Scrutatio

Venerdi, 24 maggio 2024 - Maria Ausiliatrice ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 5


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Και εψαλαν η Δεβορρα και ο Βαρακ ο υιος του Αβινεεμ εν τη ημερα εκεινη, λεγοντες,1 Debora und Barak, der Sohn Abinoams, sangen an jenem Tag dieses Lied:
2 Επειδη προεπορευθησαν αρχηγοι εν τω Ισραηλ, Επειδη ο λαος προσεφερεν εαυτον εκουσιως, Ευλογειτε τον Κυριον.2 Dass Führer Israel führten
und das Volk sich bereit zeigte,
dafür preist den Herrn!
3 Ακουσατε, βασιλεις? δοτε ακροασιν, σατραπαι? εγω, εις τον Κυριον εγω θελω ψαλλει εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ θελω ψαλμωδει.3 Hört, ihr Könige, horcht auf, ihr Fürsten!
Ich will dem Herrn zu Ehren singen,
ich will zu Ehren des Herrn,
des Gottes Israels, spielen.
4 Κυριε, οτε εξηλθες απο Σηειρ, οτε εκινησας απο της πεδιαδος του Εδωμ, η γη εσεισθη και οι ουρανοι εσταλαξαν, αι νεφελαι ετι εσταλαξαν υδωρ.4 Herr, als du auszogst aus Seïr,
als du vom Grünland Edoms heranschrittest,
da bebte die Erde, die Himmel ergossen sich,
ja, aus den Wolken ergoss sich das Wasser.
5 Τα ορη ετακησαν υπο της παρουσιας του Κυριου? αυτο το Σινα απο της παρουσιας Κυριου του Θεου του Ισραηλ.5 Die Berge wankten vor dem Blick des Herrn, [das ist der Sinai]
vor dem Blick des Herrn, des Gottes Israels.
6 Εν ταις ημεραις του Σαμεγαρ υιου του Αναθ, εν ταις ημεραις της Ιαηλ, εγκατελειφθησαν αι οδοι, και οι διαβαται περιεπατουν οδους πλαγιας.6 In den Tagen Schamgars, des Sohnes des Anat,
in den Tagen Jaëls lagen die Wege verlassen da;
wer unterwegs war, musste Umwege machen.
7 Εξελιπον οι ηγεμονες εν τω Ισραηλ, εξελιπον, εωσου εγω η Δεβορρα εσηκωθην, εσηκωθην μητηρ εν τω Ισραηλ.7 Bewohner des offenen Landes gab es nicht mehr,
es gab sie nicht mehr in Israel,
bis du dich erhobst, Debora,
bis du dich erhobst, Mutter in Israel.
8 Εξελεξαν θεους νεους? τοτε πολεμος εν ταις πυλαις? εφανη αρα ασπις η λογχη μεταξυ τεσσαρακοντα χιλιαδων εν τω Ισραηλ;8 Man hatte sich neue Götter erwählt.
Es gab kein Brot an den Toren.
Schild und Speer waren nicht mehr zu sehen
bei den Vierzigtausend in Israel.
9 Η καρδια μου ειναι προς τους αρχηγους του Ισραηλ, οσοι μεταξυ του λαου προσεφεραν εαυτους εκουσιως. Ευλογειτε τον Κυριον.9 Mein Herz gehört Israels Führern.
Ihr, die ihr bereit seid im Volk,
preist den Herrn!
10 Υμνολογειτε? οι επιβαινοντες επι λευκων ονων, οι καθημενοι εις το κρινειν, και οι περιπατουντες εν ταις οδοις.10 Ihr, die ihr auf weißen Eselinnen reitet,
die ihr auf Teppichen sitzt,
die ihr auf der Straße dahinzieht, singt!
11 Ελευθερωθεντες απο του κροτου των τοξοτων, εν τοις τοποις οπου αντλουσιν υδωρ, εκει θελουσι διηγεισθαι τας δικαιοσυνας του Κυριου, τας δικαιοσυνας των ηγεμονων αυτου μεταξυ του Ισραηλ. Κατεβη τοτε εις τας πυλας ο λαος του Κυριου.11 Horch, sie jubeln zwischen den Tränken;
dort besingt man die rettenden Taten des Herrn,
seine hilfreiche Tat an den Bauern in Israel.
