1 Τοτε θελει ομοιωθη η βασιλεια των ουρανων με δεκα παρθενους, αιτινες λαβουσαι τας λαμπαδας αυτων εξηλθον εις απαντησιν του νυμφιου. | 1 אָז תִּדְמֶה מַלְכוּת הַשָּׁמַיִם לְעֶשֶׂר עֲלָמוֹת אֲשֶׁר לָקְחוּ אֶת־נֵרוֹתֵיהֶן וַתֵּצֶאנָה לִקְרַאת הֶחָתָן |
2 Πεντε δε εξ αυτων ησαν φρονιμοι και πεντε μωραι. | 2 חָמֵשׁ מֵהֶן הָיוּ חֲכָמוֹת וְחָמֵשׁ כְּסִילוֹת |
3 Αιτινες μωραι, λαβουσαι τας λαμπαδας αυτων, δεν ελαβον μεθ' εαυτων ελαιον? | 3 הַכְּסִילוֹת לָקְחוּ אֶת־הַנֵּרוֹת וְלֹא־לָקְחוּ עִמָּהֶן שָׁמֶן |
4 αι φρονιμοι ομως ελαβον ελαιον εν τοις αγγειοις αυτων μετα των λαμπαδων αυτων. | 4 וְהַחֲכָמוֹת לָקְחוּ שֶׁמֶן בִּכְלֵיהֶן וְאֵת נֵרוֹתֵיהֶן |
5 Και επειδη ο νυμφιος εβραδυνεν, ενυσταξαν πασαι και εκοιμωντο. | 5 וְכַאֲשֶׁר בּשֵׁשׁ הֶחָתָן לָבוֹא וַתָּנֹמְנָה כֻלָּן וַתֵּרָדַמְנָה |
6 Εν τω μεσω δε της νυκτος εγεινε κραυγη? Ιδου, ο νυμφιος ερχεται, εξελθετε εις απαντησιν αυτου. | 6 וַיְהִי בַּחֲצוֹת הַלַּיְלָה וַיִּשָּׁמַע קוֹל צְעָקָה הִנֵּה הֶחָתָן צְאֶינָה לִקְרָאתוֹ |
7 Τοτε εσηκωθησαν πασαι αι παρθενοι εκειναι και ητοιμασαν τας λαμπαδας αυτων. | 7 אָז הִתְעוֹרְרוּ כָּל־הָעֲלָמוֹת הָהֵן וַתֵּיטַבְנָה אֶת־נֵרוֹתֵיהֶן |
8 Και αι μωραι ειπον προς τας φρονιμους? Δοτε εις ημας εκ του ελαιου σας, διοτι αι λαμπαδες ημων σβυνονται. | 8 וַתֹּאמַרְנָה הַכְּסִילוֹת אֶל־הַחֲכָמוֹת תֵּנָּה לָּנוּ מִשַּׁמְנְכֶן כִּי יִכְבּוּ נֵרוֹתֵינוּ |
9 Απεκριθησαν δε αι φρονιμοι, λεγουσαι? Μηποτε δεν αρκεση εις ημας και εις εσας? οθεν υπαγετε καλλιον προς τους πωλουντας και αγορασατε εις εαυτας. | 9 וַתַּעֲנֶינָה הַחֲכָמוֹת לֵאמֹר לֹא כֵן פֶּן־יֶחְסַר לָנוּ וְלָכֶן כִּי אִם־לֵכְנָה אֶל־הַמּוֹכְרִים וּקְנֶינָה לָכֶן |
10 Ενω δε απηρχοντο δια να αγορασωσιν, ηλθεν ο νυμφιος και αι ετοιμοι εισηλθον μετ' αυτου εις τους γαμους, και εκλεισθη η θυρα. | 10 וַיְהִי בְּעֵת לֶכְתָּן לִקְנוֹת וַיָּבוֹא הֶחָתָן וְהַנְּכֹנוֹת לָלֶכֶת בָּאוּ אִתּוֹ אֶל־הַחֲתֻנָּה וַתִּסָּגֵר הַדָּלֶת |
11 Υστερον δε ερχονται και αι λοιπαι παρθενοι, λεγουσαι? Κυριε, Κυριε, ανοιξον εις ημας. | 11 וְאַחֲרֵי־כֵן בָּאוּ גַּם־שְׁאָר הָעֲלָמוֹת וַתֹּאמַרְנָה אֲדֹנֵינוּ אֲדֹנֵינוּ פְּתַח־לָנוּ |
