Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 5


font
GREEK BIBLEDOUAI-RHEIMS
1 Και εψαλαν η Δεβορρα και ο Βαρακ ο υιος του Αβινεεμ εν τη ημερα εκεινη, λεγοντες,1 In that day Debbora and Barac son of Abinoem sung, and said:
2 Επειδη προεπορευθησαν αρχηγοι εν τω Ισραηλ, Επειδη ο λαος προσεφερεν εαυτον εκουσιως, Ευλογειτε τον Κυριον.2 O you of Israel, that have willingly offered your lives to danger, bless the Lord.
3 Ακουσατε, βασιλεις? δοτε ακροασιν, σατραπαι? εγω, εις τον Κυριον εγω θελω ψαλλει εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ θελω ψαλμωδει.3 Hear, O ye kings, give ear, ye princes: It is I, it is I, that will sing to the Lord, I will sing to the Lord the God of Israel.
4 Κυριε, οτε εξηλθες απο Σηειρ, οτε εκινησας απο της πεδιαδος του Εδωμ, η γη εσεισθη και οι ουρανοι εσταλαξαν, αι νεφελαι ετι εσταλαξαν υδωρ.4 O Lord, when thou wentest out of Seir, and passedst by the regions of Edom, the earth trembled, and the heavens dropped water.
5 Τα ορη ετακησαν υπο της παρουσιας του Κυριου? αυτο το Σινα απο της παρουσιας Κυριου του Θεου του Ισραηλ.5 The mountains melted before the face of the Lord, and Sinai before the face of the Lord the God of Israel.
6 Εν ταις ημεραις του Σαμεγαρ υιου του Αναθ, εν ταις ημεραις της Ιαηλ, εγκατελειφθησαν αι οδοι, και οι διαβαται περιεπατουν οδους πλαγιας.6 In the days of Samgar the son of Anath, in the days of Jahel the paths rested: and they that went by them, walked through by-ways.
7 Εξελιπον οι ηγεμονες εν τω Ισραηλ, εξελιπον, εωσου εγω η Δεβορρα εσηκωθην, εσηκωθην μητηρ εν τω Ισραηλ.7 The valiant men ceased, and rested in Israel: until Debbora arose, a mother arose in Israel.
8 Εξελεξαν θεους νεους? τοτε πολεμος εν ταις πυλαις? εφανη αρα ασπις η λογχη μεταξυ τεσσαρακοντα χιλιαδων εν τω Ισραηλ;8 The Lord chose new wars, and he himself overthrew the gates of the enemies: a shield and spear was not seen among forty thousand of Israel.
9 Η καρδια μου ειναι προς τους αρχηγους του Ισραηλ, οσοι μεταξυ του λαου προσεφεραν εαυτους εκουσιως. Ευλογειτε τον Κυριον.9 My heart loveth the princes of Israel: O you that of your own good will offered yourselves to danger, bless the Lord.
10 Υμνολογειτε? οι επιβαινοντες επι λευκων ονων, οι καθημενοι εις το κρινειν, και οι περιπατουντες εν ταις οδοις.10 Speak, you that ride upon fair asses, and you that sit in judgment, and walk in the way.
11 Ελευθερωθεντες απο του κροτου των τοξοτων, εν τοις τοποις οπου αντλουσιν υδωρ, εκει θελουσι διηγεισθαι τας δικαιοσυνας του Κυριου, τας δικαιοσυνας των ηγεμονων αυτου μεταξυ του Ισραηλ. Κατεβη τοτε εις τας πυλας ο λαος του Κυριου.11 Where the chariots were dashed together, and the army of the enemies was choked, there let the justices of the Lord be rehearsed, and his clemency towards the brave men of Israel: then the people of the Lord went down to the gates, and obtained the sovereignty.
12 Εγερθητι, εγερθητι, Δεβορρα? εγερθητι, εγερθητι, προφερε ωδην? σηκωθητι, Βαρακ, και αιχμαλωτισον τους αιχμαλωτους σου, υιε του Αβινεεμ.12 Arise, arise, O Debbora, arise, arise, and utter a canticle. Arise, Barac, and take hold of thy captives, O son of Abinoem.
13 Τοτε κατεβη το εγκαταλελειμμενον του λαου εναντιον των ισχυρων? ο Κυριος κατεβη μετ' εμου εναντιον των δυνατων.13 The remnants of the people are saved, the Lord hath fought among the valiant ones.
14 Εκ του Εφραιμ οι κατοικουντες το ορος Αμαληκ κατεβησαν κατοπιν σου, Βενιαμιν, μεταξυ των λαων σου. Εκ του Μαχειρ κατεβησαν οι αρχηγοι, και εκ του Ζαβουλων οι κρατουντες ραβδον γραμματεως.14 Out of Ephraim he destroyed them into Amalec, and after him out of Benjamin into thy people, O Amalec: Out of Machir there came down princes, and out of Zabulon they that led the army to fight.
15 Και οι αρχοντες του Ισσαχαρ μετα της Δεβορρας, ο Ισσαχαρ προσετι και ο Βαρακ? κατοπιν τουτου εδραμον εις την κοιλαδα. Εις τας διαιρεσεις του Ρουβην ηγερθησαν μεγαλοι στοχασμοι καρδιας.15 The captains of Issachar were with Debbora, and followed the steps of Barac, who exposed himself to danger, as one going headlong, and into a pit. Ruben being divided against himself, there was found a strife of courageous men.
