Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Királyok első könyve 21


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Ezen események után ez történt. Volt abban az időben a jezraeli Nábótnak egy szőlője Jezraelben, Áchábnak, Szamaria királyának palotája mellett.1 και συνηθροισεν υιος αδερ πασαν την δυναμιν αυτου και ανεβη και περιεκαθισεν επι σαμαρειαν και τριακοντα και δυο βασιλεις μετ' αυτου και πας ιππος και αρμα και ανεβησαν και περιεκαθισαν επι σαμαρειαν και επολεμησαν επ' αυτην
2 Szólt azért Ácháb Nábótnak, s azt mondta: »Add nekem szőlődet, hogy zöldségeskertet csináljak magamnak belőle, mivel szomszédságomban, a házam mellett van, s én egy jobb szőlőt adok érte neked, vagy ha inkább úgy tetszik, annyi értékű ezüstöt, amennyit ér.«2 και απεστειλεν προς αχααβ βασιλεα ισραηλ εις την πολιν
3 Nábót azt felelte neki: »Mentsen meg az Úr attól, hogy odaadjam neked atyáim örökét!«3 και ειπεν προς αυτον ταδε λεγει υιος αδερ το αργυριον σου και το χρυσιον σου εμον εστιν και αι γυναικες σου και τα τεκνα σου εμα εστιν
4 Ácháb erre elment házába, bosszankodva s mérgelődve a beszéd miatt, amelyet a jezreeli Nábót szólt neki, amikor azt mondta: »Nem adom neked atyáim örökét« – és ágyára vetette magát, s a falnak fordította arcát, s nem evett semmit sem.4 και απεκριθη ο βασιλευς ισραηλ και ειπεν καθως ελαλησας κυριε βασιλευ σος εγω ειμι και παντα τα εμα
5 Bement erre hozzá felesége, Jezabel és azt mondta neki: »Mi dolog ez? Miért szomorodott meg lelked, s miért nem eszel semmit sem?«5 και ανεστρεψαν οι αγγελοι και ειπον ταδε λεγει υιος αδερ εγω απεσταλκα προς σε λεγων το αργυριον σου και το χρυσιον σου και τας γυναικας σου και τα τεκνα σου δωσεις εμοι
6 Ő azt felelte neki: »Beszéltem a jezreeli Nábóttal, s azt mondtam neki: Add nekem szőlődet, s megkapod az árát, vagy ha úgy tetszik neked, jobb szőlőt adok neked érte – s ő azt mondta: ‘Nem adom neked szőlőmet.’«6 οτι ταυτην την ωραν αυριον αποστελω τους παιδας μου προς σε και ερευνησουσιν τον οικον σου και τους οικους των παιδων σου και εσται τα επιθυμηματα οφθαλμων αυτων εφ' α αν επιβαλωσι τας χειρας αυτων και λημψονται
7 Azt mondta erre neki felesége, Jezabel: »Nagyszerű tekintélyed van, s pompásan kormányozod Izrael országát! Kelj fel, s végy magadhoz ennivalót, s légy jókedvű, majd én fogom neked adni a jezreeli Nábót szőlőjét.«7 και εκαλεσεν ο βασιλευς ισραηλ παντας τους πρεσβυτερους και ειπεν γνωτε δη και ιδετε οτι κακιαν ουτος ζητει οτι απεσταλκεν προς με περι των γυναικων μου και περι των υιων μου και περι των θυγατερων μου το αργυριον μου και το χρυσιον μου ουκ απεκωλυσα απ' αυτου
8 Levelet írt tehát Ácháb nevében, s azt megpecsételte annak gyűrűjével, s elküldte azokhoz a vénekhez és főemberekhez, akik Nábóttal laktak, s városában voltak.8 και ειπαν αυτω οι πρεσβυτεροι και πας ο λαος μη ακουσης και μη θελησης
