Scrutatio

Lunedi, 20 maggio 2024 - San Bernardino da Siena ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo - Matthew 8


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Οτε δε κατεβη απο του ορους, ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι.1 Jésus descendit de la montagne et une foule nombreuse se mit à le suivre.
2 Και ιδου, λεπρος ελθων προσεκυνει αυτον, λεγων? Κυριε, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.2 Alors s’approche un lépreux, il se prosterne devant lui en disant: "Seigneur, si tu veux, tu peux me purifier.”
3 Και εκτεινας την χειρα ο Ιησους ηγγισεν αυτον, λεγων? Θελω, καθαρισθητι. Και ευθυς εκαθαρισθη η λεπρα αυτου.3 Jésus étend la main et le touche en disant: "Eh bien, je le veux, sois purifié!” Et aussitôt il est pur: plus de lèpre.
4 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Προσεχε μη ειπης τουτο εις μηδενα, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε το δωρον, το οποιον προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.4 Alors Jésus lui dit: "Écoute bien, n’en parle à personne, mais va te montrer aux prêtres et présente l’offrande comme Moïse l’a ordonné: tu feras ainsi ta déclaration.”
5 Οτε δε εισηλθεν ο Ιησους εις Καπερναουμ, προσηλθε προς αυτον εκατονταρχος παρακαλων αυτον5 Comme Jésus partait pour Capharnaüm, un officier s’approcha et lui fit cette demande:
6 και λεγων? Κυριε, ο δουλος μου κειται εν τη οικια παραλυτικος, δεινως βασανιζομενος.6 "Seigneur, mon serviteur est au lit à la maison. Il est paralysé et il souffre terriblement.”
7 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Εγω ελθων θελω θεραπευσει αυτον.7 Jésus lui dit: "J’y vais et je le guérirai.”
8 Και αποκριθεις ο εκατονταρχος ειπε? Κυριε, δεν ειμαι αξιος να εισελθης υπο την στεγην μου? αλλα μονον ειπε λογον, και θελει ιατρευθη ο δουλος μου.8 L’officier répondit: "Seigneur, qui suis-je pour que tu viennes sous mon toit? Dis un mot seulement et mon serviteur sera guéri.
9 Διοτι και εγω ειμαι ανθρωπος υπο εξουσιαν, εχων υπ' εμαυτον στρατιωτας, και λεγω προς τουτον, Υπαγε, και υπαγει, και προς αλλον, Ερχου, και ερχεται, και προς τον δουλον μου, Καμε τουτο, και καμνει.9 Moi-même j’obéis, mais j’ai aussi des soldats sous mes ordres. Quand je dis à l’un: ‘Pars!’ il part. Je dis à un autre: ‘Viens!’ et il vient. Je dis à mon serviteur: ‘Fais cela!’ et il le fait.”
10 Ακουσας δε ο Ιησους εθαυμασε και ειπε προς τους ακολουθουντας? Αληθως σας λεγω, ουδε εν τω Ισραηλ ευρον τοσαυτην πιστιν.10 Jésus l’écoutait, et il en était dans l’admiration. Alors il déclara à ceux qui l’accompagnaient: "En vérité, je vous le dis, je n’ai rencontré une telle foi chez personne en Israël.
11 Σας λεγω δε οτι πολλοι θελουσιν ελθει απο ανατολων και δυσμων και θελουσι καθησει μετα του Αβρααμ και Ισαακ και Ιακωβ εν τη βασιλεια των ουρανων,11 Je vous l’affirme: beaucoup viendront de l’orient et de l’occident et seront au festin avec Abraham, Isaac et Jacob dans le Royaume des Cieux.
12 οι δε υιοι της βασιλειας θελουσιν εκβληθη εις το σκοτος το εξωτερον? εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων.12 Et par contre, ceux pour qui était le Royaume seront jetés dehors dans les ténèbres. Là il y aura pleurs et grincements de dents.”
13 Και ειπεν ο Ιησους προς τον εκατονταρχον, Υπαγε, και ως επιστευσας, ας γεινη εις σε. Και ιατρευθη ο δουλος αυτου εν τη ωρα εκεινη.13 Alors Jésus dit à l’officier: "Va, et que tout se fasse pour toi comme tu as cru.” À l’instant même le serviteur fut guéri.
14 Και ελθων ο Ιησους εις την οικιαν του Πετρου, ειδε την πενθεραν αυτου κατακοιτον και πασχουσαν πυρετον?14 Jésus arriva à la maison de Pierre; il y trouva la belle-mère de ce dernier au lit avec de la fièvre.
15 και επιασε την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος, και εσηκωθη και υπηρετει αυτους.15 Il lui prit alors la main et la fièvre tomba. Elle se leva et se mit à leur faire le service.
16 Και οτε εγεινεν εσπερα, εφεραν προς αυτον δαιμονιζομενους πολλους, και εξεβαλε τα πνευματα με λογον και παντας τους κακως εχοντας εθεραπευσε,16 Le soir venu, on commença à lui amener des personnes qui souffraient de divers démons. D’un mot il chassa les esprits, et il guérit tous ceux qui allaient mal.
17 δια να πληρωθη το ρηθεν δια Ησαιου του προφητου, λεγοντος? Αυτος τας ασθενειας ημων ελαβε και τας νοσους εβαστασεν.17 Ainsi s’accomplissait la parole dite autrefois par le prophète Isaïe: Il a pris nos faiblesses, lui-même a porté nos maladies.
