamar, mert vétkezett néped, amelyet kihoztál Egyiptom földjéről!
8 παρεβησαν ταχυ εκ της οδου ης ενετειλω αυτοις εποιησαν εαυτοις μοσχον και προσκεκυνηκασιν αυτω και τεθυκασιν αυτω και ειπαν ουτοι οι θεοι σου ισραηλ οιτινες ανεβιβασαν σε εκ γης αιγυπτου8 Hamar letértek arról az útról, amelyet mutattál nekik: öntött borjút készítettek maguknak, imádták azt, áldozatokat mutattak be neki, és azt mondták: ‘Ezek a te isteneid, Izrael, akik kihoztak téged Egyiptom földjéről!’«
9 -9 Aztán így szólt az Úr Mózeshez: »Látom már, hogy keménynyakú nép ez!
10 και νυν εασον με και θυμωθεις οργη εις αυτους εκτριψω αυτους και ποιησω σε εις εθνος μεγα10 Hagyj engem, hadd izzék fel haragom ellenük, hogy eltöröljem őket, és téged tegyelek nagy nemzetté!«
11 και εδεηθη μωυσης εναντι κυριου του θεου και ειπεν ινα τι κυριε θυμοι οργη εις τον λαον σου ους εξηγαγες εκ γης αιγυπτου εν ισχυι μεγαλη και εν τω βραχιονι σου τω υψηλω11 Mózes erre így kezdte kérlelni az Urat, az ő Istenét: »Miért gerjedne fel, Uram, haragod néped ellen, amelyet kihoztál Egyiptom földjéről, nagy erővel és hatalmas kézzel?
12 μηποτε ειπωσιν οι αιγυπτιοι λεγοντες μετα πονηριας εξηγαγεν αυτους αποκτειναι εν τοις ορεσιν και εξαναλωσαι αυτους απο της γης παυσαι της οργης του θυμου σου και ιλεως γενου επι τη κακια του λαου σου12 Kérlek, ne mondhassák az egyiptomiak: ‘Álnokul kivitte őket, hogy megölje mindnyájukat a hegyekben, és eltörölje őket a földről.’ Szűnjék meg haragod, és légy kegyelmes néped gonoszságával szemben!
13 μνησθεις αβρααμ και ισαακ και ιακωβ των σων οικετων οις ωμοσας κατα σεαυτου και ελαλησας προς αυτους λεγων πολυπληθυνω το σπερμα υμων ωσει τα αστρα του ουρανου τω πληθει και πασαν την γην ταυτην ην ειπας δουναι τω σπερματι αυτων και καθεξουσιν αυτην εις τον αιωνα13 Emlékezzél meg Ábrahámról, Izsákról és Izraelről, a te szolgáidról, akiknek megesküdtél önmagadra: ‘Megsokasítom utódaitokat, mint az ég csillagait, és ezt az egész földet, amelyről szóltam, utódaitoknak adom, s birtokolni fogjátok azt örökké!’«
14 και ιλασθη κυριος περι της κακιας ης ειπεν ποιησαι τον λαον αυτου14 Megengesztelődött erre az Úr, és nem tette meg azt a rosszat, amelyet népe ellen mondott.
15 και αποστρεψας μωυσης κατεβη απο του ορους και αι δυο πλακες του μαρτυριου εν ταις χερσιν αυτου πλακες λιθιναι καταγεγραμμεναι εξ αμφοτερων των μερων αυτων ενθεν και ενθεν ησαν γεγραμμεναι15 Visszatért erre Mózes a hegyről, kezében a bizonyság két táblájával. Mindkét oldalukon írás volt.
16 και αι πλακες εργον θεου ησαν και η γραφη γραφη θεου εστιν κεκολαμμενη εν ταις πλαξιν16 Magának Istennek voltak a művei, a táblákba vésett írás is Istené volt.
17 και ακουσας ιησους την φωνην του λαου κραζοντων λεγει προς μωυσην φωνη πολεμου εν τη παρεμβολη17 Amikor Józsue meghallotta az ujjongó nép zajongását, azt mondta Mózesnek: »Harci lárma hallatszik a táborból!«
18 και λεγει ουκ εστιν φωνη εξαρχοντων κατ' ισχυν ουδε φωνη εξαρχοντων τροπης αλλα φωνην εξαρχοντων οινου εγω ακουω18 Ő így felelt: »Nem harcra buzdítás kiáltása ez, és nem harcra serkentők ujjongása ez: énekesek szavát hallom én!«
19 και ηνικα ηγγιζεν τη παρεμβολη ορα τον μοσχον και τους χορους και οργισθεις θυμω μωυσης ερριψεν απο των χειρων αυτου τας δυο πλακας και συνετριψεν αυτας υπο το ορος19 Amikor aztán a tábor közelébe ért, és meglátta a borjút és a táncokat, igen megharagudott. Ledobta kezéből a táblákat, és összetörte azokat a hegy tövében.
20 και λαβων τον μοσχον ον εποιησαν κατεκαυσεν αυτον εν πυρι και κατηλεσεν αυτον λεπτον και εσπειρεν αυτον επι το υδωρ και εποτισεν αυτο τους υιους ισραηλ20 Aztán megragadta a borjút, amelyet készítettek, elégette, porrá zúzta, beleszórta a vízbe, és megitatta Izrael fiaival.
