Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 13


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Voici ce qui arriva ensuite. Absalom, fils de David, avait une soeur qui était belle et qui senommait Tamar, et Amnon, fils de David, s'éprit d'elle.1 Μετα δε ταυτα Αβεσσαλωμ ο υιος του Δαβιδ ειχεν αδελφην ωραιαν, ονοματι Θαμαρ, και ηγαπησεν αυτην Αμνων ο υιος του Δαβιδ.
2 Amnon était tourmenté au point de se rendre malade à cause de sa soeur Tamar, car elle étaitvierge et Amnon ne voyait pas la possibilité de lui rien faire.2 Και επασχε τοσον ο Αμνων, ωστε ηρρωστησε δια την αδελφην αυτου Θαμαρ? διοτι ητο παρθενος, και εφαινετο εις τον Αμνων δυσκολωτατον να πραξη τι εις αυτην.
3 Mais Amnon avait un ami nommé Yonadab, fils de Shiméa, frère de David, et Yonadab était unhomme très avisé.3 ειχε δε ο Αμνων φιλον, ονομαζομενον Ιωναδαβ, υιον του Σαμαα, αδελφου του Δαβιδ? ητο δε ο Ιωναδαβ ανθρωπος πανουργος σφοδρα.
4 Il lui dit: "D'où vient, fils du roi, que tu sois si languissant chaque matin? Ne m'expliqueras-tupas?" Amnon lui répondit: "C'est que j'aime Tamar, la soeur de mon frère Absalom."4 Και ειπε προς αυτον, Δια τι συ, υιε του βασιλεως, αδυνατεις τοσον απο ημερας εις ημεραν; δεν θελεις φανερωσει τουτο προς εμε; Και ειπε προς αυτον ο Αμνων, Αγαπω Θαμαρ, την αδελφην Αβεσσαλωμ του αδελφου μου.
5 Alors Yonadab lui dit: "Mets-toi au lit, fais le malade et quand ton père viendra te voir, tu luidiras: Permets que ma soeur Tamar vienne me donner à manger; elle apprêtera le plat sous mes yeux pour que jele voie et je mangerai de sa main."5 Και ο Ιωναδαβ ειπε προς αυτον, Πλαγιασον επι της κλινης σου και προσποιηθητι τον αρρωστον? και οταν ο πατηρ σου ελθη να σε ιδη, ειπε προς αυτον, Ας ελθη, παρακαλω, Θαμαρ η αδελφη μου, και ας μοι δωση να φαγω, και ας ετοιμαση εμπροσθεν μου το φαγητον, δια να ιδω και να φαγω εκ της χειρος αυτης.
6 Donc, Amnon se coucha et fit le malade. Le roi vint le voir et Amnon dit au roi: "Permets que masoeur Tamar vienne et que, sous mes yeux, elle prépare une paire de beignets, et je me restaurerai de sa main."6 Και επλαγιασεν ο Αμνων και προσεποιηθη τον αρρωστον? και οτε ηλθεν ο βασιλευς να ιδη αυτον, ειπεν ο Αμνων προς τον βασιλεα, Ας ελθη, παρακαλω, Θαμαρ η αδελφη μου, και ας καμη εμπροσθεν μου δυο κολλυρια, δια να φαγω εκ της χειρος αυτης.
7 David envoya dire à Tamar au palais: "Va donc chez ton frère Amnon et prépare-lui un plat."7 Και απεστειλεν ο Δαβιδ εις τον οικον προς την Θαμαρ, λεγων, Υπαγε τωρα εις τον οικον του αδελφου σου Αμνων, και ετοιμασον εις αυτον φαγητον.
8 Tamar se rendit à la maison de son frère Amnon. Il était couché. Elle prit de la pâte, la pétrit,façonna des beignets sous ses yeux et fit cuire les beignets.8 Και υπηγεν η Θαμαρ εις τον οικον του αδελφου αυτης Αμνων, οστις ητο πλαγιασμενος? και ελαβε το αλευρον και εζυμωσε και εκαμε κολλυρια εμπροσθεν αυτου και εψησε τα κολλυρια.
9 Puis elle prit la poêle et la vida devant lui, mais il refusa de manger. Amnon dit: "Faites sortirtout le monde d'auprès de moi." Et tout le monde sortit d'auprès de lui.9 Επειτα ελαβε το τηγανιον και εκενωσεν αυτα εμπροσθεν αυτου? πλην δεν ηθελησε να φαγη. Και ειπεν ο Αμνων, Εκβαλετε παντα ανθρωπον απ' εμπροσθεν μου. Και εξηλθον απ' αυτου παντες.
