Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 43


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 La famine s’était aggravée dans le pays;1 Η δε πεινα επεβαρυνεν επι την γην.
2 quand on eut fini de manger le blé qu’ils avaient ramené d’Égypte, le père leur dit: “Retournez acheter un peu de nourriture pour nous.”2 Και αφου ετελειωσαν τρωγοντες τον σιτον, τον οποιον εφεραν εξ Αιγυπτου, ειπε προς αυτους ο πατηρ αυτων, Υπαγετε παλιν, αγορασατε εις ημας ολιγας τροφας.
3 Mais Juda lui dit: “L’homme nous l’a dit clairement: Il est inutile de vous présenter devant moi sans votre frère!3 Και ειπε προς αυτον ο Ιουδας λεγων, Εντονως διεμαρτυρηθη προς ημας ο ανθρωπος λεγων, Δεν θελετε ιδει το προσωπον μου, εαν δεν ηναι μεθ' υμων ο αδελφος υμων.
4 Si tu envoies notre frère avec nous, nous descendrons et nous t’achèterons de la nourriture.4 Εαν λοιπον αποστειλης τον αδελφον ημων μεθ' ημων, θελομεν καταβη και θελομεν σοι αγορασει τροφας?
5 Mais si tu ne l’envoies pas, nous ne descendrons pas, car l’homme nous a bien dit: Inutile de vous présenter devant moi sans votre frère!”5 αλλ' εαν δεν αποστειλης αυτον, δεν θελομεν καταβη? διοτι ο ανθρωπος ειπε προς ημας, Δεν θελετε ιδει το προσωπον μου, εαν ο αδελφος υμων δεν ηναι μεθ' υμων.
6 Alors Israël leur dit: “Pourquoi avez-vous dit à cet homme que vous aviez encore un frère? Vous avez fait mon malheur.”6 Ειπε δε ο Ισραηλ, Δια τι με εκακοποιησατε, φανερονοντες προς τον ανθρωπον οτι εχετε αλλον αδελφον;
7 Ils répondirent: “L’homme nous a tellement questionné sur nous, sur notre famille! Il nous a dit: Est-ce que votre père est encore vivant? Avez-vous un frère? Alors nous avons répondu à ses questions et nous l’avons renseigné. Pouvions-nous deviner qu’il nous dirait: Amenez-moi votre frère?”7 Οι δε ειπον, Ο ανθρωπος ηρωτησεν ημας ακριβως περι ημων και περι της συγγενειας ημων λεγων, Ο πατηρ σας ετι ζη; εχετε αλλον αδελφον; Και απεκριθημεν προς αυτον κατα την ερωτησιν ταυτην? ηδυναμεθα να εξευρωμεν οτι ηθελεν ειπει, Φερετε τον αδελφον σας;
8 Juda dit alors à son père Israël: “Envoie le jeune homme avec moi, que nous puissions prendre le départ: c’est une question de vie ou de mort pour toi et pour nos petits enfants.8 Και ειπεν ο Ιουδας προς Ισραηλ τον πατερα αυτου, Αποστειλον το παιδαριον μετ' εμου, και σηκωθεντες ας υπαγωμεν, δια να ζησωμεν και να μη αποθανωμεν και ημεις και συ και αι οικογενειαι ημων?
9 Je répondrai pour lui, c’est à moi que tu demanderas compte de lui. Si je ne te le ramène pas, si je ne te le rends pas, je serai coupable à jamais devant toi.9 εγω εγγυωμαι περι αυτου? εκ της χειρος μου ζητησον αυτον? εαν δεν φερω αυτον προς σε και στησω αυτον εμπροσθεν σου, τοτε ας ημαι διαπαντος υπευθυνος προς σε?
10 Mais si nous n’avions pas tant tardé, nous serions déjà revenus deux fois.”10 επειδη, εαν δεν εβραδυνομεν, βεβαια εως τωρα δευτεραν ταυτην φοραν ηθελομεν επιστρεψει.
11 Leur père Israël leur dit: “S’il en est ainsi, faites donc ce que je vous dis. Prenez dans vos sacs des produits du pays, et emportez-les pour faire un cadeau à cet homme: un peu de résine pour le brûle-parfum, un peu de miel, de la gomme parfumée, des pistaches et des amandes.11 Και ειπε προς αυτους Ισραηλ ο πατηρ αυτων, Εαν ουτω πρεπη να γεινη, καμετε λοιπον τουτο? λαβετε εις τα αγγεια σας εκ των καλητερων καρπων της γης και φερετε δωρα προς τον ανθρωπον, ολιγον βαλσαμον και ολιγον μελι, αρωματα και μυρον, πιστακια και αμυγδαλα?
12 Puis emportez le double d’argent, ainsi vous rendrez l’argent qu’on a remis dans vos sacs: peut-être est-ce une erreur.12 και λαβετε διπλασιον αργυριον εις τας χειρας σας? και το αργυριον το επιστραφεν εν τω στοματι των σακκιων σας φερετε παλιν εις τας χειρας σας? ισως εγεινε κατα λαθος?