9 Ez volt pedig a levél tartalma: »Hirdessetek böjtöt, s ültessétek Nábótot a nép elsői közé,9 και ειπεν τοις αγγελοις υιου αδερ λεγετε τω κυριω υμων παντα οσα απεσταλκας προς τον δουλον σου εν πρωτοις ποιησω το δε ρημα τουτο ου δυνησομαι ποιησαι και απηραν οι ανδρες και επεστρεψαν αυτω λογον
10 s fogadjatok fel ellene két embert, akik Béliál fiai, hogy ezt a hamis tanúságot mondják: ‘Káromolta Istent s a királyt’ – s aztán vigyétek ki s kövezzétek meg, hogy így meghaljon.« –10 και ανταπεστειλεν προς αυτον υιος αδερ λεγων ταδε ποιησαι μοι ο θεος και ταδε προσθειη ει εκποιησει ο χους σαμαρειας ταις αλωπεξιν παντι τω λαω τοις πεζοις μου
11 Polgártársai, a vének és a főemberek, akik vele a városban laktak, úgy is cselekedtek, amint Jezabel meghagyta nekik, s amint meg volt írva a levélben, amelyet nekik küldött:11 και απεκριθη ο βασιλευς ισραηλ και ειπεν ικανουσθω μη καυχασθω ο κυρτος ως ο ορθος
12 böjtöt hirdettek, s Nábótot a nép elsői közé ültették,12 και εγενετο οτε απεκριθη αυτω τον λογον τουτον πινων ην αυτος και παντες οι βασιλεις μετ' αυτου εν σκηναις και ειπεν τοις παισιν αυτου οικοδομησατε χαρακα και εθεντο χαρακα επι την πολιν
13 s odavittek két ördögfia embert, s leültették őket vele szemben, s azok, tudniillik ezek a szinte ördögi emberek, ezt a tanúságot mondták ellene az egész sokaság előtt: »Káromolta Nábót Istent s a királyt« – amiért is kivitték őt a városon kívülre, s agyonkövezték.13 και ιδου προφητης εις προσηλθεν τω βασιλει ισραηλ και ειπεν ταδε λεγει κυριος ει εορακας παντα τον οχλον τον μεγαν τουτον ιδου εγω διδωμι αυτον σημερον εις χειρας σας και γνωση οτι εγω κυριος
14 Aztán elküldtek Jezabelhez, s üzenték: »Nábótot megkövezték, s meghalt.«14 και ειπεν αχααβ εν τινι και ειπεν ταδε λεγει κυριος εν τοις παιδαριοις των αρχοντων των χωρων και ειπεν αχααβ τις συναψει τον πολεμον και ειπεν συ
15 Történt továbbá, hogy amikor Jezabel meghallotta, hogy Nábótot megkövezték, s az meghalt, ő így szólt Áchábhoz: »Kelj fel, s foglald el a jezreeli Nábót szőlőjét, aki nem hallgatott rád, és nem akarta azt pénzért odaadni, mert Nábót nem él, hanem meghalt.«15 και επεσκεψατο αχααβ τα παιδαρια των αρχοντων των χωρων και εγενοντο διακοσιοι και τριακοντα και μετα ταυτα επεσκεψατο τον λαον παν υιον δυναμεως εξηκοντα χιλιαδας
16 Amikor ezt Ácháb meghallotta, azt tudniillik, hogy Nábót meghalt, felkelt, s lement a jezreeli Nábót szőlőjébe, hogy elfoglalja.16 και εξηλθεν μεσημβριας και υιος αδερ πινων μεθυων εν σοκχωθ αυτος και οι βασιλεις τριακοντα και δυο βασιλεις συμβοηθοι μετ' αυτου
17 Ekkor az Úr szózatot intézett a tisbei Illéshez, ezekkel a szavakkal:17 και εξηλθον παιδαρια αρχοντων των χωρων εν πρωτοις και αποστελλουσιν και απαγγελλουσιν τω βασιλει συριας λεγοντες ανδρες εξεληλυθασιν εκ σαμαρειας
18 »Kelj fel, s menj le Ácháb, Izrael királya elé, aki Szamariában van: íme, éppen lemegy Nábót szőlőjébe, hogy azt elfoglalja18 και ειπεν αυτοις ει εις ειρηνην ουτοι εκπορευονται συλλαβετε αυτους ζωντας και ει εις πολεμον ζωντας συλλαβετε αυτους