10 Alors Amnon dit à Tamar: "Apporte le plat dans l'alcôve, que je me restaure de ta main." EtTamar prit les beignets qu'elle avait faits et les apporta à son frère Amnon dans l'alcôve.10 Και ειπεν ο Αμνων προς την Θαμαρ, Φερε το φαγητον εις τον κοιτωνα, δια να φαγω εκ της χειρος σου. Και η Θαμαρ ελαβε τα κολλυρια, τα οποια εκαμε, και εφερεν εις τον κοιτωνα προς Αμνων τον αδελφον αυτης.
11 Comme elle lui présentait à manger, il la saisit et lui dit: "Viens, couche avec moi, ma soeur!"11 Και οτε προσεφερε προς αυτον δια να φαγη, επιασεν αυτην και ειπε προς αυτην, Ελθε, κοιμηθητι μετ' εμου, αδελφη μου.
12 Mais elle lui répondit: "Non, mon frère! Ne me violente pas, car on n'agit pas ainsi en Israël, necommets pas cette infamie.12 Η δε ειπε προς αυτον, Μη, αδελφε μου, μη με ταπεινωσης? διοτι δεν πρεπει τοιουτον πραγμα να γεινη εν τω Ισραηλ? μη καμης την αφροσυνην ταυτην?
13 Moi, où irais-je porter ma honte? Et toi, tu serais comme un infâme en Israël! Maintenant parledonc au roi: il ne refusera pas de me donner à toi."13 και εγω πως θελω απαλειψει το ονειδος μου; αλλα και συ θελεις εισθαι ως εις εκ των αφρονων εν τω Ισραηλ? τωρα λοιπον, παρακαλω, λαλησον προς τον βασιλεα? διοτι δεν θελει με αρνηθη εις σε.
14 Mais il ne voulut pas l'entendre, il la maîtrisa et, lui faisant violence, il coucha avec elle.14 Δεν ηθελησεν ομως να εισακουση της φωνης αυτης? αλλ' υπερισχυσας εκεινης, εβιασεν αυτην και εκοιμηθη μετ' αυτης.
15 Alors Amnon se prit à la haïr très fort -- la haine qu'il lui voua surpassait l'amour dont il l'avaitaimée -- et Amnon lui dit: "Lève-toi! Va-t-en!"15 Τοτε ο Αμνων εμισησεν αυτην μισος μεγα σφοδρα? ωστε το μισος, με το οποιον εμισησεν αυτην, ητο μεγαλητερον παρα την αγαπην, με την οποιαν ηγαπησεν αυτην. Και ειπε προς αυτην ο Αμνων, Σηκωθητι, υπαγε.
16 Elle lui dit: "Non, mon frère, me chasser serait pire que l'autre mal que tu m'as fait." Mais il nevoulut pas l'écouter.16 Η δε ειπε προς αυτον, Δεν ειναι αιτια? το κακον τουτο, το να μη αποβαλης, ειναι μεγαλητερον του αλλου, το οποιον επραξας εις εμε. Δεν ηθελησεν ομως να εισακουση αυτης.
17 Il appela le garçon qui le servait et lui dit: "Débarrasse-moi de cette fille, jette-la dehors etverrouille la porte derrière elle!"17 Και εκραξε τον νεον αυτου τον υπηρετουντα αυτον και ειπεν, Εκβαλε τωρα ταυτην απ' εμου εξω, και μοχλωσον την θυραν κατοπιν αυτης.
18 (Elle portait une tunique de luxe qui était autrefois le vêtement des filles qui n'étaient pasmariées.) Le serviteur la mit dehors et verrouilla la porte derrière elle.18 Ητο δε ενδεδυμενη χιτωνα ποικιλοχρουν? διοτι αι θυγατερες του βασιλεως, αι παρθενοι, τοιαυτα επενδυματα ενεδυοντο. Και εξεβαλεν αυτην εξω ο υπηρετης αυτου και εμοχλωσε την θυραν κατοπιν αυτης.
19 Tamar, prenant de la poussière, la jeta sur sa tête, elle déchira la tunique de luxe qu'elle portait,mit la main sur sa tête et s'en alla, poussant des cris en marchant.19 Λαβουσα δε η Θαμαρ στακτην επι της κεφαλης αυτης, και διασχισασα τον εφ' αυτης χιτωνα τον ποικιλοχρουν, και βαλουσα τας χειρας αυτης επι της κεφαλης αυτης, απηρχετο, πορευομενη και κραζουσα.
