Salmi 18
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 1974 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 'Al maestro del coro. Di Davide, servo del Signore, che rivolse al Signore le parole di questo canto, quando il Signore lo liberò dal potere di tutti i suoi nemici, | 1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ δουλου του Κυριου, οστις ελαλησε προς τον Κυριον τους λογους της ωδης ταυτης, καθ' ην ημεραν ηλευθερωσεν αυτον ο Κυριος εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ της χειρος του Σαουλ? και ειπε,>> Θελω σε αγαπα, Κυριε, η ισχυς μου. |
2 e dalla mano di Saul. Disse dunque:' Ti amo, Signore, mia forza, | 2 Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου? Θεος μου, βραχος μου? επ' αυτον θελω ελπιζει? η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου? υψηλος πυργος μου. |
3 Signore, mia roccia, mia fortezza, mio liberatore; mio Dio, mia rupe, in cui trovo riparo; mio scudo e baluardo, mia potente salvezza. | 3 Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη. |
4 Invoco il Signore, degno di lode, e sarò salvato dai miei nemici. | 4 Πονοι θανατου με περιεκυκλωσαν, και χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν? |
5 Mi circondavano flutti di morte, mi travolgevano torrenti impetuosi; | 5 Πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, παγιδες θανατου με εφθασαν. |
6 già mi avvolgevano i lacci degli inferi, già mi stringevano agguati mortali. | 6 Εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα. Ηκουσεν εκ του ναου αυτου της φωνης μου, και η κραυγη μου ηλθεν ενωπιον αυτου εις τα ωτα αυτου. |
7 Nel mio affanno invocai il Signore, nell'angoscia gridai al mio Dio: dal suo tempio ascoltò la mia voce, al suo orecchio pervenne il mio grido. | 7 Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη, και τα θεμελια των ορεων εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη. |
8 La terra tremò e si scosse; vacillarono le fondamenta dei monti, si scossero perché egli era sdegnato. | 8 Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου? ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου. |
9 Dalle sue narici saliva fumo, dalla sua bocca un fuoco divorante; da lui sprizzavano carboni ardenti. | 9 Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου. |
10 Abbassò i cieli e discese, fosca caligine sotto i suoi piedi. | 10 Και επεβη επι χερουβειμ και επετασθη? και επεταξεν επι πτερυγων ανεμων. |
11 Cavalcava un cherubino e volava, si librava sulle ali del vento. | 11 Εθεσε το σκοτος αποκρυφον τοπον αυτου? η σκηνη αυτου, περιξ αυτου ησαν υδατα σκοτεινα, νεφη πυκνα των αερων. |
12 Si avvolgeva di tenebre come di velo, acque oscure e dense nubi lo coprivano. | 12 Εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου διηλθον τα νεφη αυτου, χαλαζα και ανθρακες πυρος. |
13 Davanti al suo fulgore si dissipavano le nubi con grandine e carboni ardenti. | 13 Και εβροντησεν εν ουρανοις ο Κυριος, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου? χαλαζα και ανθρακες πυρος. |
14 Il Signore tuonò dal cielo, l'Altissimo fece udire la sua voce: grandine e carboni ardenti. | 14 Και απεστειλε τα βελη αυτου και εσκορπισεν αυτους? και αστραπας επληθυνε και συνεταραξεν αυτους. |
15 Scagliò saette e li disperse, fulminò con folgori e li sconfisse. | 15 Και εφανησαν τα βαθη των υδατων και ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, απο της επιτιμησεως σου, Κυριε, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων σου. |
16 Allora apparve il fondo del mare, si scoprirono le fondamenta del mondo, per la tua minaccia, Signore, per lo spirare del tuo furore. | 16 Εξαπεστειλεν εξ υψους? ελαβε με? ειλκυσε με εξ υδατων πολλων. |
17 Stese la mano dall'alto e mi prese, mi sollevò dalle grandi acque, | 17 Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου. |
18 mi liberò da nemici potenti, da coloro che mi odiavano ed eran più forti di me. | 18 Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου? αλλ' ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου? |
19 Mi assalirono nel giorno di sventura, ma il Signore fu mio sostegno; | 19 και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν? ηλευθερωσε με διοτι ηυδοκησεν εις εμε. |
20 mi portò al largo, mi liberò perché mi vuol bene. | 20 Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου? κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε. |
21 Il Signore mi tratta secondo la mia giustizia, mi ripaga secondo l'innocenza delle mie mani; | 21 Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου, και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου. |
22 perché ho custodito le vie del Signore, non ho abbandonato empiamente il mio Dio. | 22 Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου, και τα διαταγματα αυτου δεν απεμακρυνα απ' εμου? |
23 I suoi giudizi mi stanno tutti davanti, non ho respinto da me la sua legge; | 23 και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου. |
