1 Επειδη οι καιροι δεν ειναι κεκρυμμενοι απο του Παντοδυναμου, δια τι οι γνωριζοντες αυτον δεν βλεπουσι τας ημερας αυτου; | 1 Nincsenek az idők elrejtve a Mindenható elől, de akik ismerik őt, nem tudják ítélete napjait. |
2 Μετακινουσιν ορια? αρπαζουσι ποιμνια και ποιμαινουσιν? | 2 Vannak, akik odébb tolják a határokat, elrabolnak nyájakat, hogy legeltessék azokat; |
3 αφαιρουσι την ονον των ορφανων? λαμβανουσι τον βουν της χηρας εις ενεχυρον? | 3 elhajtják az árvák szamarát, zálogul elveszik az özvegy marháját, |
4 εξωθουσι τους ενδεεις απο της οδου? οι πτωχοι της γης ομου κρυπτονται. | 4 lelökik a szegényt az útról s elnyomják a föld nyomorultjait mind. |
5 Ιδου, ως αγριοι ονοι εν τη ερημω, εξερχονται εις τα εργα αυτων εγειρομενοι πρωι δια αρπαγην? η ερημος διδει τροφην δι' αυτους και δια τα τεκνα αυτων. | 5 Mások, mint a vadszamár a vadonban, úgy mehetnek dolgukra, leshetik a prédát, s a puszta nyújt élelmet gyermekeiknek, |
6 Θεριζουσιν αγρον μη οντα εαυτων, και τρυγωσιν αμπελον αδικιας. | 6 más mezején kell aratniuk, s a gonosz szőlőjében szüretelniük, |
7 Καμνουσι τους γυμνους να νυκτερευωσιν ανευ ιματιου, και δεν εχουσι σκεπασμα εις το ψυχος. | 7 mezítelenül, ruha nélkül hálnak, és nincs a hidegben takarójuk. |
8 Υγραινονται εκ των βροχων των ορεων και εναγκαλιζονται τον βραχον, μη εχοντες καταφυγιον. | 8 Áznak a hegyi záporoktól, minthogy nincs födelük, a sziklához simulnak. |
9 Εκεινοι αρπαζουσι τον ορφανον απο του μαστου, και λαμβανουσιν ενεχυρον παρα του πτωχου? | 9 Erőszakot tesznek, kifosztják az árvát, megrabolják a szegény népet. |
10 καμνουσιν αυτον να υπαγη γυμνος ανευ ιματιου, και οι βασταζοντες τα χειροβολα μενουσι πεινωντες. | 10 Ezek pedig mezítelenül, ruha nélkül járnak s éhesen hordják a kévéket, |
11 Οι εκπιεζοντες το ελαιον εντος των τοιχων αυτων και πατουντες τους ληνους αυτων, διψωσιν. | 11 falaik között olajat sajtolnak, taposnak a sajtóban és mellette szomjaznak, |
12 Ανθρωποι στεναζουσιν εκ της πολεως, και η ψυχη των πεπληγωμενων βοα? αλλ' ο Θεος δεν επιθετει εις αυτους αφροσυνην. | 12 a városban halálra váltak nyögnek, feljajdul a megsebzettek lelke, de Isten nem ügyel könyörgésükre. |
13 Ουτοι ειναι εκ των ανθισταμενων εις το φως? δεν γνωριζουσι τας οδους αυτου, και δεν μενουσιν εν ταις τριβοις αυτου. | 13 Ezek a fény ellen lázadozók, akik nem ismerik az ő útjait, és nem járnak ösvényein: |
14 Ο φονευς εγειρομενος την αυγην φονευει τον πτωχον και τον ενδεη, την δε νυκτα γινεται ως κλεπτης. | 14 reggeli szürkületben kel a gyilkos, megöli a szegényt és a nyomorgót, éjjel pedig elmegy tolvajnak. |
15 Ο οφθαλμος ομοιως του μοιχου παραφυλαττει το νυκτωμα, λεγων, Οφθαλμος δεν θελει με ιδει? και καλυπτει το προσωπον αυτου. | 15 A házasságtörő szeme az alkonyatot lesi, és mondja: ‘Nem lát senki szeme, s az elleplezi az arcot.’ |
16 Εν τω σκοτει διατρυπωσι τας οικιας, τας οποιας την ημεραν εσημειωσαν δι' εαυτους. Δεν γνωριζουσι φως? | 16 Betörnek a sötétben a házakba, amelyeket nappal megjelöltek maguknak, és nem akarnak napvilágról tudni. |
17 διοτι η αυγη ειναι εις παντας αυτους σκια θανατου? εαν τις γνωριση αυτους, ειναι τρομοι σκιας θανατου. | 17 Ha hirtelen feltűnik a hajnal, halál árnyékának vélik, a sötétben pedig úgy járnak, mintha nappal lenne. |
18 Ειναι ελαφροι επι το προσωπον των υδατων? η μερις αυτων ειναι κατηραμενη επι της γης? δεν βλεπουσι την οδον των αμπελων. | 18 ‘Könnyű az a víz színén. Átkozott a birtokrésze a földön, szüretelő nem veszi útját a szőlője felé. |
19 Η ξηρασια και η θερμοτης αρπαζουσι τα υδατα της χιονος, ο δε ταφος τους αμαρτωλους. | 19 Szárazság és hőség eltünteti a hó vizét, az alvilág pedig a bűnösöket. |
20 Η μητρα θελει λησμονησει αυτους? ο σκωληξ θελει βοσκεσθαι επ' αυτους? δεν θελουσιν ελθει πλεον εις ενθυμησιν? και η αδικια θελει συντριφθη ως ξυλον. | 20 Az anyaöl megfeledkezik róla, férgek az ő finom falatja; nem marad emlékezetben, összetörik, mint a gyümölcstelen fát. |
21 Κακοποιουσι την στειραν την ατεκνον? και δεν αγαθοποιουσι την χηραν? | 21 Magtalannal barátkozik, aki nem szül, és nem tesz jót az özveggyel. |
22 και κατακρατουσι τους δυνατους δια της δυναμεως αυτων? εγειρονται, και δεν ειναι ουδεις ασφαλης εν τη ζωη αυτου. | 22 Lerántja a hatalmasokat erejével, de amikor áll, sem biztos életében. |
23 Εδωκε μεν ο Θεος εις αυτους ασφαλειαν και αναπαυονται? ομως οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους αυτων. | 23 Isten alkalmat ad neki bűnbánatra, de ő kevélyen visszaél vele; szeme azonban az ő útjain van. |
24 Υψονονται ολιγον καιρον και δεν υπαρχουσι, και καταβαλλονται ως παντες? σηκονονται εκ του μεσου και αποκοπτονται ως η κεφαλη των ασταχυων? | 24 Kimagaslanak egy időre, de nem lesznek állandók, lehajtják és letépik őket, mint a többit, és levágják, mint a kalász fejét.’ |
25 και εαν τωρα δεν ηναι ουτω, τις θελει με διαψευσει και εξουθενισει τους λογους μου; | 25 Talán nincs ez így? Ki hazudtol meg engem? és ki veszi semmibe szavamat?« |