Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Évangile selon Matthieu 21


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Ils étaient déjà près de Jérusalem et ils entraient dans Bethphagé sur le mont des Oliviers. Alors Jésus envoya deux disciples1 Και οτε επλησιασαν εις Ιεροσολυμα και ηλθον εις Βηθφαγη προς το ορος των ελαιων, τοτε ο Ιησους απεστειλε δυο μαθητας,
2 en leur disant: "Allez jusqu’au village d’en face. Vous trouverez tout de suite une ânesse attachée avec son petit. Vous la détacherez et vous me l’amènerez.2 λεγων προς αυτους? Υπαγετε εις την κωμην την απεναντι υμων, και ευθυς θελετε ευρει ονον δεδεμενην και πωλαριον μετ' αυτης? λυσατε και φερετε μοι.
3 Et si quelqu’un vous dit quelque chose, répondez que le Seigneur en a besoin mais qu’il les renverra aussitôt.”3 Και εαν τις σας ειπη τι, θελετε ειπει οτι ο Κυριος εχει χρειαν αυτων? και ευθυς θελει αποστειλει αυτα.
4 C’est ainsi que se réalisa la parole du prophète:4 Τουτο δε ολον εγεινε δια να πληρωθη το ρηθεν δια του προφητου, λεγοντος?
5 Dites à la fille de Sion: ‘Voici que ton roi vient à toi, pacifique et monté sur un âne, sur un ânon né pour servir.’5 Ειπατε προς την θυγατερα Σιων, Ιδου, ο βασιλευς σου ερχεται προς σε πραυς και καθημενος επι ονου και πωλου υιου υποζυγιου.
6 Les disciples allèrent et firent comme Jésus leur avait ordonné.6 Πορευθεντες δε οι μαθηται και ποιησαντες καθως προσεταξεν αυτους ο Ιησους,
7 Ils amenèrent l’ânesse et l’ânon; ils les couvrirent de leurs manteaux et Jésus s’assit dessus.7 εφεραν την ονον και το πωλαριον, και εβαλον επανω αυτων τα ιματια αυτων και επεκαθισαν αυτον επανω αυτων.
8 La foule était très nombreuse; certains étendaient leurs manteaux sur le chemin, d’autres coupaient des rameaux sur les arbres et en couvraient le chemin.8 Ο δε περισσοτερος οχλος εστρωσαν τα ιματια εαυτων εις την οδον, αλλοι δε εκοπτον κλαδους απο των δενδρων και εστρωνον εις την οδον.
9 La foule qui allait devant ou qui suivait lançait des acclamations: "Hosanna pour le fils de David! Béni soit celui qui vient au nom du Seigneur! Hosanna dans les hauteurs du ciel!”9 Οι δε οχλοι οι προπορευομενοι και οι ακολουθουντες εκραζον, λεγοντες? Ωσαννα τω υιω Δαβιδ? ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι Κυριου? Ωσαννα εν τοις υψιστοις.
10 Lorsque Jésus entra dans Jérusalem, toute la ville commença à s’agiter. On disait: "Qui est-ce?”10 Και οτε εισηλθεν εις Ιεροσολυμα, εσεισθη πασα η πολις, λεγουσα? Τις ειναι ουτος;
11 Et les gens répondaient: "C’est le prophète Jésus, de Nazareth en Galilée!”11 Οι δε οχλοι ελεγον? Ουτος ειναι Ιησους ο προφητης ο απο Ναζαρετ της Γαλιλαιας.
12 Jésus entra dans le Temple et il mit dehors tous ceux qui vendaient ou achetaient dans le Temple. Il retournait les tables des changeurs de monnaie et les sièges des vendeurs de colombes.12 Και εισηλθεν ο Ιησους εις το ιερον του Θεου και εξεβαλε παντας τους πωλουντας και αγοραζοντας εν τω ιερω, και τας τραπεζας των αργυραμοιβων ανετρεψε και τα καθισματα των πωλουντων τας περιστερας,
13 Il leur disait: "Il est écrit: Ma maison sera appelée Maison de Prière, mais vous, vous en avez fait une caverne de voleurs.”13 και λεγει προς αυτους? Ειναι γεγραμμενον, Ο οικος μου οικος προσευχης θελει ονομαζεσθαι; σεις δε εκαμετε αυτον σπηλαιον ληστων.