20 Son frère Absalom lui dit: "Serait-ce que ton frère Amnon a été avec toi? Maintenant, ma soeur,tais-toi; c'est ton frère: ne prends pas cette affaire à coeur." Tamar demeura abandonnée, dans la maison de sonfrère Absalom.20 Και ειπε προς αυτην Αβεσσαλωμ ο αδελφος αυτης, Μηπως Αμνων ο αδελφος σου ευρεθη μετα σου; πλην τωρα σιωπησον, αδελφη μου? αδελφος σου ειναι μη καταθλιβε την καρδιαν σου δια το πραγμα τουτο. Η Θαμαρ λοιπον εκαθητο χηρευουσα εν τω οικω του αδελφου αυτης Αβεσσαλωμ.
21 Lorsque le roi David apprit toute cette histoire, il en fut très irrité, mais il ne voulut pas faire depeine à son fils Amnon, qu'il aimait parce que c'était son premier-né.21 Ακουσας δε ο βασιλευς Δαβιδ παντα ταυτα τα πραγματα, εθυμωθη σφοδρα.
22 Quant à Absalom, il n'adressa plus la parole à Amnon, car Absalom s'était pris de haine pourAmnon à cause de la violence qu'il avait faite à sa soeur Tamar.22 Ο δε Αβεσσαλωμ δεν ελαλησε μετα του Αμνων ουτε καλον ουτε κακον? διοτι εμισει ο Αβεσσαλωμ τον Αμνων, επειδη εταπεινωσε την αδελφην αυτου Θαμαρ.
23 Deux ans plus tard, comme Absalom avait les tondeurs à Baal-Haçor, qui est près d'Ephraïm, ilinvita tous les fils du roi.23 Και μετα δυο ολοκληρα ετη, ο Αβεσσαλωμ ειχε κουρευτας εν Βααλ-ασωρ, ητις ειναι πλησιον του Εφραιμ, και προσεκαλεσεν ο Αβεσσαλωμ παντας τους υιους του βασιλεως.
24 Absalom se rendit auprès du roi et dit: "Voici que ton serviteur a les tondeurs. Que le roi et sesofficiers daignent venir avec ton serviteur."24 Και ηλθεν ο Αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα και ειπεν, Ιδου, τωρα, ο δουλος σου εχει κουρευτας? ας ελθη, παρακαλω, ο βασιλευς και οι δουλοι αυτου μετα του δουλου σου.
25 Le roi répondit à Absalom: "Non, mon fils, il ne faut pas que nous allions tous et te soyons àcharge." Absalom insista, mais il ne voulut pas venir et lui donna congé.25 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αβεσσαλωμ, Ουχι, υιε μου, ας μη ελθωμεν τωρα παντες, δια να μη ημεθα βαρος εις σε. Και εβιασεν αυτον, πλην δεν ηθελησε να υπαγη, αλλ' ευλογησεν αυτον.
26 Absalom reprit: "Permets-tu du moins que mon frère Amnon vienne avec nous." Et le roi dit:"Pourquoi irait-il avec toi?"26 Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ, Αν οχι, ας ελθη καν μεθ' ημων Αμνων, ο αδελφος μου. Και ειπεν ο βασιλευς προς αυτον, Δια τι να ελθη μετα σου;
27 Mais Absalom insista et il laissa partir avec lui Amnon et tous les fils du roi. Absalom préparaun festin de roi27 πλην ο Αβεσσαλωμ εβιασεν αυτον, ωστε απεστειλε μετ' αυτου τον Αμνων και παντας τους υιους του βασιλεως.
28 et il donna cet ordre aux serviteurs: "Faites attention! Lorsque le coeur d'Amnon sera mis engaîté par le vin et que je vous dirai: Frappez Amnon!, vous le mettrez à mort. N'ayez pas peur; n'est-ce pas moiqui vous l'ai ordonné? Prenez courage et montrez-vous vaillants."28 Τοτε προσεταξεν ο Αβεσσαλωμ τους υπηρετας αυτου λεγων. Ιδετε τωρα οταν ευφρανθη η καρδια του Αμνων εκ του οινου, και ειπω προς εσας, Παταξατε τον Αμνων, τοτε θανατωσατε αυτον? μη φοβεισθε? δεν ειμαι εγω οστις σας προσταζω; ανδριζεσθε και γινεσθε υιοι δυναμεως.
