Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 21


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Μετα δε ταυτα τα πραγματα Ναβουθαι ο Ιεζραηλιτης ειχεν αμπελωνα εν Ιεζραελ, πλησιον του παλατιου του Αχααβ βασιλεως της Σαμαρειας.1 Nabot de Yizréel avait une vigne juste à côté du palais d’Akab, roi de Samarie.
2 Και ελαλησεν ο Αχααβ προς τον Ναβουθαι, λεγων, Δος μοι τον αμπελωνα σου, δια να εχω αυτον κηπον λαχανων, επειδη ειναι πλησιον του οικου μου? και θελω σοι δωσει αντ' αυτου αμπελωνα καλητερον παρ' αυτου? η, αν ηναι αρεστον εις σε, θελω σοι δωσει το αντιτιμον αυτου εις αργυριον.2 Akab dit à Nabot: “Ta vigne est à côté de mon palais, donne-la moi pour que j’en fasse un jardin potager. À la place je te donnerai une vigne meilleure, ou si tu préfères, je te la paierai au prix qu’elle vaut.”
3 Ο δε Ναβουθαι ειπε προς τον Αχααβ, Μη γενοιτο εις εμε παρα Θεου, να δωσω την κληρονομιαν των πατερων μου εις σε.3 Nabot répondit à Akab: “Que Yahvé me garde d’abandonner l’héritage de mes pères!”
4 Και ηλθεν ο Αχααβ εις τον οικον αυτου σκυθρωπος και δυσηρεστημενος δια τον λογον, τον οποιον ελαλησε προς αυτον Ναβουβαι ο Ιεζραηλιτης, ειπων, Δεν θελω σοι δωσει την κληρονομιαν των πατερων μου. Και επλαγιασεν επι της κλινης αυτου και απεστρεψε το προσωπον αυτου και δεν εφαγεν αρτον.4 Akab rentra chez lui découragé et de très mauvaise humeur pour cette réponse de Nabot de Yizréel: “Je ne céderai pas l’héritage de mes pères.” Il se coucha sur son lit, tourna la tête contre le mur et refusa de manger.
5 Και ηλθε προς αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου και ειπε προς αυτον, Δια τι το πνευμα σου ειναι περιλυπον, ωστε δεν τρωγεις αρτον;5 Jézabel, sa femme, vint le trouver et lui dit: “Pourquoi fais-tu cette tête-là? Pourquoi ne manges-tu pas?”
6 Ο δε ειπε προς αυτην, Επειδη ελαλησα προς Ναβουθαι τον Ιεζραηλιτην, και ειπα προς αυτον, Δος μοι τον αμπελωνα σου δι' αργυριου? η, αν αγαπας, θελω σοι δωσει αλλον αμπελωνα αντ' αυτου. και εκεινος απεκριθη, Δεν θελω σοι δωσει τον αμπελωνα μου.6 Il lui répondit: “Je viens de dire à Nabot de Yizréel: Donne-moi ta vigne, je te la paierai ou, si tu préfères, je t’en donnerai une autre à la place. Mais il m’a répondu: je ne te donnerai pas ma vigne.”
7 Και ειπε προς αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου, Συ τωρα βασιλευεις επι τον Ισραηλ; σηκωθητι, φαγε αρτον, και ας ηναι ευθυμος η καρδια σου? εγω θελω σοι δωσει τον αμπελωνα Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου.7 Alors sa femme Jézabel lui dit: “Te voilà bien là, roi d’Israël! Allez! Lève-toi, mange et cesse de faire cette tête. Je te donnerai, moi, la vigne de Nabot de Yizréel.”
8 Τοτε εγραψεν επιστολας εν ονοματι του Αχααβ και εσφραγισε δια της σφραγιδος αυτου, και απεστειλε τας επιστολας προς τους πρεσβυτερους και προς τους αρχοντας, τους οντας εν τη πολει αυτου, τους κατοικουντας μετα του Ναβουβαι.8 Elle écrivit au nom du roi une lettre qu’elle scella avec le cachet du roi, elle l’envoya aux anciens et aux chefs de la ville, les voisins de Nabot.
9 Και εγραφεν εν ταις επιστολαις, λεγουσα, Κηρυξατε νηστειαν και καθισατε τον Ναβουθαι επι κεφαλης του λαου?9 Voici ce que disait cette lettre: “Proclamez un jeûne et placez Nabot face au peuple.