24 ma integro sono stato con lui e mi sono guardato dalla colpa. | 24 Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, κατα την καθαροτητα των χειρων μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου. |
25 Il Signore mi rende secondo la mia giustizia, secondo l'innocenza delle mie mani davanti ai suoi occhi. | 25 Μετα οσιου οσιος θελεις εισθαι? μετα ανδρος τελειου τελειος θελεις εισθαι? |
26 Con l'uomo buono tu sei buono con l'uomo integro tu sei integro, | 26 μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι? και μετα διεστραμμενου διεστραμμενως θελεις φερθη. |
27 con l'uomo puro tu sei puro, con il perverso tu sei astuto. | 27 Διοτι συ θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον? οφθαλμους δε υπερηφανων θελεις ταπεινωσει. |
28 Perché tu salvi il popolo degli umili, ma abbassi gli occhi dei superbi. | 28 Διοτι συ θελεις φωτισει τον λυχνον μου? Κυριος ο Θεος μου θελει φωτισει το σκοτος μου. |
29 Tu, Signore, sei luce alla mia lampada; il mio Dio rischiara le mie tenebre. | 29 Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα, και δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος. |
30 Con te mi lancerò contro le schiere, con il mio Dio scavalcherò le mura. | 30 Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος? ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ' αυτον. |
31 La via di Dio è diritta, la parola del Signore è provata al fuoco; egli è scudo per chi in lui si rifugia. | 31 Διοτι τις Θεος πλην του Κυριου; και τις φρουριον πλην του Θεου ημων; |
32 Infatti, chi è Dio, se non il Signore? O chi è rupe, se non il nostro Dio? | 32 Ο Θεος ειναι ο περιζωννυων με δυναμιν, και καθιστων αμωμον την οδον μου. |
33 Il Dio che mi ha cinto di vigore e ha reso integro il mio cammino; | 33 Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου. |
34 mi ha dato agilità come di cerve, sulle alture mi ha fatto stare saldo; | 34 Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου. |
35 ha addestrato le mie mani alla battaglia, le mie braccia a tender l'arco di bronzo. | 35 Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου? και η δεξια σου με υπεστηριξε και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν. |
36 Tu mi hai dato il tuo scudo di salvezza, la tua destra mi ha sostenuto, la tua bontà mi ha fatto crescere. | 36 Επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν. |
37 Hai spianato la via ai miei passi, i miei piedi non hanno vacillato. | 37 Κατεδιωξα τους εχθρους μου και εφθασα αυτους? και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους. |
38 Ho inseguito i miei nemici e li ho raggiunti, non sono tornato senza averli annientati. | 38 Συνετριψα αυτους και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν? επεσον υπο τους ποδας μου. |
39 Li ho colpiti e non si sono rialzati, sono caduti sotto i miei piedi. | 39 Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον? συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ' εμε. |
40 Tu mi hai cinto di forza per la guerra, hai piegato sotto di me gli avversari. | 40 Και εκαμες τους εχθρους μου να τρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με. |
41 Dei nemici mi hai mostrato le spalle, hai disperso quanti mi odiavano. | 41 Εβοησαν, και ουδεις ο σωζων? προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων. |
42 Hanno gridato e nessuno li ha salvati, al Signore, ma non ha risposto. | 42 Και κατελεπτυνα αυτους ως κονιν κατα προσωπον ανεμου? απετιναξα αυτους ως τον πηλον των οδων. |
43 Come polvere al vento li ho dispersi, calpestati come fango delle strade. | 43 Ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου? κατεστησας με κεφαλην εθνων? λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε. |
44 Mi hai scampato dal popolo in rivolta, mi hai posto a capo delle nazioni. Un popolo che non conoscevo mi ha servito; | 44 Μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε? ξενοι υπεταχθησαν εις εμε. |
45 all'udirmi, subito mi obbedivano, stranieri cercavano il mio favore, | 45 Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων. |
46 impallidivano uomini stranieri e uscivano tremanti dai loro nascondigli. | 46 Ζη Κυριος, και ευλογημενον το φρουριον μου? και ας υψωθη ο Θεος της σωτηριας μου? |
47 Viva il Signore e benedetta la mia rupe, sia esaltato il Dio della mia salvezza. | 47 ο Θεος ο εκδικων με και υποτασσων λαους υποκατω μου? |
48 Dio, tu mi accordi la rivincita e sottometti i popoli al mio giogo, | 48 οστις με ελευθερονει εκ των εχθρων μου. Ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ' εμε? ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου. |
49 mi scampi dai nemici furenti, dei miei avversari mi fai trionfare e mi liberi dall'uomo violento. | 49 Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων, και εις το ονομα σου θελω ψαλλει. |
50 Per questo, Signore, ti loderò tra i popoli e canterò inni di gioia al tuo nome. | 50 Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου, και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος. |
51 Egli concede al suo re grandi vittorie, si mostra fedele al suo consacrato, a Davide e alla sua discendenza per sempre. |