16 Δια τι εκαθησας μεταξυ εις τας μανδρας, δια να ακουης τα βελασματα των ποιμνιων; εις τας διαιρεσεις του Ρουβην ηγερθησαν μεγαλαι συζητησεις καρδιας.16 Why dwellest thou between two borders, that thou mayest hear the bleatings of the flocks? Ruben being divided against himself, there was found a strife of courageous men.
17 Ο Γαλααδ ησυχαζε περαν του Ιορδανου? και ο Δαν δια τι εμενεν εις τα πλοια; ο Ασηρ εκαθητο εις τα παραλια, και ησυχαζεν εις τους λιμενας αυτου.17 Galaad rested beyond the Jordan, and Dan applied himself to ships: Aser dwelt on the sea shore, and abode in the havens.
18 Ο Ζαβουλων ειναι λαος προσφερων την ζωην αυτου εις θανατον, και ο Νεφθαλι, επι τα υψη της πεδιαδος.18 But Zabulon and Nephtali offered their lives to death in the region of Merome.
19 Ηλθον οι βασιλεις, επολεμησαν? τοτε επολεμησαν οι βασιλεις Χανααν εν Θααναχ πλησιον των υδατων του Μεγιδδω? λαφυρον αργυριου δεν ελαβον.19 The kings came and fought, the kings of Chanaan fought in Thanach by the waters of Mageddo, and yet they took no spoils.
20 Εκ του ουρανου επολεμησαν, οι αστερες εκ της πορειας αυτων επολεμησαν εναντιον του Σισαρα.20 War from heaven was made against them, the stars remaining in their order and courses fought against Sisara.
21 Ο ποταμος Κισων κατεσυρεν αυτους, ο παλαιος ποταμος, ο ποταμος Κισων. Κατεπατησας, ψυχη μου, δυναμιν.21 The torrent of Cison dragged their carcasses, the torrent of Cadumim, the torrent of Cisoii: tread thou, my soul, upon the strong ones.
22 Τοτε κατετριβησαν οι ονυχες των ιππων απο του ορμητικου δρομου, του ορμητικου δρομου των επ' αυτους ισχυρων.22 The hoofs of the horses were broken whilst the stoutest of the enemies fled amain, and fell headlong down.
23 Καταρασθε την Μηρωζ, ειπεν ο αγγελος του Κυριου, καταρασθε καταραν τους κατοικους αυτης διοτι δεν ηλθον εις βοηθειαν του Κυριου, εις βοηθειαν του Κυριου εναντιον των δυνατων.23 Curse ye the land of Meroz, said the angel of the Lord: curse the inhabitants thereof, because they came not to the help of the Lord, to help his most valiant men.
24 Ευλογημενη ας ηναι υπερ τας γυναικας η Ιαηλ, η γυνη του Εβερ του Κεναιου? υπερ τας γυναικας εν ταις σκηναις ευλογημενη ας ηναι.24 Blessed among women be Jahel the wife of Haber the Cinite, and blessed be she in her tent.
25 Υδωρ εζητησε, γαλα εδωκε? βουτυρον προσεφερεν εις μεγαλοπρεπη κρατηρα.25 He asked her water and she gave him milk, and offered him butter in a dish fit for princes.
26 Την αριστεραν αυτης ηπλωσεν εις τον πασσαλον, και την δεξιαν αυτης εις την σφυραν των εργατων? και σφυροκοπησασα τον Σισαρα εσχισε την κεφαλην αυτου, και συνεθλασε και διεπερασε τους μηνιγγας αυτου.26 She put her left hand to the nail, and her right hand to the workman's hammer, and she struck Sisara, seeking in his head a place for the wound, and strongly piercing through his temples.
27 Μεταξυ των ποδων αυτης συνεκαμφθη, επεσεν, εκειτο? μεταξυ των ποδων αυτης συνεκαμφθη, επεσεν? οπου συνεκαμφθη, εκει επεσε νεκρος.27 At her feet he fell: he fainted, and he died: he rolled before her feet, and he lay lifeless and wretched.
28 Η μητηρ του Σισαρα εκυπτε δια της θυριδος και εβοα δια του δικτυωτου, Δια τι η αμαξα αυτου βραδυνει να ελθη, δια τι εβραδυναν οι τροχοι των αμαξων αυτου;28 His mother looked out at a window, and howled: and she spoke from the dining room: Why is his chariot so long in coming back? Why are the feet of his horses so slow?
29 Αι σοφαι κυριαι αυτης απεκρινοντο προς αυτην? αυτη μαλιστα εδιδε την αποκρισιν προς εαυτην?29 One that was wiser than the rest of his wives, returned this answer to her mother in law:
30 Δεν επετυχον; δεν διεμοιρασαν τα λαφυρα; μιαν η δυο νεας εις εκαστον ανδρα, εις τον Σισαρα λαφυρα ποικιλοχροα, λαφυρα ποικιλοχροα κεντητα, ποικιλοχροα κεντητα και εκ των δυο μερων, περιλαιμια των λαφυραγωγουμενων;30 Perhaps he is now dividing the spoils, and the fairest of the women is chosen out for him: garments of divers colours are given to Sisara for his prey, and furniture of different kinds is heaped together to adorn the necks.
31 Ουτω να απολεσθωσι παντες οι εχθροι σου, Κυριε? οι δε αγαπωντες αυτον ας ηναι ως ο ηλιος ανατελλων εν τη δοξη αυτου. Και ανεπαυθη η γη τεσσαρακοντα ετη.31 So let all thy enemies perish, O Lord: but let them that love thee shine, as the sun shineth in his rising.
32 And the land rested for forty years.