10 και παρακαθισατε δυο ανδρας κακους αντικρυ αυτου, και ας μαρτυρησωσι κατ' αυτου, λεγοντες, Συ εβλασφημησας τον Θεον και τον βασιλεα? και εκβαλετε αυτον και λιθοβολησατε αυτον, και ας αποθανη.10 Vous trouverez bien deux vauriens pour lui lancer cette accusation: Tu as maudit Dieu et le roi! Alors vous le ferez sortir et vous le tuerez à coups de pierres.”
11 Και εκαμον οι ανδρες της πολεως αυτου, οι πρεσβυτεροι και οι αρχοντες οι κατοικουντες εν τη πολει αυτου, καθως εμηνυσε προς αυτους η Ιεζαβελ, κατα το γεγραμμενον εν ταις επιστολαις τας οποιας εστειλε προς αυτους.11 Les gens de la ville, les anciens et les chefs qui habitaient avec Nabot, firent ce que Jézabel demandait dans la lettre qu’elle leur avait envoyée.
12 Εκηρυξαν νηστειαν και εκαθησαν τον Ναβουθαι επι κεφαλης του λαου?12 Ils proclamèrent un jeûne et ils placèrent Nabot face au peuple.
13 και εισηλθον δυο ανδρες κακοι και εκαθισαν αντικρυ αυτου? και εμαρτυρησαν οι ανδρες οι κακοι κατ' αυτου, κατα του Ναβουθαι, ενωπιον του λαου, λεγοντες, Ο Ναβουθαι εβλασφημησε τον Θεον και τον βασιλεα. Τοτε εξεβαλον αυτον εξω της πολεως και ελιθοβολησαν αυτον με λιθους, και απεθανε.13 Alors arrivèrent les deux vauriens, ils se placèrent devant Nabot pour témoigner contre lui et devant tout le peuple ils dirent: “Nabot a maudit Dieu et le roi!” On le fit sortir hors de la ville et on le lapida. Et Nabot mourut.
14 Και απεστειλαν προς την Ιεζαβελ, λεγοντες, Ο Ναβουβαι ελιθοβοληθη και απεθανε.14 On le fit savoir à Jézabel: “Nabot a été tué à coups de pierres.”
15 Και ως ηκουσεν η Ιεζαβελ οτι ο Ναβουβαι ελιθοβοληθη και απεθανεν, ειπεν η Ιεζαβελ προς τον Αχααβ, Σηκωθητι, κληρονομησον τον αμπελωνα Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου, τον οποιον δεν ηθελε να σοι δωση δι' αργυριου? διοτι ο Ναβουθαι δεν ζη αλλ' απεθανε.15 Dès que Jézabel apprit la mort de Nabot, elle dit à Akab: “Lève-toi, prends la vigne de Nabot de Yizréel, celui qui ne voulait pas te la donner pour son prix; il n’y a plus de Nabot, car Nabot est mort.”
16 Και ως ηκουσεν ο Αχααβ οτι ο Ναβουθαι απεθανεν, εσηκωθη ο Αχααβ να καταβη εις τον αμπελωνα του Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου, δια να κληρονομηση αυτον.16 Lorsque Akab entendit que Nabot était mort, il se leva pour descendre à Yizréel et il prit possession de la vigne de Nabot.
17 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς Ηλιαν τον Θεσβιτην, λεγων,17 Mais la parole de Yahvé fut adressée à Élie de Tichbé:
18 Σηκωθητι, καταβα εις συναντησιν του Αχααβ, βασιλεως του Ισραηλ, οστις κατοικει εν Σαμαρεια? ιδου, εν τω αμπελωνι του Ναβουθαι ειναι, οπου κατεβη δια να κληρονομηση αυτον?18 “Lève-toi, descends à la rencontre d’Akab roi d’Israël. Il est en ce moment à Samarie, il est allé à la vigne de Nabot pour en prendre possession.
19 και θελεις λαλησει προς αυτον, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? Εφονευσας και ετι εκληρονομησας; Και θελεις λαλησει προς αυτον, λεγων, ουτω λεγει Κυριος? Εν τω τοπω, οπου οι κυνες εγλειψαν το αιμα του Ναβουθαι, θελουσι γλειψει οι κυνες το αιμα σου, ναι, σου.19 Tu lui diras cette parole de Yahvé: Tu assassines, et ensuite tu prends l’héritage! Écoute donc ceci: là où les chiens ont léché le sang de Nabot, les chiens lécheront aussi ton propre sang.”