12 Ο δε αποκριθεις ειπεν? Αληθως σας λεγω, δεν σας γνωριζω. | 12 וַיַּעַן וַיֹּאמַר אָמֵן אֹמֵר אֲנִי לָכֶן לֹא יָדַעְתִּי אֶתְכֶן |
13 Αγρυπνειτε λοιπον, διοτι δεν εξευρετε την ημεραν ουδε την ωραν, καθ' ην ο Υιος του ανθρωπου ερχεται. | 13 לָכֵן שְׁקֹדוּ כִּי אֵינְכֶם יוֹדְעִים אֶת־הַיּוֹם וְאֶת־הַשָּׁעָה אֲשֶׁר יָבֹא בָהּ בֶּן־הָאָדָם |
14 Διοτι θελει ελθει ως ανθρωπος, οστις αποδημων εκαλεσε τους δουλους αυτου και παρεδωκεν εις αυτους τα υπαρχοντα αυτου, | 14 כִּי כְּמוֹ אִישׁ נֹסֵעַ לְמֵרָחוֹק אֲשֶׁר קָרָא אֶל־עֲבָדָיו וַיִּמְסֹר לָהֶם אֶת־רְכוּשׁוֹ |
15 και εις αλλον μεν εδωκε πεντε ταλαντα, εις αλλον δε δυο, εις αλλον δε εν, εις εκαστον κατα την ιδιαν αυτου ικανοτητα, και απεδημησεν ευθυς. | 15 וַיִּתֵּן לָזֶה חָמֵשׁ כִּכָּרִים וְלָזֶה שְׁתַּיִם וְלָזֶה אֶחָת לְכָל־אִישׁ וְאִישׁ כְּפִי עֶרְכּוֹ וַיְמַהֵר וַיִּסַּע מִשָּׁם |
16 Υπηγε δε ο λαβων τα πεντε ταλαντα και εργαζομενος δι' αυτων εκαμεν αλλα πεντε ταλαντα. | 16 וַיֵּלֶךְ הָאִישׁ הַלֹּקֵחַ חָמֵשׁ כִּכָּרִים וַיִּסְחַר בָּהֶן וַיַּעַשׂ לוֹ חָמֵשׁ כִּכָּרִים אֲחֵרוֹת |
17 Ωσαυτως και ο τα δυο εκερδησε και αυτος αλλα δυο. | 17 וְכֵן הַלֹּקֵחַ שְׁתַּיִם גַּם־הוּא הִרְוִיחַ שְׁתַּיִם אֲחֵרוֹת |
18 Ο δε λαβων το εν υπηγε και εσκαψεν εις την γην και εκρυψε το αργυριον του κυριου αυτου. | 18 אַךְ לֹקֵחַ הָאַחַת הָלַךְ וַיַּחְפֹּר בָּאֲדָמָה וַיִּטְמֹן אֶת־כֶּסֶף אֲדֹנָיו |
19 Μετα δε καιρον πολυν ερχεται ο κυριος των δουλων εκεινων και θεωρει λογαριασμον μετ' αυτων. | 19 וְאַחֲרֵי יָמִים רַבִּים בָּא אֲדֹנֵי הָעֲבָדִים הָהֵם וַיַּעַשׂ חֶשְׁבּוֹן עִמָּהֶם |
20 Και ελθων ο λαβων τα πεντε ταλαντα, προσεφερεν αλλα πεντε ταλαντα, λεγων? Κυριε, πεντε ταλαντα μοι παρεδωκας? ιδου, αλλα πεντε ταλαντα εκερδησα επ' αυτοις. | 20 וַיִּגַּשׁ הַלֹּקֵחַ חֲמֵשׁ הַכִּכָּרִים וַיָּבֵא חָמֵשׁ כִּכָּרִים אֲחֵרוֹת לֵאמֹר אֲדֹנִי חָמֵשׁ כִּכָּרִים מָסַרְתָּ לִּי הִנֵּה חָמֵשׁ כִּכָּרִים אֲחֵרוֹת הִרְוַחְתִּי בָהֵן |