18 Ιδων δε ο Ιησους πολλους οχλους περι εαυτον, προσεταξε να αναχωρησωσιν εις το περαν.18 Comme Jésus se voyait pressé par la foule, il donna l’ordre de passer sur l’autre rive.
19 Και πλησιασας εις γραμματευς ειπε προς αυτον, Διδασκαλε, θελω σοι ακολουθησει οπου αν υπαγης.19 À ce moment-là, un expert de la Loi s’approcha pour lui dire: "Maître, je suis prêt à te suivre partout où tu iras!”
20 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αι αλωπεκες εχουσι φωλεας και τα πετεινα του ουρανου κατοικιας, ο δε Υιος του ανθρωπου δεν εχει που να κλινη την κεφαλην.20 Jésus lui répondit: "Les renards ont un terrier, les oiseaux du ciel ont un nid; mais le Fils de l’Homme n’a pas où reposer sa tête.”
21 Αλλος δε εκ των μαθητων αυτου ειπε προς αυτον? Κυριε, συγχωρησον μοι να υπαγω πρωτον και να θαψω τον πατερα μου.21 Un autre disciple de Jésus lui dit: "Seigneur, permets-moi d’abord de retourner, que je puisse enterrer mon père.”
22 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Ακολουθει μοι και αφες τους νεκρους να θαψωσι τους εαυτων νεκρους.22 Jésus lui dit: "Suis-moi, et laisse les morts enterrer leurs morts.”
23 Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, ηκολουθησαν αυτον οι μαθηται αυτου.23 Jésus monta dans la barque et ses disciples le suivirent.
24 Και ιδου, τρικυμια μεγαλη εγεινεν εν τη θαλασση, ωστε το πλοιον εσκεπαζετο υπο των κυματων? αυτος δε εκοιματο.24 Mais la mer devint de plus en plus agitée, si bien que des vagues passaient par-dessus la barque; et lui dormait.
25 Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εξυπνισαν αυτον, λεγοντες? Κυριε, σωσον ημας, χανομεθα.25 Ils s’approchent donc et le réveillent en lui disant: "Seigneur, sauve-nous, nous sommes perdus!”
26 Και λεγει προς αυτους? Δια τι εισθε δειλοι, ολιγοπιστοι; Τοτε σηκωθεις επετιμησε τους ανεμους και την θαλασσαν, και εγεινε γαληνη μεγαλη.26 Mais lui leur dit: "Comme vous êtes peureux, gens de peu de foi!” Jésus se lève alors, il rappelle à l’ordre les vents et la mer, et c’est le grand calme.
27 Οι δε ανθρωποι εθαυμασαν, λεγοντες? Οποιος ειναι ουτος, οτι και οι ανεμοι και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον;27 Les gens en étaient tout étonnés; ils disaient: "Mais que peut-il bien être? Même les vents et la mer lui obéissent!”
28 Και οτε ηλθεν εις το περαν εις την χωραν των Γεργεσηνων, υπηντησαν αυτον δυο δαιμονιζομενοι εξερχομενοι εκ των μνημειων, αγριοι καθ' υπερβολην, ωστε ουδεις ηδυνατο να περαση δια της οδου εκεινης.28 Quand Jésus atteignit le rivage, sur le territoire de Gadara, deux possédés du démon sortirent du milieu des tombes et vinrent à sa rencontre. C’étaient des hommes si sauvages que personne ne pouvait passer sur ce chemin.
29 Και ιδου, εκραξαν λεγοντες? Τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου, Υιε του Θεου; ηλθες εδω προ καιρου να μας βασανισης;29 Et voici qu’ils se mettent à crier: "Qu’est-ce que tu nous veux, fils de Dieu? Es-tu venu pour nous torturer avant l’heure?”
30 Ητο δε μακραν απ' αυτων αγελη χοιρων πολλων βοσκομενη.30 À une certaine distance il y avait un troupeau de cochons qui cherchaient leur nourriture.
31 Και οι δαιμονες παρεκαλουν αυτον, λεγοντες? Εαν μας εκβαλης, επιτρεψον εις ημας να απελθωμεν εις την αγελην των χοιρων.31 Les démons lui font alors cette demande: "Si tu veux nous mettre dehors, envoie-nous dans ce troupeau de cochons.”
32 Και ειπε προς αυτους? Υπαγετε. Και εκεινοι εξελθοντες υπηγαν εις την αγελην των χοιρων? και ιδου, ωρμησε πασα η αγελη των χοιρων κατα του κρημνου εις την θαλασσαν και απεθανον εν τοις υδασιν.32 Jésus leur dit: "Allez.” Ils sortent donc et s’en vont vers les cochons, et voilà tout le troupeau qui dévale la pente jusqu’à la mer où les bêtes se noient.
33 Οι δε βοσκοντες εφυγον και ελθοντες εις την πολιν, απηγγειλαν παντα και τα των δαιμονιζομενων.33 Les gardiens de cochons s’enfuient vers la ville et, quand ils arrivent, ils racontent l’affaire des possédés.
34 Και ιδου, πασα η πολις εξηλθεν εις συναντησιν του Ιησου, και ιδοντες αυτον παρεκαλεσαν να μεταβη απο των οριων αυτων.34 Tous les gens de la ville sortent alors de chez eux à la rencontre de Jésus et, aussitôt qu’ils le voient, ils lui demandent de quitter leur territoire.