20 Και ειπεν ο Αχααβ προς τον Ηλιαν, Με ευρηκας, εχθρε μου; Και απεκριθη, Σε ευρηκα? διοτι επωλησας σεαυτον εις το να πραττης το πονηρον ενωπιον του Κυριου.20 Akab dit à Élie: “Te voilà! mon ennemi m’a surpris!” Élie répondit: “Oui, je t’ai surpris, car tu t’es vendu pour faire ce qui est mal aux yeux de Yahvé.
21 Ιδου, λεγει Κυριος, Εγω θελω φερει κακον επι σε, και θελω σαρωσει κατοπιν σου και εξολοθρευσει του Αχααβ τον ουρουντα προς τον τοιχον και τον πεφυλαγμενον και τον αφειμενον μεταξυ του Ισραηλ?21 Aussi vais-je faire venir le malheur sur toi. Je balaierai derrière toi, je ferai disparaître tous les mâles de la maison d’Akab, qu’ils soient esclaves ou hommes libres en Israël.
22 και θελω καταστησει τον οικον σου ως τον οικον του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ, και ως τον οικον του Βαασα υιου του Αχια, δια τον παροργισμον τον οποιον με παρωργιαας, και εκαμες τον Ισραηλ να αμαρτηση.22 Puisque tu m’as mis en colère et que tu as fait pécher Israël, je rendrai ta maison semblable à la maison de Jéroboam, fils de Nabat, et à la maison de Bacha, fils d’Ahiya.”
23 Και περι της Ιεζαβελ ετι ελαλησεν ο Κυριος, λεγων, Οι κυνες θελουσι καταφαγει την Ιεζαβελ πλησιον του προτειχισματος της Ιεζραελ?23 Il y eut aussi une parole de Yahvé au sujet de Jézabel: “Les chiens mangeront Jézabel au pied du mur de Yizréel.
24 οστις εκ του Αχααβ αποθανη εν τη πολει, οι κυνες θελουσι καταφαγει αυτον? και οστις αποθανη εν τω αγρω, τα πετεινα του ουρανου θελουσι καταφαγει αυτον.24 Celui de la maison d’Akab qui mourra dans la ville sera dévoré par les chiens, et celui qui mourra dans la campagne sera mangé par les oiseaux du ciel.”
25 Ουδεις τωοντι δεν εσταθη ομοιος του Αχααβ, οστις επωλησεν εαυτον εις το να πραττη πονηρα ενωπιον του Κυριου, οπως εκινει αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου.25 Il ne s’est trouvé vraiment personne comme Akab pour se vendre et faire ce qui est mal aux yeux de Yahvé; il faut dire que sa femme Jézabel l’y entraînait.
26 Και επραξε βδελυρα σφοδρα ακολουθων τα ειδωλα, κατα παντα οσα επραττον οι Αμορραιοι, τους οποιους ο Κυριος εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.26 Il s’est conduit de façon épouvantable, il a servi les idoles comme le faisaient les Amorites que Yahvé avait chassés devant les Israélites.
27 Ως δε ηκουσεν ο Αχααβ τους λογους τουτους, διερρηξε τα ιματια αυτου και εβαλε σακκον επι την σαρκα αυτου και ενηστευσε, και εκοιτετο περιτετυλιγμενος σακκον και εβαδιζε κεκυφως.27 En entendant les paroles d’Élie, Akab déchira ses vêtements, il s’habilla avec un sac et jeûna; il dormait avec son sac et marchait lentement.
28 Ηλθε δε ο λογος του Κυριου προς Ηλιαν τον Θεσβιτην, λεγων,28 Alors la parole de Yahvé fut adressée à Élie de Tichbé:
29 Ειδες πως εταπεινωθη ο Αχααβ ενωπιον μου; επειδη εταπεινωθη ενωπιον μου, δεν θελω φερει το κακον εν ταις ημεραις αυτου? εν ταις ημεραις του υιου αυτου θελω φερει το κακον επι τον οικον αυτου.29 “As-tu remarqué comment Akab a fait pénitence devant moi? Puisqu’il a fait pénitence devant moi, je ne ferai pas venir le malheur durant sa vie, je le ferai venir sur sa maison durant la vie de son fils.”