21 Και ειπε προς αυτον ο κυριος αυτου? Ευγε, δουλε αγαθε και πιστε? εις τα ολιγα εσταθης πιστος, επι πολλων θελω σε καταστησει? εισελθε εις την χαραν του κυριου σου. | 21 וַיֹּאמֶר אֵלָיו אֲדֹנָיו כֵּן הָעֶבֶד הַטּוֹב וְהַנֶּאֱמָן כִּי בִמְעַט נֶאֱמָן הָיִיתָ וְעַל־הַרְבֵּה אַפְקִידֶךָ בּוֹא אֶל־שִׂמְחַת אֲדֹנֶיךָ |
22 Προσελθων δε και ο λαβων τα δυο ταλαντα ειπε? Κυριε, δυο ταλαντα μοι παρεδωκας? ιδου, αλλα δυο ταλαντα εκερδησα επ' αυτοις. | 22 וַיִּגַּשׁ גַּם־לֹקֵחַ הַכִּכָּרַיִם וַיֹּאמַר אֲדֹנִי כִּכָּרַיִם מָסַרְתָּ לִי הִנֵּה כִּכָּרַיִם הִרְוַחְתִּי בָהֵן |
23 Ειπε προς αυτον ο κυριος αυτου? Ευγε, δουλε αγαθε και πιστε? εις τα ολιγα εσταθης πιστος, επι πολλων θελω σε καταστησει? εισελθε εις την χαραν του κυριου σου. | 23 וַיֹּאמֶר אֵלָיו אֲדֹנָיו הֵיטַבְתָּ הָעֶבֶד הַטּוֹב וְהַנֶּאֱמָן בַּמִּזְעָר נֶאֱמָן הָיִיתָ וְעַל־הַרְבֵּה אַפְקִידֶךָ בּוֹא אֶל־שִׂמְחַת אֲדֹנֶיךָ |
24 Προσελθων δε και ο λαβων το εν ταλαντον, ειπε? Κυριε, σε εγνωρισα οτι εισαι σκληρος ανθρωπος, θεριζων οπου δεν εσπειρας και συναγων οθεν δεν διεσκορπισας? | 24 וַיִּגַּשׁ גַּם־הַלֹּקֵחַ אֶת־הַכִּכָּר הָאַחַת וַיֹּאמַר אֲדֹנִי יְדַעְתִּיךָ כִּי־אִישׁ קָשֶׁה אַתָּה קֹצֵר בַּאֲשֶׁר לֹא זָרַעְתָּ וְכֹנֵס מֵאֲשֶׁר לֹא פִזָּרְתָּ |
25 και φοβηθεις υπηγα και εκρυψα το ταλαντον σου εν τη γη? ιδου, εχεις το σον. | 25 וָאִירָא וָאֵלֵךְ וָאֶטְמֹן אֶת־כִּכָּרְךָ בָּאֲדָמָה וְעַתָּה הֵא־לְךָ אֵת אֲשֶׁר־לָךְ |
26 Αποκριθεις δε ο κυριος αυτου, ειπε προς αυτον? Πονηρε δουλε και οκνηρε? ηξευρες οτι θεριζω οπου δεν εσπειρα και συναγω οθεν δεν διεσκορπισα? | 26 וַיַּעַן אֲדֹנָיו וַיֹּאמֶר אֵלָיו הָעֶבֶד הָרַע וְהֶעָצֵל אַתָּה יָדַעְתָּ כִּי־קֹצֵר אָנֹכִי בַּאֲשֶׁר לֹא זָרַעְתִּי וְכֹנֵס מֵאֲשֶׁר לֹא פִזָּרְתִּי |
27 επρεπε λοιπον να βαλης το αργυριον μου εις τους τραπεζιτας, και ελθων εγω ηθελον λαβει το εμον μετα τοκου. | 27 לָכֵן הָיָה עָלֶיךָ לָתֵת אֶת־כַּסְפִּי לַשֻּׁלְחָנִים וַאֲנִי בְּבוֹאִי הָיִיתִי לֹקֵחַ אֵת אֲשֶׁר־לִי בְּרִבִּית |
28 Λαβετε λοιπον απ' αυτου το ταλαντον, και δοτε εις τον εχοντα τα δεκα ταλαντα. | 28 עַל־כֵּן שְׂאוּ מִמֶּנּוּ אֵת הַכִּכָּר וּתְנוּ אֶל־הָאִישׁ אֲשֶׁר־לוֹ עֶשֶׂר הַכִּכָּרִים |