14 Dans le Temple, des aveugles et des éclopés vinrent à lui et il les guérit.14 Και προσηλθον προς αυτον τυφλοι και χωλοι εν τω ιερω και εθεραπευσεν αυτους.
15 Les chefs des prêtres et les maîtres de la Loi voyaient tous les prodiges que Jésus réalisait; ils voyaient aussi les enfants qui criaient dans le Temple: “Hosanna au fils de David!” et ils étaient furieux.15 Ιδοντες δε οι αρχιερεις και οι γραμματεις τα θαυμασια, τα οποια εκαμε, και τους παιδας κραζοντας εν τω ιερω και λεγοντας, Ωσαννα τω υιω Δαβιδ, ηγανακτησαν
16 Ils lui dirent: "Entends-tu ce qu’ils disent?” Et Jésus leur répondit: "Bien sûr. N’avez-vous jamais lu ces paroles: Tu as mis ta louange dans la bouche des enfants et des nourrissons?”16 και ειπον προς αυτον? Ακουεις τι λεγουσιν ουτοι; Ο δε Ιησους λεγει προς αυτους? Ναι? ποτε δεν ανεγνωσατε οτι εκ στοματος νηπιων και θηλαζοντων ητοιμασας αινεσιν;
17 Puis Jésus les laissa et sortit de la ville en direction de Béthanie pour y passer la nuit.17 Και αφησας αυτους εξηλθεν εξω της πολεως εις Βηθανιαν και διενυκτερευσεν εκει.
18 Au matin, comme Jésus regagnait la ville, il eut faim.18 Οτε δε το πρωι επεστρεφεν εις την πολιν, επεινασε?
19 Il alla droit à un figuier qu’il avait vu près du chemin, mais il n’y trouva rien: il n’y avait que des feuilles. Alors il s’adressa à l’arbre: "Tu ne donneras plus de fruits, plus jamais!” Et au même instant le figuier devint sec.19 και ιδων μιαν συκην επι της οδου, ηλθε προς αυτην και ουδεν ηυρεν επ' αυτην ειμη φυλλα μονον, και λεγει προς αυτην? να μη γεινη πλεον απο σου καρπος εις τον αιωνα. Και παρευθυς εξηρανθη η συκη.
20 En voyant cela les disciples étaient tout étonnés et ils lui demandaient: "Mais comment le figuier est-il devenu sec d’un seul coup?”20 Και ιδοντες οι μαθηται, εθαυμασαν λεγοντες? Πως παρευθυς εξηρανθη συκη;
21 Alors Jésus leur dit: "En vérité, je vous le dis, si vous avez la foi au point de ne pas hésiter, vous ferez beaucoup plus que de dessécher ce figuier; vous direz à la montagne: ‘Enlève-toi de là et jette-toi dans la mer’, et cela se fera.21 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπε προς αυτους? Αληθως σας λεγω, εαν εχητε πιστιν και δεν διστασητε, ουχι μονον το της συκης θελετε καμει, αλλα και εις το ορος τουτο αν ειπητε, Σηκωθητι και ριφθητι εις την θαλασσαν, θελει γεινει?
22 Tout ce que vous pouvez demander dans la prière, avec la foi vous l’obtiendrez.”22 και παντα οσα αν ζητησητε εν τη προσευχη εχοντες πιστιν θελετε λαβει.
23 Jésus entra dans le Temple. Il était là en train d’enseigner quand les chefs des prêtres et les anciens du peuple s’approchèrent pour lui demander: "De quelle autorité fais-tu tout cela? Qui t’a chargé de le faire?”23 Και οτε ηλθεν εις το ιερον, προσηλθον προς αυτον, ενω εδιδασκεν οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι του λαου, λεγοντες? Εν ποια εξουσια πραττεις ταυτα, και τις σοι εδωκε την εξουσιαν ταυτην;
24 Jésus leur dit: "Eh bien moi aussi je vais vous poser une question, une seule:24 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους? Θελω σας ερωτησει και εγω ενα λογον, τον οποιον εαν μοι ειπητε, και εγω θελω σας ειπει εν ποια εξουσια πραττω ταυτα?
