Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 24


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Επειδη οι καιροι δεν ειναι κεκρυμμενοι απο του Παντοδυναμου, δια τι οι γνωριζοντες αυτον δεν βλεπουσι τας ημερας αυτου;1 Nincsenek az idők elrejtve a Mindenható elől, de akik ismerik őt, nem tudják ítélete napjait.
2 Μετακινουσιν ορια? αρπαζουσι ποιμνια και ποιμαινουσιν?2 Vannak, akik odébb tolják a határokat, elrabolnak nyájakat, hogy legeltessék azokat;
3 αφαιρουσι την ονον των ορφανων? λαμβανουσι τον βουν της χηρας εις ενεχυρον?3 elhajtják az árvák szamarát, zálogul elveszik az özvegy marháját,
4 εξωθουσι τους ενδεεις απο της οδου? οι πτωχοι της γης ομου κρυπτονται.4 lelökik a szegényt az útról s elnyomják a föld nyomorultjait mind.
5 Ιδου, ως αγριοι ονοι εν τη ερημω, εξερχονται εις τα εργα αυτων εγειρομενοι πρωι δια αρπαγην? η ερημος διδει τροφην δι' αυτους και δια τα τεκνα αυτων.5 Mások, mint a vadszamár a vadonban, úgy mehetnek dolgukra, leshetik a prédát, s a puszta nyújt élelmet gyermekeiknek,
6 Θεριζουσιν αγρον μη οντα εαυτων, και τρυγωσιν αμπελον αδικιας.6 más mezején kell aratniuk, s a gonosz szőlőjében szüretelniük,
7 Καμνουσι τους γυμνους να νυκτερευωσιν ανευ ιματιου, και δεν εχουσι σκεπασμα εις το ψυχος.7 mezítelenül, ruha nélkül hálnak, és nincs a hidegben takarójuk.
8 Υγραινονται εκ των βροχων των ορεων και εναγκαλιζονται τον βραχον, μη εχοντες καταφυγιον.8 Áznak a hegyi záporoktól, minthogy nincs födelük, a sziklához simulnak.
9 Εκεινοι αρπαζουσι τον ορφανον απο του μαστου, και λαμβανουσιν ενεχυρον παρα του πτωχου?9 Erőszakot tesznek, kifosztják az árvát, megrabolják a szegény népet.
10 καμνουσιν αυτον να υπαγη γυμνος ανευ ιματιου, και οι βασταζοντες τα χειροβολα μενουσι πεινωντες.10 Ezek pedig mezítelenül, ruha nélkül járnak s éhesen hordják a kévéket,
11 Οι εκπιεζοντες το ελαιον εντος των τοιχων αυτων και πατουντες τους ληνους αυτων, διψωσιν.11 falaik között olajat sajtolnak, taposnak a sajtóban és mellette szomjaznak,
12 Ανθρωποι στεναζουσιν εκ της πολεως, και η ψυχη των πεπληγωμενων βοα? αλλ' ο Θεος δεν επιθετει εις αυτους αφροσυνην.12 a városban halálra váltak nyögnek, feljajdul a megsebzettek lelke, de Isten nem ügyel könyörgésükre.
13 Ουτοι ειναι εκ των ανθισταμενων εις το φως? δεν γνωριζουσι τας οδους αυτου, και δεν μενουσιν εν ταις τριβοις αυτου.13 Ezek a fény ellen lázadozók, akik nem ismerik az ő útjait, és nem járnak ösvényein:
14 Ο φονευς εγειρομενος την αυγην φονευει τον πτωχον και τον ενδεη, την δε νυκτα γινεται ως κλεπτης.14 reggeli szürkületben kel a gyilkos, megöli a szegényt és a nyomorgót, éjjel pedig elmegy tolvajnak.
15 Ο οφθαλμος ομοιως του μοιχου παραφυλαττει το νυκτωμα, λεγων, Οφθαλμος δεν θελει με ιδει? και καλυπτει το προσωπον αυτου.15 A házasságtörő szeme az alkonyatot lesi, és mondja: ‘Nem lát senki szeme, s az elleplezi az arcot.’
16 Εν τω σκοτει διατρυπωσι τας οικιας, τας οποιας την ημεραν εσημειωσαν δι' εαυτους. Δεν γνωριζουσι φως?16 Betörnek a sötétben a házakba, amelyeket nappal megjelöltek maguknak, és nem akarnak napvilágról tudni.
17 διοτι η αυγη ειναι εις παντας αυτους σκια θανατου? εαν τις γνωριση αυτους, ειναι τρομοι σκιας θανατου.17 Ha hirtelen feltűnik a hajnal, halál árnyékának vélik, a sötétben pedig úgy járnak, mintha nappal lenne.
18 Ειναι ελαφροι επι το προσωπον των υδατων? η μερις αυτων ειναι κατηραμενη επι της γης? δεν βλεπουσι την οδον των αμπελων.18 ‘Könnyű az a víz színén. Átkozott a birtokrésze a földön, szüretelő nem veszi útját a szőlője felé.
19 Η ξηρασια και η θερμοτης αρπαζουσι τα υδατα της χιονος, ο δε ταφος τους αμαρτωλους.19 Szárazság és hőség eltünteti a hó vizét, az alvilág pedig a bűnösöket.
20 Η μητρα θελει λησμονησει αυτους? ο σκωληξ θελει βοσκεσθαι επ' αυτους? δεν θελουσιν ελθει πλεον εις ενθυμησιν? και η αδικια θελει συντριφθη ως ξυλον.20 Az anyaöl megfeledkezik róla, férgek az ő finom falatja; nem marad emlékezetben, összetörik, mint a gyümölcstelen fát.
21 Κακοποιουσι την στειραν την ατεκνον? και δεν αγαθοποιουσι την χηραν?21 Magtalannal barátkozik, aki nem szül, és nem tesz jót az özveggyel.
22 και κατακρατουσι τους δυνατους δια της δυναμεως αυτων? εγειρονται, και δεν ειναι ουδεις ασφαλης εν τη ζωη αυτου.22 Lerántja a hatalmasokat erejével, de amikor áll, sem biztos életében.
23 Εδωκε μεν ο Θεος εις αυτους ασφαλειαν και αναπαυονται? ομως οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους αυτων.23 Isten alkalmat ad neki bűnbánatra, de ő kevélyen visszaél vele; szeme azonban az ő útjain van.
24 Υψονονται ολιγον καιρον και δεν υπαρχουσι, και καταβαλλονται ως παντες? σηκονονται εκ του μεσου και αποκοπτονται ως η κεφαλη των ασταχυων?24 Kimagaslanak egy időre, de nem lesznek állandók, lehajtják és letépik őket, mint a többit, és levágják, mint a kalász fejét.’
25 και εαν τωρα δεν ηναι ουτω, τις θελει με διαψευσει και εξουθενισει τους λογους μου;25 Talán nincs ez így? Ki hazudtol meg engem? és ki veszi semmibe szavamat?«