19 és mondd neki: Ezt üzeni az Úr: Öltél, s azonfelül foglaltál is! Aztán tedd hozzá: Ezt üzeni az Úr: Ezen a helyen, ahol felnyalták a kutyák Nábót vérét, fel fogják nyalni a te véredet is.«19 και μη εξελθατωσαν εκ της πολεως τα παιδαρια αρχοντων των χωρων και η δυναμις οπισω αυτων
20 Azt mondta ekkor Ácháb Illésnek: »Hát megtaláltál engem, ellenségedet?« Ő azt mondta: »Megtaláltalak, mert arra adtad magadat, hogy azt tedd, ami gonosz az Úr színe előtt.20 επαταξεν εκαστος τον παρ' αυτου και εδευτερωσεν εκαστος τον παρ' αυτου και εφυγεν συρια και κατεδιωξεν αυτους ισραηλ και σωζεται υιος αδερ βασιλευς συριας εφ' ιππου ιππεως
21 Íme, nyomorúságot hozok terád, s learatom utódaidat, s kipusztítom Ácháb házából a férfit, a bezártat is s az utolsót is Izraelben21 και εξηλθεν βασιλευς ισραηλ και ελαβεν παντας τους ιππους και τα αρματα και επαταξεν πληγην μεγαλην εν συρια
22 és olyanná teszem házadat, mint Jeroboámnak, Nábát fiának házát és Básának, Ániás fiának házát, mivel bosszantásomra cselekedtél, s vétekre vitted Izraelt.22 και προσηλθεν ο προφητης προς βασιλεα ισραηλ και ειπεν κραταιου και γνωθι και ιδε τι ποιησεις οτι επιστρεφοντος του ενιαυτου υιος αδερ βασιλευς συριας αναβαινει επι σε
23 Sőt Jezabelről is így szólt az Úr: Kutyák eszik meg Jezabelt Jezreel mezején.23 και οι παιδες βασιλεως συριας ειπον θεος ορεων θεος ισραηλ και ου θεος κοιλαδων δια τουτο εκραταιωσεν υπερ ημας εαν δε πολεμησωμεν αυτους κατ' ευθυ ει μη κραταιωσομεν υπερ αυτους
24 Akije a városban hal meg Áchábnak, azt a kutyák eszik meg, akije a mezőn hal meg, azt az ég madarai eszik meg.«24 και το ρημα τουτο ποιησον αποστησον τους βασιλεις εκαστον εις τον τοπον αυτων και θου αντ' αυτων σατραπας
25 Valóban nem volt senki más sem olyan, mint Ácháb, aki arra adta magát, hogy azt művelje, ami gonosz az Úr színe előtt, mivel felesége, Jezabel, felbujtogatta,25 και αλλαξομεν σοι δυναμιν κατα την δυναμιν την πεσουσαν απο σου και ιππον κατα την ιππον και αρματα κατα τα αρματα και πολεμησομεν προς αυτους κατ' ευθυ και κραταιωσομεν υπερ αυτους και ηκουσεν της φωνης αυτων και εποιησεν ουτως
26 s aki olyan utálatosságra vetemedett, hogy a bálványokat követte, mint ahogy az amoriták cselekedtek, akiket az Úr elemésztett Izrael fiainak színe előtt.26 και εγενετο επιστρεψαντος του ενιαυτου και επεσκεψατο υιος αδερ την συριαν και ανεβη εις αφεκα εις πολεμον επι ισραηλ
27 Amikor Ácháb meghallotta ezeket a beszédeket, megszaggatta ruháját, szőrzsákkal födte be testét, s böjtölt és zsákban aludt, s lehorgasztott fővel járt.27 και οι υιοι ισραηλ επεσκεπησαν και παρεγενοντο εις απαντην αυτων και παρενεβαλεν ισραηλ εξ εναντιας αυτων ωσει δυο ποιμνια αιγων και συρια επλησεν την γην
28 Erre az Úr szózatot intézett a tisbei Illéshez, ezekkel a szavakkal:28 και προσηλθεν ο ανθρωπος του θεου και ειπεν τω βασιλει ισραηλ ταδε λεγει κυριος ανθ' ων ειπεν συρια θεος ορεων κυριος ο θεος ισραηλ και ου θεος κοιλαδων αυτος και δωσω την δυναμιν την μεγαλην ταυτην εις χειρα σην και γνωση οτι εγω κυριος