25 Quand Jean s’est mis à baptiser, était-ce une initiative du Ciel, ou bien humaine?” Les autres commencent à se dire: "Si nous parlons d’une initiative divine, il nous dira: ‘Pourquoi n’avez-vous pas cru en lui?’25 το βαπτισμα του Ιωαννου ποθεν ητο, εξ ουρανου η εξ ανθρωπων; Και εκεινοι διελογιζοντο καθ' εαυτους λεγοντες? Εαν ειπωμεν, Εξ ουρανου, θελει ειπει προς ημας, Δια τι λοιπον δεν επιστευσατε εις αυτον?
26 Et si nous disons que c’était une chose purement humaine, gare au peuple! Car tous considèrent Jean comme un prophète.”26 εαν δε ειπωμεν, Εξ ανθρωπων, φοβουμεθα τον οχλον? διοτι παντες εχουσι τον Ιωαννην ως προφητην.
27 Aussi répondent-ils à Jésus: "Nous ne savons pas.” Et lui de leur dire: "Je ne vous dirai pas non plus de quel droit je fais tout cela.”27 Και αποκριθεντες προς τον Ιησουν, ειπον? Δεν εξευρομεν. Ειπε προς αυτους και αυτος? Ουδε εγω λεγω προς υμας εν ποια εξουσια πραττω ταυτα.
28 “Mais donnez-moi plutôt votre avis: un homme avait deux fils. Il s’adresse au premier pour lui dire: ‘Mon garçon, va travailler aujourd’hui à ma vigne.’28 Αλλα τι σας φαινεται; Ανθρωπος τις ειχε δυο υιους, και ελθων προς τον πρωτον ειπε? Τεκνον, υπαγε σημερον εργαζου εν τω αμπελωνι μου.
29 Et lui répond: ‘Je n’en ai pas envie’. Mais ensuite il se reprend et il y va.29 Ο δε αποκριθεις ειπε? Δεν θελω? υστερον ομως μετανοησας υπηγε.
30 Le père s’adresse également à l’autre et lui dit la même chose; il répond: ‘Bien sûr que oui, seigneur!’ Mais il n’y va pas.30 Και ελθων προς τον δευτερον ειπεν ωσαυτως. Και εκεινος αποκριθεις ειπεν? Εγω υπαγω, κυριε? και δεν υπηγε.
31 Lequel des deux a fait la volonté du père?” Ils répondent: "Le premier.” Alors Jésus leur dit: "En vérité, je vous le dis, les collecteurs de l’impôt et les prostituées vous devancent sur le chemin du Royaume de Dieu.31 Τις εκ των δυο εκαμε το θελημα του πατρος; Λεγουσι προς αυτον? Ο πρωτος. Λεγει προς αυτους ο Ιησους? Αληθως σας λεγω οτι οι τελωναι και αι πορναι υπαγουσι προτερον υμων εις την βασιλειαν του Θεου.
32 Car Jean est venu vous montrer le chemin de la justice, mais vous n’avez pas cru en lui, alors que les collecteurs de l’impôt et les prostituées croyaient en lui. Et malgré leur exemple, vous ne vous êtes pas repris: même après coup vous n’avez pas cru en lui.”32 Διοτι ηλθε προς υμας ο Ιωαννης εν οδω δικαιοσυνης, και δεν επιστευσατε εις αυτον? οι τελωναι ομως και αι πορναι επιστευσαν εις αυτον? σεις δε ιδοντες δεν μετεμεληθητε υστερον, ωστε να πιστευσητε εις αυτον.
33 “Écoutez donc une autre parabole: un propriétaire a planté une vigne; il l’a entourée d’un mur, il a creusé un pressoir, il a bâti un abri pour le garde. Et puis il l’a remise à des fermiers pendant que lui s’en allait à l’étranger.33 Αλλην παραβολην ακουσατε. Ητο ανθρωπος τις οικοδεσποτης, οστις εφυτευσεν αμπελωνα και περιεβαλεν εις αυτον φραγμον και εσκαψεν εν αυτω ληνον και ωκοδομησε πυργον, και εμισθωσεν αυτον εις γεωργους και απεδημησεν.