29 Les serviteurs d'Absalom agirent à l'égard d'Amnon comme Absalom l'avait ordonné. Alorstous les fils du roi se levèrent, enfourchèrent chacun son mulet et s'enfuirent.29 Και εκαμον οι υπηρεται του Αβεσσαλωμ προς τον Αμνων, ως προσεταξεν ο Αβεσσαλωμ. Τοτε σηκωθεντες παντες οι υιοι του βασιλεως, εκαθησαν εκαστος επι της ημιονου αυτου και εφυγον.
30 Comme ils étaient en chemin, cette rumeur parvint à David: "Absalom a tué tous les fils du roi,il n'en reste pas un seul!"30 Ενω δε ουτοι ησαν καθ' οδον, η φημη εφθασε προς τον Δαβιδ, λεγουσα, Ο Αβεσσαλωμ επαταξε παντας τους υιους του βασιλεως, και δεν εναπελειφθη εξ αυτων ουδε εις.
31 Le roi se leva, déchira ses vêtements et se coucha par terre; tous ses officiers se tenaient debout,les vêtements déchirés.31 Τοτε σηκωθεις ο βασιλευς διεσχισε τα ιματια αυτου και επλαγιασε κατα γης? και παντες οι δουλοι αυτου οι περιεστωτες διεσχισαν τα ιματια αυτων.
32 Mais Yonadab, le fils de Shiméa, frère de David, prit ainsi la parole: "Que Monseigneur ne disepas qu'on a fait périr tous les jeunes gens, les fils du roi, car seul Amnon est mort: Absalom s'était promis celadepuis le jour où Amnon avait outragé sa soeur Tamar.32 Και απεκριθη Ιωναδαβ, ο υιος του Σαμαα, αδελφου του Δαβιδ, και ειπεν, Ας μη λεγη ο κυριος μου οτι εθανατωθησαν παντες οι νεοι, οι υιοι του βασιλεως? διοτι ο Αμνων μονος απεθανεν? επειδη ο Αβεσσαλωμ ειχεν αποφασισει τουτο, αφ' ης ημερας εταπεινωσε Θαμαρ την αδελφην αυτου?
33 Que maintenant Monseigneur le roi ne se mette pas dans l'idée que tous les fils du roi ont péri.Non, Amnon seul est mort33 τωρα λοιπον ας μη βαλη ο κυριος μου ο βασιλευς το πραγμα εν τη καρδια αυτου, λεγων οτι παντες οι υιοι του βασιλεως απεθανον? διοτι ο Αμνων μονος απεθανεν.
34 et Absalom s'est enfui." Le cadet qui était en sentinelle, levant les yeux, aperçut une troupenombreuse qui s'avançait sur le chemin de Bahurim. La sentinelle vint annoncer au roi: "J'ai vu des hommesdescendant par le chemin de Bahurim au flanc de la montagne."34 Ο δε Αβεσσαλωμ εφυγε. Και υψωσας ο νεος, ο σκοπος, τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, λαος πολυς επορευετο δια της οδου οπισθεν αυτου κατα το πλευρον του ορους.
35 Alors Yonadab dit au roi: "Ce sont les fils du roi qui arrivent: il en a été comme ton serviteurl'avait dit."35 Και ειπεν ο Ιωναδαβ προς τον βασιλεα, Ιδου, οι υιοι του βασιλεως ερχονται κατα τον λογον του δουλου σου, ουτως εγεινε.
36 Il achevait à peine de parler que les fils du roi entrèrent, et ils se mirent à crier et à pleurer; leroi aussi et tous ses officiers pleurèrent très fort.36 Και ως ετελειωσε λαλων, ιδου, οι υιοι του βασιλεως ηλθον και υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν? και ο βασιλευς ετι, και παντες οι δουλοι αυτου εκλαυσαν κλαυθμον μεγαν σφοδρα.
37 Absalom s'était enfui et s'était rendu chez Talmaï, fils d'Ammihud, roi de Geshur; le roi gardatout le temps le deuil de son fils.37 Ο δε Αβεσσαλωμ εφυγε και υπηγε προς τον Θαλμαι, υιον του Αμμιουδ, βασιλεα της Γεσσουρ? και επενθησεν ο Δαβιδ δια τον υιον αυτου πασας τας ημερας.
38 Absalom s'était enfui et s'était rendu à Geshur; il y resta trois ans.38 Ο Αβεσσαλωμ λοιπον εφυγε και υπηγεν εις Γεσσουρ, και ητο εκει τρια ετη.
39 L'esprit du roi cessa de s'emporter contre Absalom, car il s'était consolé de la mort d'Amnon.39 Επεποθησε δε ο βασιλευς Δαβιδ να υπαγη προς τον Αβεσσαλωμ, διοτι ειχε παρηγορηθη δια τον θανατον του Αμνων.