29 Διοτι εις παντα τον εχοντα θελει δοθη και περισσευθη, απο δε του μη εχοντος και εκεινο το οποιον εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου. | 29 כִּי כָל־אִישׁ אֲשֶׁר יֶשׁ־לוֹ יִנָּתֶן לוֹ וְנוֹסָף לוֹ עוֹד וְהָאִישׁ אֲשֶׁר אֵין־לוֹ גַּם אֵת אֲשֶׁר־לוֹ יֻקַּח מִמֶּנּוּ |
30 Και τον αχρειον δουλον ριψατε εις το σκοτος το εξωτερον? εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων. | 30 וְאֶת־עֶבֶד הַבְּלִיַּעַל הַשְׁלִיכוּ אֶל־הַחשֶׁךְ הַחִיצוֹן שָׁם תִּהְיֶה הַיְלָלָה וַחֲרֹק הַשִּׁנָּיִם |
31 Οταν δε ελθη ο ιος του ανθρωπου εν τη δοξη αυτου και παντες οι αγιοι αγγελοι μετ' αυτου, τοτε θελει καθησει επι του θρονου της δοξης αυτου, | 31 וְהָיָה כִּי יָבוֹא בֶּן־הָאָדָם בִּכְבוֹדוֹ וְכָל־הַמַּלְאָכִים הַקְּדוֹשִׁים עִמּוֹ וְיָשַׁב עַל־כִּסֵּא כְבוֹדוֹ |
32 και θελουσι συναχθη εμπροσθεν αυτου παντα τα εθνη, και θελει χωρισει αυτους απ' αλληλων, καθως ο ποιμην χωριζει τα προβατα απο των εριφιων, | 32 וְנֶאֶסְפוּ לְפָנָיו כָּל־הַגּוֹיִם וְהִפְרִיד בֵּינוֹתָם כַּאֲשֶׁר יַפְרִיד הָרֹעֶה אֵת הַכְּבָשִׂים מִן־הָעַתּוּדִים |
33 και θελει στησει τα μεν προβατα εκ δεξιων αυτου, τα δε εριφια εξ αριστερων. | 33 וְהִצִּיב אֶת־הַכְּבָשִׂים לִימִינוֹ וְאֵת הָעַתּוּדִים לִשְׂמֹאלוֹ |
34 Τοτε ο Βασιλευς θελει ειπει προς τους εκ δεξιων αυτου? Ελθετε οι ευλογημενοι του Πατρος μου, κληρονομησατε την ητοιμασμενην εις εσας βασιλειαν απο καταβολης κοσμου. | 34 אָז יֹאמַר הַמֶּלֶךְ אֶל־הַנִּצָּבִים לִימִינוֹ בֹּאוּ בְּרוּכֵי אָבִי וּרְשׁוּ אֶת־הַמַּלְכוּת הַמּוּכָנָה לָכֶם לְמִן־הִוָּסֵד הָעוֹלָם |
35 Διοτι επεινασα, και μοι εδωκατε να φαγω, εδιψησα, και με εποτισατε, ξενος ημην, και με εφιλοξενησατε, | 35 כִּי רָעֵב הָיִיתִי וַתַּאֲכִילֻנִי צָמֵא הָיִיתִי וַתַּשְׁקוּנִי גֵּר הָיִיתִי וַתַּאַסְפוּנִי |
36 γυμνος, και με ενεδυσατε, ησθενησα, και με επεσκεφθητε, εν φυλακη ημην, και ηλθετε προς εμε. | 36 עָרוֹם וַתְּכַסּוּנִי חוֹלֶה וַתְּבַקְּרוּנִי בְּמִשְׁמָר הָיִיתִי וַתָּבֹאוּ אֵלָי |
37 Τοτε θελουσιν αποκριθη προς αυτον οι δικαιοι, λεγοντες? Κυριε, ποτε σε ειδομεν πεινωντα και εθρεψαμεν, η διψωντα και εποτισαμεν; | 37 וְעָנוּ הַצַּדִּיקִים וְאָמְרוּ אֲדֹנֵינוּ מָתַי רְאִינוּךָ רָעֵב וַנְּכַלְכְּלֶךָ אוֹ צָמֵא וַנַּשְׁקֶה אוֹתָךְ |