34 “Or voici qu’arrive le moment de la récolte, et il envoie ses serviteurs pour rencontrer les fermiers et prendre sa part de la récolte.34 Οτε δε επλησιασεν ο καιρος των καρπων, απεστειλε τους δουλους αυτου προς τους γεωργους δια να λαβωσι τους καρπους αυτου.
35 Mais les fermiers se rendent maîtres des serviteurs: ils frappent l’un, tuent l’autre et assomment un troisième à coups de pierres.35 Και πιασαντες οι γεωργοι τους δουλους αυτου, αλλον μεν εδειραν, αλλον δε εφονευσαν, αλλον δε ελιθοβολησαν.
36 De nouveau des serviteurs sont envoyés, plus nombreux que les premiers, mais on les traite de la même manière.36 Παλιν απεστειλεν αλλους δουλους πλειοτερους των πρωτων, και εκαμον εις αυτους ωσαυτως.
37 “Alors lui, pour finir, leur envoie son fils. Il pensait en effet: ‘Ils auront du respect pour mon fils.’37 Υστερον δε απεστειλε προς αυτους τον υιον αυτου λεγων? Θελουσιν εντραπη τον υιον μου.
38 “Mais lorsque les fermiers voient le fils, ils se disent: ‘C’est lui l’héritier; allons-y, tuons-le, et son héritage sera à nous.’38 Αλλ' οι γεωργοι, ιδοντες τον υιον, ειπον προς αλληλους? Ουτος ειναι ο κληρονομος? ελθετε, ας φονευσωμεν αυτον και ας κατακρατησωμεν την κληρονομιαν αυτου.
39 Ils le saisissent donc, le jettent hors de la vigne et le tuent.39 Και πιασαντες αυτον, εξεβαλον εξω του αμπελωνος και εφονευσαν.
40 Maintenant, lorsque le maître de la vigne se présentera, comment va-t-il traiter ces fermiers?”40 Οταν λοιπον ελθη ο κυριος του αμπελωνος, τι θελει καμει εις τους γεωργους εκεινους;
41 Les autres répondent: "Il enverra ces misérables à la mort qu’ils méritent et il remettra la vigne à d’autres fermiers: ceux-là lui en donneront les fruits quand viendra la saison.”41 Λεγουσι προς αυτον? Κακους κακως θελει απολεσει αυτους, και τον αμπελωνα θελει μισθωσει εις αλλους γεωργους, οιτινες θελουσιν αποδωσει εις αυτον τους καρπους εν τοις καιροις αυτων.
42 Jésus leur dit: “Peut-être avez-vous lu ceci dans les Écritures: La pierre rejetée par les constructeurs est devenue la pierre d’angle. C’est le Seigneur qui l’avait donnée, et nous restons à l’admirer.42 Λεγει προς αυτους ο Ιησους? Ποτε δεν ανεγνωσατε εν ταις γραφαις, Ο λιθος, τον οποιον απεδοκιμασαν οι οικοδομουντες, ουτος εγεινε κεφαλη γωνιας? παρα Κυριου εγεινεν αυτη και ειναι θαυμαστη εν οφθαλμοις υμων;
43 “Aussi je vous dis que le Royaume de Dieu vous sera enlevé pour être donné à un peuple qui en produira les fruits.43 Δια τουτο λεγω προς υμας οτι θελει αφαιρεθη αφ' υμων η βασιλεια του Θεου και θελει δοθη εις εθνος καμνον τους καρπους αυτης?
44 Quant à la pierre, celui qui tombera sur elle se brisera, et celui sur qui elle tombera, elle l’écrasera!”44 και οστις πεση επι τον λιθον τουτον θελει συντριφθη? εις οντινα δε επιπεση, θελει κατασυντριψει αυτον.
45 Les chefs des prêtres et les Pharisiens écoutaient ces paraboles, et ils comprirent que Jésus parlait pour eux.45 Και ακουσαντες οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι τας παραβολας αυτου, ενοησαν οτι περι αυτων λεγει?
46 Ils auraient voulu s’emparer de lui, mais ils craignaient la foule qui voyait en Jésus un prophète.46 και ζητουντες να πιασωσιν αυτον, εφοβηθησαν τους οχλους, επειδη ειχον αυτον ως προφητην.