21 και ειπεν μωυσης τω ααρων τι εποιησεν σοι ο λαος ουτος οτι επηγαγες επ' αυτους αμαρτιαν μεγαλην21 Áronnak pedig azt mondta: »Mit tett veled ez a nép, hogy ilyen nagy bűnt hoztál rá?«
22 και ειπεν ααρων προς μωυσην μη οργιζου κυριε συ γαρ οιδας το ορμημα του λαου τουτου22 Az így felelt neki: »Ne haragudjon az én uram, hiszen ismered ezt a népet, hogy hajlik a gonoszra!
23 λεγουσιν γαρ μοι ποιησον ημιν θεους οι προπορευσονται ημων ο γαρ μωυσης ουτος ο ανθρωπος ος εξηγαγεν ημας εξ αιγυπτου ουκ οιδαμεν τι γεγονεν αυτω23 Azt mondták nekem: ‘Készíts nekünk isteneket, hogy előttünk járjanak; mert nem tudjuk, hogy mi történt ezzel a Mózessel, aki kihozott minket Egyiptom földjéről!’
24 και ειπα αυτοις ει τινι υπαρχει χρυσια περιελεσθε και εδωκαν μοι και ερριψα εις το πυρ και εξηλθεν ο μοσχος ουτος24 Én azt mondtam nekik: Kinek van közületek aranya? – Elhozták, ideadták nekem, én a tűzbe vetettem, és ez a borjú készült belőle.«
25 και ιδων μωυσης τον λαον οτι διεσκεδασται διεσκεδασεν γαρ αυτους ααρων επιχαρμα τοις υπεναντιοις αυτων25 Amikor Mózes látta, hogy a nép fegyvertelen – Áron ugyanis elvette fegyverzetüket az undok gyalázatosság által, és fegyvertelenül állította őket ellenségeik elé –,
26 εστη δε μωυσης επι της πυλης της παρεμβολης και ειπεν τις προς κυριον ιτω προς με συνηλθον ουν προς αυτον παντες οι υιοι λευι26 megállt a tábor kapujában, és így szólt: »Aki az Úrral tart, álljon ide mellém!« Erre Lévi fiai mindnyájan odagyűltek köré,
27 και λεγει αυτοις ταδε λεγει κυριος ο θεος ισραηλ θεσθε εκαστος την εαυτου ρομφαιαν επι τον μηρον και διελθατε και ανακαμψατε απο πυλης επι πυλην δια της παρεμβολης και αποκτεινατε εκαστος τον αδελφον αυτου και εκαστος τον πλησιον αυτου και εκαστος τον εγγιστα αυτου27 ő pedig azt mondta nekik: »Ezt mondja az Úr, Izrael Istene: Kössön mindegyiktek kardot derekára, és menjetek oda és vissza a táboron keresztül, kaputól kapuig, és ölje meg mindenki a testvérét, a barátját és a rokonát is!«
28 και εποιησαν οι υιοι λευι καθα ελαλησεν αυτοις μωυσης και επεσαν εκ του λαου εν εκεινη τη ημερα εις τρισχιλιους ανδρας28 Erre Lévi fiai megtették, amit Mózes parancsolt nekik. Aznap mintegy huszonháromezer ember halt meg.
29 και ειπεν αυτοις μωυσης επληρωσατε τας χειρας υμων σημερον κυριω εκαστος εν τω υιω η τω αδελφω δοθηναι εφ' υμας ευλογιαν29 Mózes azután azt mondta nekik: »Ma az Úrnak szenteltétek kezeteket, mindenki a fia és a testvére által, így ő nektek adja majd áldását.«
30 και εγενετο μετα την αυριον ειπεν μωυσης προς τον λαον υμεις ημαρτηκατε αμαρτιαν μεγαλην και νυν αναβησομαι προς τον θεον ινα εξιλασωμαι περι της αμαρτιας υμων30 Másnap aztán így szólt Mózes a néphez: »Igen nagy vétekkel vétkeztetek! Felmegyek az Úrhoz, talán sikerül megkövetnem őt vétketekért!«
31 υπεστρεψεν δε μωυσης προς κυριον και ειπεν δεομαι κυριε ημαρτηκεν ο λαος ουτος αμαρτιαν μεγαλην και εποιησαν εαυτοις θεους χρυσους31 Vissza is ment az Úrhoz, és így szólt: »Kérlek, igen nagy vétekkel vétkezett ez a nép: aranyisteneket csinált magának. Most azonban vagy bocsásd meg nekik ezt a vétket,
32 και νυν ει μεν αφεις αυτοις την αμαρτιαν αφες ει δε μη εξαλειψον με εκ της βιβλου σου ης εγραψας32 vagy pedig, ha ezt nem teszed, törölj ki engem könyvedből, amelyet írtál!«
33 και ειπεν κυριος προς μωυσην ει τις ημαρτηκεν ενωπιον μου εξαλειψω αυτον εκ της βιβλου μου33 Az Úr azt felelte neki: »Aki vétkezett ellenem, azt törlöm ki könyvemből.
34 νυνι δε βαδιζε καταβηθι και οδηγησον τον λαον τουτον εις τον τοπον ον ειπα σοι ιδου ο αγγελος μου προπορευεται προ προσωπου σου η δ' αν ημερα επισκεπτωμαι επαξω επ' αυτους την αμαρτιαν αυτων34 Te csak menj, és vezesd azt a népet, ahová mondtam neked! Angyalom előtted megy majd, de a megtorlás napján meg fogom torolni ezt a vétküket is.«
35 και επαταξεν κυριος τον λαον περι της ποιησεως του μοσχου ου εποιησεν ααρων35 Meg is verte az Úr a népet ezért a vétekért, a borjúért, amelyet Áron készített.