13 Prenez donc votre frère, et allez retrouver cet homme.13 και τον αδελφον σας λαβετε και σηκωθεντες επιστρεψατε προς τον ανθρωπον?
14 Que le Dieu de la Steppe vous accorde de trouver grâce à ses yeux, pour qu’il vous laisse repartir avec votre frère et avec Benjamin. Quant à moi, si je dois être privé de mes enfants, que j’en sois privé!”14 και ο Θεος ο Παντοδυναμος να σας δωση χαριν εμπροσθεν του ανθρωπου, δια να αποστειλη με σας τον αλλον σας αδελφον και τον Βενιαμιν? και εγω, αν ηναι να ατεκνωθω, ας ατεκνωθω.
15 Les hommes chargèrent donc ces cadeaux et prirent le double d’argent, ils emmenèrent aussi Benjamin. Ils descendirent en Égypte et se présentèrent devant Joseph.15 Λαβοντες δε οι ανθρωποι τα δωρα ταυτα, ελαβον και αργυριον διπλασιον εις τας χειρας αυτων και τον Βενιαμιν? και σηκωθεντες κατεβησαν εις Αιγυπτον και παρεσταθησαν εμπροσθεν του Ιωσηφ.
16 Lorsque Joseph vit que Benjamin était avec eux, il dit à son intendant: “Fais entrer ces hommes chez moi, fais tuer une bête et préparer la viande, car ces hommes mangeront avec moi à midi.”16 Και οτε ειδεν ο Ιωσηφ τον Βενιαμιν μετ' αυτων, ειπε προς τον επιστατην της οικιας αυτου, Φερε τους ανθρωπους εις την οικιαν και σφαξον σφακτον και ετοιμασον, διοτι μετ' εμου θελουσι φαγει οι ανθρωποι το μεσημεριον.
17 L’intendant fit ce que Joseph avait commandé; il conduisit les hommes dans la maison de Joseph.17 Και επραξεν ο ανθρωπος καθως ελαλησεν ο Ιωσηφ? και ο ανθρωπος εισηγαγε τους ανθρωπους εις την οικιαν του Ιωσηφ.
18 Quand on les fit entrer dans la maison de Joseph, les hommes eurent peur. Ils se disaient: “C’est à cause de l’argent qu’on a remis dans nos sacs la fois précédente, qu’ils nous font entrer. Ils vont se jeter sur nous tout-à-coup et ils nous prendront comme esclaves avec nos ânes!”18 Και εφοβηθησαν οι ανθρωποι, διοτι εισηχθησαν εις την οικιαν του Ιωσηφ? και ειπον, δια το αργυριον το επιστραφεν εις τα σακκια ημων την πρωτην φοραν ημεις εισαγομεθα, δια να ευρη αφορμην εναντιον ημων και να επιπεση εφ' ημας και να λαβη ημας δουλους και τους ονους ημων.
19 Aussi, dès leur arrivée à la maison, ils se dirigèrent vers l’intendant de Joseph. Ils lui dirent:19 Και προσελθοντες προς τον ανθρωπον τον επιστατην της οικιας του Ιωσηφ, ελαλησαν προς αυτον εν τη πυλη της οικιας?
20 “De grâce, mon seigneur, nous sommes déjà venus il y a quelque temps pour acheter de la nourriture.20 και ειπον, Δεομεθα, κυριε? κατεβημεν την πρωτην φοραν δια να αγορασωμεν τροφας?
21 Il s’est trouvé qu’à la halte du soir, lorsque nous avons ouvert nos sacs, l’argent de chacun d’entre nous, avec le compte exact, était à l’entrée de son sac. Aussi l’avons-nous rapporté.21 και οτε ηλθομεν εις το καταλυμα, ηνοιξαμεν τα σακκια ημων και ιδου, εκαστου το αργυριον ητο εν τω στοματι του σακκιου αυτου, το αργυριον ημων σωστον? οθεν εφεραμεν αυτο οπισω εις τας χειρας ημων?
22 Nous ne savons pas qui avait mis notre argent dans nos sacs, mais nous avons pris une nouvelle somme d’argent pour acheter de la nourriture.”22 εφεραμεν και αλλο αργυριον εις τας χειρας ημων, δια να αγορασωμεν τροφας? δεν εξευρομεν τις εβαλε το αργυριον ημων εις τα σακκια ημων.
23 Il leur répondit: “Soyez en paix, soyez sans crainte: votre Dieu, le Dieu de votre père a mis pour vous un trésor dans vos sacs, car votre argent m’était bien parvenu.” Puis il fit délier Siméon devant eux.23 Ο δε ειπεν, Ειρηνη εις εσας? μη φοβεισθε? ο Θεος σας και ο Θεος του πατρος σας, εδωκεν εις εσας θησαυρον εις τα σακκια σας? το αργυριον σας ηλθεν εις εμε. Και εξηγαγε προς αυτους τον Συμεων.