Damals zog das Volk des Herrn hinab zu den Toren.
12 Εγερθητι, εγερθητι, Δεβορρα? εγερθητι, εγερθητι, προφερε ωδην? σηκωθητι, Βαρακ, και αιχμαλωτισον τους αιχμαλωτους σου, υιε του Αβινεεμ.12 Auf, auf, Debora! Auf, auf, sing ein Lied!
Erheb dich, Barak,
führ deine Gefangenen heim,
Sohn Abinoams!
13 Τοτε κατεβη το εγκαταλελειμμενον του λαου εναντιον των ισχυρων? ο Κυριος κατεβη μετ' εμου εναντιον των δυνατων.13 Dann steige herab,
was übrig ist unter den Herrlichen des Volkes.
Der Herr steige herab
mit mir unter den Helden.
14 Εκ του Εφραιμ οι κατοικουντες το ορος Αμαληκ κατεβησαν κατοπιν σου, Βενιαμιν, μεταξυ των λαων σου. Εκ του Μαχειρ κατεβησαν οι αρχηγοι, και εκ του Ζαβουλων οι κρατουντες ραβδον γραμματεως.14 Aus Efraim zogen sie hinunter ins Tal,
hinter ihnen Benjamin mit seinen Scharen;
von Machir stiegen die Führer hinab,
von Sebulon die, die das Zepter tragen.
15 Και οι αρχοντες του Ισσαχαρ μετα της Δεβορρας, ο Ισσαχαρ προσετι και ο Βαρακ? κατοπιν τουτου εδραμον εις την κοιλαδα. Εις τας διαιρεσεις του Ρουβην ηγερθησαν μεγαλοι στοχασμοι καρδιας.15 Die Fürsten Issachars zusammen mit Debora
und wie Issachar so auch Barak,
ins Tal getragen von seinen Füßen.
In Rubens Bezirken
überlegte man lange.
16 Δια τι εκαθησας μεταξυ εις τας μανδρας, δια να ακουης τα βελασματα των ποιμνιων; εις τας διαιρεσεις του Ρουβην ηγερθησαν μεγαλαι συζητησεις καρδιας.16 Warum sitzt du zwischen den Hürden
und hörst bei den Herden dem Flötenspiel zu?
In Rubens Bezirken
überlegte man lange.
17 Ο Γαλααδ ησυχαζε περαν του Ιορδανου? και ο Δαν δια τι εμενεν εις τα πλοια; ο Ασηρ εκαθητο εις τα παραλια, και ησυχαζεν εις τους λιμενας αυτου.17 Gilead bleibt jenseits des Jordan.
Warum verweilt Dan bei den Schiffen?
Ascher sitzt am Ufer des Meeres,
bleibt ruhig an seinen Buchten.
18 Ο Ζαβουλων ειναι λαος προσφερων την ζωην αυτου εις θανατον, και ο Νεφθαλι, επι τα υψη της πεδιαδος.18 Sebulon ist ein Volk,
das sein Leben aufs Spiel setzt,
auch Naftali auf den Höhen des Feldes.
19 Ηλθον οι βασιλεις, επολεμησαν? τοτε επολεμησαν οι βασιλεις Χανααν εν Θααναχ πλησιον των υδατων του Μεγιδδω? λαφυρον αργυριου δεν ελαβον.19 Könige kamen und kämpften,
damals kämpften Kanaans Könige
in Taanach, an den Wassern Megiddos,
doch Beute an Silber machten sie nicht.
20 Εκ του ουρανου επολεμησαν, οι αστερες εκ της πορειας αυτων επολεμησαν εναντιον του Σισαρα.20 Vom Himmel her kämpften die Sterne,
von ihren Bahnen aus kämpften sie gegen Sisera.
21 Ο ποταμος Κισων κατεσυρεν αυτους, ο παλαιος ποταμος, ο ποταμος Κισων. Κατεπατησας, ψυχη μου, δυναμιν.21 Der Bach Kischon schwemmte sie fort,
der altberühmte Bach, der Bach Kischon.
Meine Seele soll auftreten mit Macht.
