1 Και απεκριθη Βιλδαδ ο Σαυχιτης και ειπεν? | 1 Bildad de Chouah prit la parole et dit: |
2 Εως ποτε θελεις λαλει ταυτα; και οι λογοι του στοματος σου θελουσιν εισθαι ως ανεμος σφοδρος; | 2 Jusqu’à quand vas-tu prolonger ce discours, et ces paroles, comme un vent qui n’en finit pas? |
3 Μηπως ο Θεος ανατρεπει την κρισιν; η ο Παντοδυναμος ανατρεπει το δικαιον; | 3 Dieu est-il capable de tourner la justice? Le Tout-Puissant fausserait-il le droit? |
4 Εαν οι υιοι σου ημαρτησαν εις αυτον, παρεδωκεν αυτους εις την χειρα της ανομιας αυτων. | 4 Si tes fils ont péché contre lui, il les a fait payer pour leurs fautes. |
5 Εαν συ ηθελες ζητησει τον Θεον πρωι, και ηθελες δεηθη του Παντοδυναμου? | 5 Mais si toi tu as recours à Dieu, si tu implores le Tout-Puissant, |
6 εαν ησο καθαρος και ευθυς, βεβαιως τωρα ηθελεν εγερθη δια σε, και ηθελεν ευτυχει η κατοικια της δικαιοσυνης σου. | 6 si toi, tu es pur et droit, aussitôt il prendra soin de toi pour te mettre en la demeure que mérite ta droiture. |
7 Και αν η αρχη σου ητο μικρα, τα υστερα σου ομως ηθελον μεγαλυνθη σφοδρα. | 7 Le passé te semblera peu de chose tant l’avenir sera meilleur. |
8 Επειδη ερωτησον, παρακαλω, περι των προτερων γενεων, και ερευνησον ακριβως περι των πατερων αυτων? | 8 Demande à l’ancienne génération, et remonte à l’expérience de leurs pères. |
9 διοτι ημεις ειμεθα χθεσινοι, και δεν εξευρομεν ουδεν, επειδη αι ημεραι ημων επι της γης ειναι σκια? | 9 Car nous sommes nés d’hier et ne savons guère, nos jours passent sur terre comme une ombre. |
10 δεν θελουσι σε διδαξει αυτοι, και σοι ειπει και προφερει λογους εκ της καρδιας αυτων; | 10 Mais eux peuvent t’instruire et te parler, et ces quelques mots te diront ce qu’ils sentent: |
11 Θαλλει ο παπυρος ανευ πηλου; αυξανει ο σχοινος ανευ υδατος; | 11 “Le papyrus va-t-il pousser hors des marais? Le roseau se développera-t-il sans eau? |
12 Ενω ειναι ετι πρασινος και αθεριστος, ξηραινεται προ παντος χορτου. | 12 Même vert, avant qu’on le coupe avant toute autre plante il se déssèche”. |
13 Ουτως ειναι αι οδοι παντων των λησμονουντων τον Θεον? και η ελπις του υποκριτου θελει χαθη? | 13 C’est ainsi que termine celui qui oublie Dieu, et que se perdent les espoirs de l’impie. |
14 η ελπις αυτου θελει κοπη, και το θαρρος αυτου θελει εισθαι ιστος αραχνης. | 14 Sa confiance s’accrochait à un fil, il faisait fond sur une toile d’araignée. |
15 Θελει επιστηριχθη επι την οικιαν αυτου, πλην αυτη δεν θελει σταθη? θελει κρατησει αυτην, πλην δεν θελει ανορθωθη. | 15 Il s’appuie sur sa maison, et elle cède, il s’y accroche: elle s’écroule. |
16 Ειναι χλωρος εμπροσθεν του ηλιου, και ο κλαδος αυτου απλονεται εις τον κηπον αυτου. | 16 Il était plein de vigueur au soleil et couvrait le jardin de ses jeunes pousses: |
17 Αι ριζαι αυτου περιπλεκονται εις τον σωρον των λιθων, και εκλεγει τον πετρωδη τοπον. | 17 ses racines serpentaient sur la pente, elles s’accrochaient entre les roches. |
18 Εαν εξαλειφθη απο του τοπου αυτου, τοτε θελει αρνηθη αυτον, λεγων, Δεν σε ειδον. | 18 À peine l’as-tu arraché de sa place, elle le renie: “Je ne t’ai jamais vu!” |
19 Ιδου, αυτη ειναι η χαρα της οδου αυτου, και εκ του χωματος αλλοι θελουσι αναβλαστησει. | 19 Le voilà pourrissant sur le chemin: un autre bientôt est sorti du sol. |
20 Ιδου, ο Θεος δεν θελει απορριψει τον αμεμπτον, ουδε θελει πιασει την χειρα των κακοποιων? | 20 Non! Dieu ne méprise pas celui qui est parfait, pas plus qu’il ne soutient ceux qui sont malfaisants. |
21 εωσου γεμιση το στομα σου απο γελωτος, και τα χειλη σου αλαλαγμου. | 21 Il remplira encore ta bouche de rires, et mettra sur tes lèvres les cris de joie. |
22 Οι μισουντες σε θελουσιν ενδυθη αισχυνην? και η κατοικια των ασεβων δεν θελει υπαρχει. | 22 Tes ennemis seront couverts de honte, et l’on ne verra plus la demeure des méchants. |