24 L’homme fit entrer les frères dans la maison de Joseph. Il leur donna de l’eau et ils se lavèrent les pieds. On donna aussi du fourrage à leurs ânes.24 Και ο ανθρωπος εισηγαγε τους ανθρωπους εις την οικιαν του Ιωσηφ και εδωκεν υδωρ και ενιψαν τους ποδας αυτων? και εδωκε τροφην εις τους ονους αυτων.
25 Alors ils préparèrent leur cadeau en attendant l’arrivée de Joseph, car on leur avait dit qu’ils prendraient là leur repas de midi.25 Οι δε ητοιμασαν τα δωρα, εωσου ελθη ο Ιωσηφ το μεσημεριον? διοτι ηκουσαν οτι εκει μελλουσι να φαγωσιν αρτον.
26 Quand Joseph rentra à la maison, ils lui offrirent le cadeau qu’ils avaient dans les mains, puis ils se prosternèrent jusqu’à terre devant lui.26 Και οτε ηλθεν ο Ιωσηφ εις την οικιαν, προσεφεραν εις αυτον τα δωρα τα εις τας χειρας αυτων εν τη οικια και προσεκυνησαν αυτον εως εδαφους.
27 Il leur demanda comment ils allaient: “Votre père, dit-il, ce vieillard dont vous m’avez parlé, est-il en bonne santé? Est-il toujours en vie?”27 Και ηρωτησεν αυτους περι της υγιειας αυτων? και ειπεν, Υγιαινει ο πατηρ σας, ο γερων περι του οποιου μοι ειπετε; ετι ζη;
28 Ils lui répondirent: “Ton serviteur, notre père, est en bonne santé, il est encore vivant.” Puis ils s’agenouillèrent et se prosternèrent.28 Οι δε ειπον, Υγιαινει ο δουλος σου ο πατηρ ημων? ετι ζη. Και κυψαντες προσεκυνησαν.
29 Joseph leva les yeux et vit son frère Benjamin, le fils de sa mère: “Est-ce bien là votre plus jeune frère dont vous m’avez parlé?” Se tournant vers lui, il lui dit: “Que Dieu te bénisse, mon fils!”29 Υψωσας δε τους οφθαλμους αυτου ειδε τον Βενιαμιν τον αδελφον αυτου τον ομομητριον και ειπεν, Ουτος ειναι ο αδελφος σας ο νεωτερος, περι του οποιου μοι ειπετε; Και ειπεν, Ο Θεος να σε ελεηση, τεκνον μου.
30 Alors, soudain, Joseph eut envie de pleurer car il était bouleversé à la vue de son frère. Il entra donc dans ses appartements et pleura.30 Και εσπευσε να αποσυρθη ο Ιωσηφ? διοτι συνεταραττοντο τα σπλαγχνα αυτου δια τον αδελφον αυτου? και εζητει τοπον να κλαυση? εισελθων δε εις το ταμειον, εκλαυσεν εκει.
31 Puis il se lava le visage et sortit. Il se reprit et dit: “Servez le repas!”31 Επειτα νιψας το προσωπον αυτου εξηλθε, και συγκρατων εαυτον ειπε, Βαλετε αρτον.
32 On servit Joseph à part, on servit à part ses frères, à part encore les Égyptiens invités; car les Égyptiens ne peuvent pas prendre un repas avec des Hébreux: ce serait une honte pour l’Égypte.32 Και εβαλον χωριστα δι' αυτον και χωριστα δι' εκεινους και δια τους Αιγυπτιους, τους συντρωγοντας μετ' αυτου, χωριστα? διοτι οι Αιγυπτιοι δεν ηδυναντο να συμφαγωσιν αρτον μετα των Εβραιων, επειδη τουτο ειναι βδελυγμα εις τους Αιγυπτιους.
33 Ils s’assirent donc en face de lui, chacun selon son rang, de l’aîné jusqu’au plus jeune. Ils se regardaient l’un l’autre, stupéfaits.33 Εκαθισαν λοιπον εμπροσθεν αυτου, ο πρωτοτοκος κατα την πρωτοτοκιαν αυτου και ο νεωτερος κατα την νεοτητα αυτου? και εθαυμαζον οι ανθρωποι προς αλληλους.
34 Alors Joseph prit dans les plats qui étaient devant lui des portions pour chacun d’eux, mais la portion de Benjamin était cinq fois plus grande que la portion des autres. Avec lui ils burent du vin au point d’être plutôt gais.34 Λαβων δε απ' εμπροσθεν αυτου μεριδια εστειλε προς αυτους? το μεριδιον ομως του Βενιαμιν ητο πενταπλασιως μεγαλητερον παρα εκαστου αυτων. Και επιον και ευφρανθησαν μετ' αυτου.