29 »Láttad-e, hogy Ácháb megalázta magát előttem? Mivel tehát megalázta magát kedvemért, nem az ő napjaiban hozom rá a nyomorúságot, hanem fia napjaiban hozom a nyomorúságot házára.«29 και παρεμβαλλουσιν ουτοι απεναντι τουτων επτα ημερας και εγενετο εν τη ημερα τη εβδομη και προσηγαγεν ο πολεμος και επαταξεν ισραηλ την συριαν εκατον χιλιαδας πεζων μια ημερα
30 και εφυγον οι καταλοιποι εις αφεκα εις την πολιν και επεσεν το τειχος επι εικοσι και επτα χιλιαδας ανδρων των καταλοιπων και υιος αδερ εφυγεν και εισηλθεν εις τον οικον του κοιτωνος εις το ταμιειον
31 και ειπεν τοις παισιν αυτου οιδα οτι βασιλεις ισραηλ βασιλεις ελεους εισιν επιθωμεθα δη σακκους επι τας οσφυας ημων και σχοινια επι τας κεφαλας ημων και εξελθωμεν προς βασιλεα ισραηλ ει πως ζωογονησει τας ψυχας ημων
32 και περιεζωσαντο σακκους επι τας οσφυας αυτων και εθεσαν σχοινια επι τας κεφαλας αυτων και ειπον τω βασιλει ισραηλ δουλος σου υιος αδερ λεγει ζησατω δη η ψυχη μου και ειπεν ει ετι ζη αδελφος μου εστιν
33 και οι ανδρες οιωνισαντο και εσπευσαν και ανελεξαν τον λογον εκ του στοματος αυτου και ειπον αδελφος σου υιος αδερ και ειπεν εισελθατε και λαβετε αυτον και εξηλθεν προς αυτον υιος αδερ και αναβιβαζουσιν αυτον προς αυτον επι το αρμα
34 και ειπεν προς αυτον τας πολεις ας ελαβεν ο πατηρ μου παρα του πατρος σου αποδωσω σοι και εξοδους θησεις σαυτω εν δαμασκω καθως εθετο ο πατηρ μου εν σαμαρεια και εγω εν διαθηκη εξαποστελω σε και διεθετο αυτω διαθηκην και εξαπεστειλεν αυτον
35 και ανθρωπος εις εκ των υιων των προφητων ειπεν προς τον πλησιον αυτου εν λογω κυριου παταξον δη με και ουκ ηθελησεν ο ανθρωπος παταξαι αυτον
36 και ειπεν προς αυτον ανθ' ων ουκ ηκουσας της φωνης κυριου ιδου συ αποτρεχεις απ' εμου και παταξει σε λεων και απηλθεν απ' αυτου και ευρισκει αυτον λεων και επαταξεν αυτον
37 και ευρισκει ανθρωπον αλλον και ειπεν παταξον με δη και επαταξεν αυτον ο ανθρωπος παταξας και συνετριψεν
38 και επορευθη ο προφητης και εστη τω βασιλει ισραηλ επι της οδου και κατεδησατο τελαμωνι τους οφθαλμους αυτου
39 και εγενετο ως ο βασιλευς παρεπορευετο και ουτος εβοα προς τον βασιλεα και ειπεν ο δουλος σου εξηλθεν επι την στρατιαν του πολεμου και ιδου ανηρ εισηγαγεν προς με ανδρα και ειπεν προς με φυλαξον τουτον τον ανδρα εαν δε εκπηδων εκπηδηση και εσται η ψυχη σου αντι της ψυχης αυτου η ταλαντον αργυριου στησεις
40 και εγενηθη περιεβλεψατο ο δουλος σου ωδε και ωδε και ουτος ουκ ην και ειπεν προς αυτον ο βασιλευς ισραηλ ιδου και τα ενεδρα παρ' εμοι εφονευσας
41 και εσπευσεν και αφειλεν τον τελαμωνα απο των οφθαλμων αυτου και επεγνω αυτον ο βασιλευς ισραηλ οτι εκ των προφητων ουτος
42 και ειπεν προς αυτον ταδε λεγει κυριος διοτι εξηνεγκας συ ανδρα ολεθριον εκ χειρος σου και εσται η ψυχη σου αντι της ψυχης αυτου και ο λαος σου αντι του λαου αυτου
43 και απηλθεν ο βασιλευς ισραηλ συγκεχυμενος και εκλελυμενος και ερχεται εις σαμαρειαν