22 Τοτε κατετριβησαν οι ονυχες των ιππων απο του ορμητικου δρομου, του ορμητικου δρομου των επ' αυτους ισχυρων.22 Damals stampften die Hufe der Pferde
im Jagen, im Dahinjagen der Hengste.
23 Καταρασθε την Μηρωζ, ειπεν ο αγγελος του Κυριου, καταρασθε καταραν τους κατοικους αυτης διοτι δεν ηλθον εις βοηθειαν του Κυριου, εις βοηθειαν του Κυριου εναντιον των δυνατων.23 Ihr sollt Meros verfluchen,
spricht der Engel des Herrn.
Mit Flüchen flucht seinen Bewohnern;
denn sie kamen dem Herrn nicht zu Hilfe,
zu Hilfe dem Herrn unter den Helden.
24 Ευλογημενη ας ηναι υπερ τας γυναικας η Ιαηλ, η γυνη του Εβερ του Κεναιου? υπερ τας γυναικας εν ταις σκηναις ευλογημενη ας ηναι.24 Gepriesen sei Jaël unter den Frauen,
die Frau des Keniters Heber,
gepriesen unter den Frauen im Zelt.
25 Υδωρ εζητησε, γαλα εδωκε? βουτυρον προσεφερεν εις μεγαλοπρεπη κρατηρα.25 Er hatte Wasser verlangt, sie gab ihm Milch,
in einer prächtigen Schale reichte sie Sahne.
26 Την αριστεραν αυτης ηπλωσεν εις τον πασσαλον, και την δεξιαν αυτης εις την σφυραν των εργατων? και σφυροκοπησασα τον Σισαρα εσχισε την κεφαλην αυτου, και συνεθλασε και διεπερασε τους μηνιγγας αυτου.26 Ihre Hand streckte sie aus nach dem Pflock,
ihre Rechte nach dem Hammer des Schmieds.
Sie erschlug Sisera, zermalmte sein Haupt,
zerschlug, durchbohrte seine Schläfe.
27 Μεταξυ των ποδων αυτης συνεκαμφθη, επεσεν, εκειτο? μεταξυ των ποδων αυτης συνεκαμφθη, επεσεν? οπου συνεκαμφθη, εκει επεσε νεκρος.27 Zu ihren Füßen brach er zusammen, fiel nieder, lag da,
zu ihren Füßen brach er zusammen, fiel nieder.
Wo er zusammenbrach, da lag er vernichtet.
28 Η μητηρ του Σισαρα εκυπτε δια της θυριδος και εβοα δια του δικτυωτου, Δια τι η αμαξα αυτου βραδυνει να ελθη, δια τι εβραδυναν οι τροχοι των αμαξων αυτου;28 Aus ihrem Fenster blickt Siseras Mutter
und klagt durch das Gitter:
Warum säumt sein Wagen zu kommen,
warum zögert der Hufschlag seiner Gespanne?
29 Αι σοφαι κυριαι αυτης απεκρινοντο προς αυτην? αυτη μαλιστα εδιδε την αποκρισιν προς εαυτην?29 Eine Kluge aus ihren Fürstinnen antwortet ihr,
und sie selbst wiederholt deren Worte:
30 Δεν επετυχον; δεν διεμοιρασαν τα λαφυρα; μιαν η δυο νεας εις εκαστον ανδρα, εις τον Σισαρα λαφυρα ποικιλοχροα, λαφυρα ποικιλοχροα κεντητα, ποικιλοχροα κεντητα και εκ των δυο μερων, περιλαιμια των λαφυραγωγουμενων;30 Sicher machen und teilen sie Beute,
ein, zwei Frauen für jeden Mann,
Beute an Kleidern für Sisera,
Beute an Kleidern,
für meinen Hals als Beute ein, zwei bunte Tücher.
31 Ουτω να απολεσθωσι παντες οι εχθροι σου, Κυριε? οι δε αγαπωντες αυτον ας ηναι ως ο ηλιος ανατελλων εν τη δοξη αυτου. Και ανεπαυθη η γη τεσσαρακοντα ετη.31 So gehen all deine Feinde zugrunde, Herr.
Doch die, die ihn lieben, sind wie die Sonne,
wenn sie aufgeht in ihrer Kraft. Dann hatte das Land vierzig Jahre lang Ruhe.