38 ποτε δε σε ειδομεν ξενον και εφιλοξενησαμεν, η γυμνον και ενεδυσαμεν; | 38 וּמָתַי רְאִינוּךָ גֵר וַנְּאַסְּפֶךָּ אוֹ עָרֹם וַנְּכַסֶּךָּ |
39 ποτε δε σε ειδομεν ασθενη η εν φυλακη και ηλθομεν προς σε; | 39 וּמָתַי רְאִינוּךָ חוֹלֶה אוֹ בְּמִשְׁמָר וַנָּבֹא אֵלֶיךָ |
40 Και αποκριθεις ο Βασιλευς θελει ειπει προς αυτους? Αληθως σας λεγω, καθ' οσον εκαμετε εις ενα τουτων των αδελφων μου των ελαχιστων, εις εμε εκαμετε. | 40 וְהַמֶּלֶךְ יַעֲנֶה וְיֹאמַר אֲלֵיהֶם אָמֵן אֹמֵר אֲנִי לָכֶם מַה־שֶּׁעֲשִׂיתֶם לְאֶחָד מֵאַחַי הַצְּעִירִים הָאֵלֶּה לִי עֲשִׂיתֶם |
41 Τοτε θελει ειπει και προς τους εξ αριστερων? Υπαγετε απ' εμου οι κατηραμενοι εις το πυρ το αιωνιον, το ητοιμασμενον δια τον διαβολον και τους αγγελους αυτου. | 41 וְאָז יֹאמַר גַּם אֶל־הַנִּצָּבִים לִשְׂמֹאלוֹ לְכוּ מֵעָלַי אַתֶּם הָאֲרוּרִים אֶל־אֵשׁ עוֹלָם הַמּוּכָנָה לַשָּׂטָן וּלְמַלְאָכָיו |
42 Διοτι επεινασα, και δεν μοι εδωκατε να φαγω, εδιψησα, και δεν με εποτισατε, | 42 כִּי רָעֵב הָיִיתִי וְלֹא הַאֲכַלְתֶּם אוֹתִי צָמֵא הָיִיתִי וְלֹא הִשְׁקִיתֶם אוֹתִי |
43 ξενος ημην, και δεν με εφιλοξενησατε, γυμνος, και δεν με ενεδυσατε, ασθενης και εν φυλακη, και δεν με επεσκεφθητε. | 43 גֵּר הָיִיתִי וְלֹא אֲסַפְתֶּם אוֹתִי עָרוֹם וְלֹא כִסִּיתֶם אוֹתִי חוֹלֶה וּבְמִשְׁמָר וְלֹא בִקַּרְתֶּם אוֹתִי |
44 Τοτε θελουσιν αποκριθη προς αυτον και αυτοι, λεγοντες? Κυριε, ποτε σε ειδομεν πεινωντα η διψωντα η ξενον η γυμνον η ασθενη η εν φυλακη, και δεν σε υπηρετησαμεν; | 44 וְעָנוּ גַם־הֵם וְאָמְרוּ אֲדֹנֵינוּ מָתַי רְאִינוּךָ רָעֵב אוֹ צָמֵא אוֹ גֵר אוֹ עָרוֹם אוֹ חוֹלֶה אוֹ בְּמִשְׁמָר וְלֹא שֵׁרַתְנוּךָ |
45 Τοτε θελει αποκριθη προς αυτους, λεγων? Αληθως σας λεγω, καθ' οσον δεν εκαμετε εις ενα τουτων των ελαχιστων, ουδε εις εμε εκαμετε. | 45 אָז יַעֲנֶה אֹתָם לֵאמֹר אָמֵן אֹמֵר אֲנִי לָכֶם מַה־שֶּׁלֹּא עֲשִׂיתֶם לְאֶחָד מִן הַצְּעִירִים הָאֵלֶּה גַּם־לִי לֹא עֲשִׂיתֶם |
46 Και θελουσιν απελθει ουτοι μεν εις κολασιν αιωνιον, οι δε δικαιοι εις ζωην αιωνιον. | 46 וְיֵלְכוּ אֵלֶּה לְמַעֲצֵבַת עוֹלָם וְהַצַּדִּיקִים לְחַיֵּי עוֹלָם |